Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Fantasy & Horror Short Stories

Συλλογή “Η Κρύπτη”

Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.

Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.

fantasy

Διαβάστε και στο Wattpad

Η Παρέα των Νεκρών

Μέρος 2ο

κρύπτη

  1. ο τόπος στον οποίο κρύβεται κανείς ή έχει κρύψει κάτι. Παράδειγμα: Στο σπίτι τους ανακαλύφθηκε υπόγεια κρύπτη με μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών
  1. η υπόγεια και συνήθως θολωτή κατασκευή που χρησιμοποιούσαν ως χώρο λατρείας οι πρώτοι χριστιανοί.

Λεξικό Μπαμπινιώτη

 Άνοιξα τα μάτια μου ταραγμένη. Το μόνο πράγμα που μπορούσα να δω ήταν πράσινες γραμμές ποικίλων μεγεθών και μια ιδέα γαλάζιου στην περιφερειακή μου όραση. Στον ουρανίσκο μου υπήρχε η γεύση της πρωινής κακοσμίας του στόματος μου α. Γύρω μου μπορούσα να μυρίσω γρασίδι και καυσαέριο, ενώ όλο μου το σώμα ήταν τυλιγμένο σε κάτι που με τσιμπούσε και παράλληλα έβρεχε τα ρούχα μου. Από μακριά μπορούσα να ακούσω αυτοκίνητα να περνάνε, εξατμίσεις να βρυχώνται βίαια και κόρνες να τσιρίζουν.

 Στηρίχθηκα στο αριστερό μου χέρι για να σηκωθώ και αντίκρισα τον αυτοκινητόδρομο μπροστά μου. Φορούσα τις πιτζάμες μου. Στεκόμουν πάνω στα χορτάρια και λίγα μέτρα πιο πίσω μου φαινόταν να είναι το σημείο όπου είχα πέσει εχθές, μόνο που η τρύπα στο έδαφος είχε χαθεί. Άνοιξα την παλάμη του δεξιού μου χεριού. Η κόκκινη λάμψη με καλημέρισε.

 Μια φωνή ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου. Υπό μανδραγόραν εκάθευδον και ιδίοις όμμασιν εώρας. Γύρισα πίσω μου και το είδα. Το πλάσμα από χθες είχε ακόμα την σκιώδη εμφάνιση του, αλλά με μία διαφορά· στο κεφάλι του υπήρχαν δύο κόκκινες λάμψεις, σαν δύο πύρινα μάτια να σου καίνε την ψυχή! Μια όξινη μυρωδιά, σαν χαλασμένου κρέατος πήγαζε από το μέρος του.

 Πάγωσα στη θέση μου. Προσπάθησα να εκλογικέψω την κατάσταση. Ίσως να κοιμόμουν ακόμη και σε λίγη ώρα ο εφιάλτης θα τελείωνε. Ο πόνος όμως, από τα κλαδάκια και τα αγκάθια μου θύμιζε πως όλο αυτό όντως συνέβαινε!

 Το πλάσμα έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Με κυρίευσε το ένστικτο! Άρχισα να τρέχω προς τον αυτοκινητόδρομο. Τα μυτερά χορτάρια τρυπούσαν τα γυμνά μου πόδια, αλλά δεν με ενδιέφερε. Πέρασα το μεταλλικό φράχτη και έστρεψα το βλέμμα μου προς τα πίσω μου για να δω αν με ακολουθούσε. Το πλάσμα απλά με χαιρέτησε καθώς εξαφανιζόταν. Η καρδιά μου άρχισε να επιταχύνει ξαφνικά. Πριν σκοτεινιάσουν όλα είδα ένα κόκκινο Toyota να κατευθύνεται προς το μέρος μου.

ΤΡΛΖΝΛ

 Σκοτάδι. Δε μπορώ να δω τίποτα, ούτε κοντά μου, ούτε και μακριά. Ο μόνος ήχος που υπάρχει γύρω μου είναι η ίδια μου η πνοή και η ατμόσφαιρα γύρω μου είναι παγωμένη. Αγκαλιάζω ταραγμένη το κορμί μου και αντιλαμβάνομαι τη γύμνια μου. Τα πόδια μου ακουμπούν σε μια τραχιά επιφάνεια. Θυμίζει πέτρα, αλλά όταν κοιτάω κάτω είναι μόνο σκοτάδι. Στο βάθος αυτού του άπειρου χώρου εμφανίζονται κόκκινες, φωτεινές γραμμές. Έρχονται όλο και πιο κοντά μου. Μπροστά μου στέκεται ένας άνδρας λίγο πιο κοντός από μένα, με μαύρα κατσαρά μαλλιά και λευκά χαμένα μάτια. Είναι κι εκείνος γυμνός. Όλο του το σώμα είναι γεμάτο ουλές, από τις οποίες τρέχει φωσφορίζον αίμα. Λευκός καπνός έχει τυλίξει ολόκληρο τον άνδρα.

 Σηκώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μάγουλο μου. «Χρή βοηθείν μέ…». Αυτή τη φορά βλέπω τα χείλη του να κουνιούνται. Ακούω τη φωνή του κανονικά και όχι μέσα στο κεφάλι μου. Συλλογίζομαι αυτό που είπε. «Πρέπει να με βοηθήσεις…». Δύσκολα θα μετέφραζα λάθος μια τόσο απλή πρόταση. Έχω μείνει βωβή στη θέση μου. Δε ξέρω τι πρέπει να απαντήσω, αν πρέπει να απαντήσω. Χιλιάδες ερωτήσεις πετάγονται στο μυαλό μου, αλλά με το που πάω να ανοίξω το στόμα μου η ανάσα μου στερεύει και νιώθω ότι πνίγομαι. Εν τέλει κατορθώνω να βγάλω μία λέξη από μέσα μου: «Πώς;». Προσπαθεί να μου απαντήσει, αλλά ένας θόρυβος τον διακόπτει. Ένα τεχνητό μπιπ ακούγεται σε όλο το χώρο. Ξαφνικά το σκοτάδι σπάει! Με αρπάζει γοργά από τους ώμους. Τα λευκά του μάτια είναι καρφωμένα στα δικά μου. Πριν τον χάσω από μπροστά φώναξε προς το μέρος μου: «Όδευε προς Κρύπτην!!!».

ΒΠΗΠΓΦΓ

 Ξύπνησα σε ένα άβολο κρεβάτι. Το αριστερό μου χέρι ήταν τυλιγμένο με γύψο και στο δεξί μου ήταν περασμένη πεταλούδα με ορό. Από τη μέση και πάνω φορούσα ένα πράγμα που κρατούσε την πλάτη μου ίσια. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε μια μικρή τηλεόραση που έπαιζε κάποιο απογευματινό τηλεπαιχνίδι. Στο κρεβάτι δίπλα μου, μια ηλικιωμένη γυναίκα, με σωλήνες στη μύτη της είχε αποκοιμηθεί με το τηλεχειριστήριο στο χέρι της. Και στις δυο μας υπήρχε ένα μηχάνημα το οποίο χτυπούσε στον ρυθμό των καρδιακών μας παλμών. Της κυρίας ήταν ήρεμο, αλλά το δικό μου παρήγαγε κι από ένα μπιπ κάθε πέντε δεύτερα.

 Τα μάτια μου γύρισαν όλο το δωμάτιο. Η πέτρα βρισκόταν ακόμα εκεί. Πάνω στο άχαρο τραπεζάκι του νοσοκομείου, δίπλα από το νερό και τις πλαστικές βιολέτες, το κόκκινο γυάλινο πετράδι. Μπορούσα να νιώσω τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπο μου. Η άγνοια που είχα για την όλη κατάσταση με έπνιγε! Πήρα την πέτρα στο δεξί μου χέρι. Την έκλεισα στην παλάμη μου, σφίγγοντάς τη με όση δύναμη είχα. Τα δάκρυα κυλούσαν άπλετα στο πρόσωπό μου. Προσπαθούσα με τη σκέψη μου να κάνω το πλάσμα να εμφανιστεί, το παρακαλούσα νοερά να μου προσφέρει απαντήσεις, αλλά μάταια. Η πέτρα πια δεν έλαμπε και το περισσότερο κόκκινο είχε φύγει από μέσα της.

 Μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και ανακάλυψε πως είχα ξυπνήσει. Με ενημέρωσε σχετικά με την κατάσταση μου και ότι βρισκόμουν εκεί δύο μέρες. Επιπλέον, με ρώτησε ποια ήμουν και αν είχα συγγενείς εδώ κοντά να ειδοποιήσουν. Δεν ήξερα πού ήταν το εδώ κοντά. Η νοσοκόμα απάντησε με απολύτως φυσιολογικό τόνο, λόγω της άγνοιάς της. Βρισκόμουν στο νοσοκομείου του Οφρυνίου, μια πόλη λίγο πιο πέρα από την Αμφίπολη. Βρισκόμουν περίπου εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου!

 Οι γονείς μου δεν άργησαν πολύ να φτάσουν στο νοσοκομείο αφού τους ειδοποίησαν. Τότε έμαθα κι εγώ την πλήρη ιστορία. Με είχε χτυπήσει ένας οδηγός στην Εγνατία οδό. Με έφερε στο νοσοκομείο με ένα κάταγμα στο χέρι, μερικά σπασμένα πλευρά και μια ελαφρά αιμορραγία στο κεφάλι μου. Ευτυχώς ο οδηγός είχε κάμερα στο όχημα για λόγους ασφάλειας, οπότε δεν υπήρχε αμφιβολία για τη φύση του ατυχήματος. Με διασωληνώσανε άμεσα και αφού μου έτρεξαν όσα τεστ μπορούσαν μου χορήγησαν την κατάλληλη αγωγή.

 Η μαμά και ο μπαμπάς άκουγαν τα γεγονότα με τρεμάμενα χέρια και χείλη, δάκρυα να σκορπίζονται στα πρόσωπά τους. Όταν έφυγε η νοσοκόμα ένιωσα ένα ψυχοπλάκωμα. Έμεινα μόνη με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου τράβηξε την κουρτίνα, για να δημιουργήσει ένα κλίμα ασφάλειας υποθέτω, χωρίζοντας το χώρο της κυριούλας δίπλα από τον δικό μου.

 «Τί συνέβη αγάπη μου,» η μητέρα μου είχε ένα πάρα πολύ ανήσυχο βλέμμα, και όχι αδικαιολόγητα. «Πώς βρέθηκες εκεί μέσα στη μαύρη νύχτα; Τι έγινε και έλειπε η μπλούζα σου;».

 «Δε…» κόμπιασα λιγάκι. Ήξερα πως από το μυαλό της περνούσαν τα χειρότερα, αλλά δεν ήξερα πώς να περιγράψω όσα συνέβησαν. Για λίγο σκέφτηκα να πω ψέματα, αλλά δε θα είχε νόημα. «Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς έφτασα εκεί… έπεσα απλά για ύπνο στο σπίτι και ξύπνησα στο λιβάδι δίπλα από το δρόμο, εκεί που έμεινε το αμάξι. Νόμιζα ότι κάποιος με κυνηγούσε και έτρεξα προς το δρόμο…» μετά βίας κρατούσα τα δάκρυα καθώς περιέγραφα όσα είχαν γίνει λίγες μέρες πριν. Το μηχάνημα χτυπούσε πλέον κάθε τρία δεύτερα.

 «Δεν πειράζει κορίτσι μου…» μου είπε ο μπαμπάς καθώς με κοιτούσε με ένα βλέμμα μπλεγμένο μέσα στα συναισθήματά του. «Είδες το πρόσωπο του;»

 «Δε…» δεν ήξερα πώς μπορούσα να περιγράψω ό,τι είχα ζήσει χωρίς να ακουστώ τρελή. «Έμοιαζε με… έμοιαζε με σκιά… και τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν φλόγες… » η μητέρα μου με κοίταξε κάπως περίεργα, με μια ανάμειξη θλίψης και ταραχής.

 «Θα το φροντίσουμε μόλις πάρεις εξιτήριο, εντάξει;» δήλωσε ο πατέρας αφού παρατήρησε την έκφραση της μαμάς.

 Απλώς έγνεψα καταφατικά. Με φίλησαν και έφυγαν. Μόλις έφυγαν γύρισα για να βεβαιωθώ πως η κυρία δίπλα μου κοιμόταν. Τα μάτια της ήταν κλειστά και το στήθος της φούσκωνε και ξεφούσκωνε με αέρα. Άνοιξα την παλάμη μου. Σκέφτηκα λίγο τη σύνταξη όσων ήθελα να πω. Λίγες στιγμές μετά είπα κοιτώντας την πέτρα «Τί βούλει;». Σκέφτηκα πως άμα ρωτούσα το πλάσμα τί θέλει θα με εγκατέλειπε επιτέλους, αλλά δεν έλαβα κάποια απάντηση. «Τίς ει;», προσπάθησα ξανά με λίγα δάκρυα να ξεφεύγουν από τα βλέφαρα μου. Τίποτα.

 Πέταξα την πέτρα στον τοίχο με το καλό μου χέρι και αφέθηκα στη θλίψη μου. Έκλαιγα με λυγμούς, χωρίς να με νοιάζει αν η γιαγιά από δίπλα θα ξύπναγε ή όχι! Δεν άντεχα άλλο αυτήν την τρέλα! Και τότε, εμφανίστηκε. Το πλάσμα στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού μου, αυτή τη φορά δίχως τις φλόγες στο κεφάλι του.

 «Τ… Τίς ει;» ρώτησα δειλά και περίμενα μια απάντηση.

 «Φύλαξ…» απάντησε το πλάσμα μέσα στο κεφάλι μου και αμέσως μια μικρή ευφορία γέμισε τη καρδιά μου.

 «Τίνος;» δεν μπορούσα να σχηματίσω πιο σύνθετες προτάσεις ακόμα κι αν το ήθελα. Οι χτύποι του μηχανήματος είχαν ελάχιστα δεύτερα κενό μεταξύ τους αυτή τη στιγμή.

 «Πλάτωνος Αγαθού κρυπτούντος… »

 θυμόμουν την έκφραση Πλάτωνος αγαθό. Κάποιος καθηγητής μας είχε πει πως ήταν ένα αρχαίο ανέκδοτο, μια περιπαιχτική φράση για όταν κάτι είναι πολύ περίπλοκο. Αντί να αναλογίζομαι τα έτη των σπουδών μου, προσπάθησα να σημειώσω τις απαντήσεις του στο νου μου για να τις εξετάσω αργότερα.

 «Τί βούλει;» το ρώτησα ελπίζοντας να βρω έτσι τον τρόπο με τον οποίο θα το ξεφορτωνόμουν.

 «Τεθνάναι…».

 Δεν περίμενα τέτοια απάντηση. Τεθνάναι… να πεθάνω. Πολλά ερωτήματα πέρασαν από το νου μου -τα περισσότερα αφορούσαν την ίδια μου την ύπαρξη- αλλά έπρεπε να εστιάσω στο πως θα το κάνω να σταματήσει.

 «Πώς;».

 «Όδευε προς Κρύπτην…» πάλι το ίδιο. Πήγαινε στην κρύπτη. Έμεινα για λίγο σιωπηλή, προκειμένου να συντάξω σωστά την επόμενη πρόταση μου.

 «Πορφυρόφθαλμος έφη εκάς μένειν,» θύμισα στο πλάσμα ότι ο άνδρας -υποθέτω- με τα κόκκινα μάτια μου είχε πει να μείνω μακριά.

 «Κύμβαλον αλαλάζον, πιστεύεις τό δαιμόνιον;»

 η “φωνή” του ήταν πιο βίαιη από πριν, λες και με έβριζε. Πάρ’ ό,τι μπορούσα να καταλάβω τί ήθελε να πει, δε μπορούσα να καταλάβω όλες τις λέξεις.

 «Συμφωνούσα ειμί» του απάντησα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μόλις ανάρρωνα θα τον έστελνα πίσω από εκεί που ήρθε!

ΚΞΘΤΑΠΤΚΙ

 Πλέον το βράδυ είχε φτάσει. Όλος ο χώρος ήταν σκοτεινός, με εξαίρεση το φως του κομοδίνου μου. Απ’ έξω μπορούσα να ακούσω τα λίγα εναπομείναντα τζιτζίκια να τραγουδούν, ενώ η γλυκιά μυρωδιά του νυχτολούλουδου με νανούριζε. Δεν ήθελα να κοιμηθώ, όμως. Φοβόμουν πως άμα πέσω για ύπνο θα ξυπνήσω πάλι κάπου αλλού.

 Η μεθυστική μυρωδιά του λουλουδιού μπορεί να με παρακαλούσε να κοιμηθώ, αλλά ο νους μου έτρεχε. Κοιτούσα συνεχώς τους τοίχους και την πέτρα για να βεβαιωθώ πως το πλάσμα δε με παρακολουθούσε ή δεν θα έπαιρνε το κορμί μου. Να πεθάνω… Άρα μιλούσα με κάτι απέθαντο; Ήταν φάντασμα ή μια ταραγμένη ψυχή; Και γιατί τα μάτια του εκεί ήταν κόκκινα.

 Έριξα μια ματιά στον τοίχο και αυτή τη φορά οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν! Το πλάσμα καθόταν εκεί, χωρίς να μεταφέρει μηνύματα στη σκέψη μου, χωρίς να κινείται, απλά στεκόταν εκεί. Μπορεί να ήμουν απλώς παρανοϊκή σε αυτό το σημείο, αλλά το ένιωθα να με κοιτάζει. Γύρισα στην κυριούλα δίπλα μου. Έβλεπε τηλεόραση αυτή τη στιγμή, κάποιο από τα πολλά νυχτερινά ριάλιτι. Το πλάσμα στεκόταν ακριβώς κάτω από την τηλεόραση και δε φαινόταν να την ενοχλεί.

 «Συγγνώμη, το βλέπετε κι εσείς;» ρώτησα την κυρία με ένα ανάλαφρο τόνο για να μην φανώ τελείως τρελή.

 «Εδώ και καιρό, από τότε που έπαθα τα νεφρά μου και δεν πολύ κινούμαι, δεν κάνω κι άλλη δουλειά» η απάντηση αυτή μιλούσε από μόνη της. Δεν μπορούσε να δει το πλάσμα.

 Κάπως έτσι πέρασε όλος ο υπόλοιπος μήνας. Το πλάσμα δε μιλούσε, απλά καθόταν στη γωνία του. Το γεγονός ότι το έβλεπα μόνο εγώ με τρόμαζε. Αυτό το κενό στρογγυλό πράγμα με τη σιλουέτα κεφαλιού το οποίο κινούνταν μέσα στο χώρο, αλλά πάντα κατέληγε πάνω μου. Κι εγώ ήμουν αβοήθητη για το μεγαλύτερο μέρος της ανάρρωσης. Δεν κοιμήθηκα πολύ. Μόνο ελάχιστες φορές με πήρε λίγο ο ύπνος. Φοβόμουν πως αν κοιμηθώ, θα ξυπνούσα πάλι έξω από την τρύπα.

 Πήρα το εξιτήριο αρχές του Οκτωβρίου. Μπήκα στο δωμάτιό μου έχοντας το πλάσμα πίσω μου να με ακολουθεί βωβό. Κάθισα στο γραφείο μου και άνοιξα ένα από τα παλιά βιβλία της σχολής. Συγκεκριμένα έναν από τους διαλόγους του Πλάτωνα. Δε θυμόμουν σε ποιο ακριβώς αναφερόταν στο αγαθό, αλλά ήξερα πως ήταν και κάτι πέρα από το ανέκδοτο.

 Και τελικά το βρήκα! Ανήκε στη θεωρία περί ιδεών του Σωκράτη, κατά την οποία τα αληθινά όντα δεν βρίσκονται στο δικό μας κόσμο, αλλά σε έναν κόσμο ιδεών. Αγαθό θεωρούσαν ο Σωκράτης και ο Πλάτων την τέλεια ιδέα, την πραγματική αλήθεια του κόσμου που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν κατορθώσει να γνωρίσουν. Και σύμφωνα με το πλάσμα, αυτό ήταν που προστάτευε. Το Αγαθό. Προσπαθούσα να καταλάβω αν έχω χάσει εντελώς τα λογικά μου ή αν όντως θεωρούσα έστω και πιθανότητα οι εξωπραγματικές αλληγορίες δύο φιλοσόφων να είναι πραγματικότητα.

 Δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ! Έμεινα ξύπνια και διάβαζα ό,τι μπόρεσα να βρω για τη θεωρία περί ιδεών. Πλέον είχα πάψει να φοβάμαι όσο πριν. Αν όντως υπήρχε αυτό το Αγαθό, τότε έπρεπε να το δω!

 Πήρα άγρια χαράματα ένα φτυάρι και έφυγα με το αμάξι για την περιοχή όπου ξεκίνησε όλη αυτή η περιπέτεια. Το πλάσμα βρισκόταν έξω από το όχημα και με ακολουθούσε σαν να πετούσε. Όταν έφτασα έψαξα για το σημείο όπου έχει πέσει. Έδειξα με νοήματα στο πλάσμα ότι χρειαζόμουν τη βοήθεια του. Δεν είχα τη διάθεση να μιλήσω αρχαία ετούτη τη στιγμή. Το πλάσμα έδειξε στο έδαφος και με το που ακούμπησα το φτυάρι στο χώμα εκείνο υποχώρησε.

 Η όξινη μυρωδιά γέμισε και πάλι τα ρουθούνια μου. Το μέρος δεν ήταν τόσο σκοτεινό όσο το είχα αφήσει, λόγω του περισσότερου φωτός που έμπαινε από την τρύπα. Έβγαλα το κινητό και κινήθηκα όπως και στο όνειρό μου. Έφτασα στο βωμό με τα κεφάλια των φιλοσόφων. Γνωρίζοντας πώς να ανοίξω την καταπακτή μου ήταν εύκολο να βρω το πέρασμα. Τα χέρια μου έτρεμαν, αλλά παρά το φόβο μου μπορούσα να νιώσω τους μύες του προσώπου μου να σχηματίζουν ένα χαμόγελο. Ανυπομονούσα να αντικρύσω αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλούσε Αγαθό!

 Κατέβηκα αργά τη σκάλα. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κάτι το οποίο να λάμπει. Όταν κατέβηκα τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά από το όνειρό μου. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν καμάρες και στο κέντρο υπήρχε μία που οδηγούσε προς το κεντρικό δωμάτιο. Έστρεψα το κινητό μου προς το πάνω μέρος της κεντρικής καμάρας. Υπήρχε η επιγραφή “ΑΓΑΘΟΝ” με κεφαλαία γράμματα, σκαλισμένο πάνω στην πέτρα. «Εδώ,» μίλησε το πλάσμα και έδειξε προς το κυρίως δωμάτιο. Μπήκα μέσα έτοιμη να αντικρύσω αυτό το κάτι, εκείνο που θα άλλαζε τελείως την οπτική μου για τον κόσμο στον οποίο ήμουν παγιδευμένη. Το κεντρικό τέμενος δεν ήταν παρά ένας ακόμη τελετουργικός χώρος. Ένας βωμός στο κέντρο, δίχως ανάγλυφες απεικονίσεις μπροστά από μία καμάρα που δεν οδηγούσε πουθενά. Οι γύρω τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από πολλές ξεχωριστές πέτρες, σαν τούβλα, και χωρίς καμία διακόσμηση πάνω τους. «Λάθε βιώσας, Μελίνα,» άκουσα ξαφνικά στο κεφάλι μου, «Ενθάδε η οδός προς Άδην».

 Το πλάσμα μου έδειξε προς τον τοίχο με την καμάρα. Φώτισα με το κινητό. Γύρω από την καμάρα υπήρχαν κι άλλες πέτρες, όλες τους ολοστρόγγυλες, τοποθετημένες την κορυφή και στα πλαϊνά της αψίδας. Συνολικά υπήρχαν πέντε θέσεις πάνω στην καμάρα. Οι τρεις πέτρες στα πλαϊνά έμοιαζαν λείες και το χρώμα τους ήταν ένα θολό άσπρο σαν του καπνού που πήγαζε από το πλάσμα. Εκείνη της κορυφής ήταν πορφυρή, σαν εκείνη που είχα βρει εγώ. Το πλάσμα έδειχνε στην κενή, πλαϊνή θέση.

 Πλησίασα αργά,βγάζοντας ταυτόχρονα την πέτρα από την τσέπη μου. Με το που το πετράδι ακούμπησε την αψίδα το λιγοστό κόκκινο που είχε απομείνει εξαφανίστηκε. Μπροστά στα μάτια μου το εσωτερικό της αψίδας άρχισε να λάμπει. Έκανα ένα βήμα πίσω και έπεσα πάνω στο βωμό. Το πλάσμα πέρασε μέσα από την αψίδα εν ριπή οφθαλμού και στην θέση του εμφανίστηκε η άλλη του μορφή, εκείνη με τα πύρινα μάτια! Ακούστηκε στο κεφάλι μου, βαριά και αποκρουστική: «Ελάχιστοι τολμούν να έρθουν για τη δύναμη μου! Ακόμα λιγότεροι αφού τους προειδοποιήσω, κι όμως εσύ δε με άκουσες!»

 Είχα παραλύσει! Τα χέρια μου, τα πόδια μου, το σώμα μου όλα είχε κολλήσει στη θέση του χωρίς τη θέληση μου! Προσπαθούσα να τρέξω, αλλά το σήμα δεν έφτανε στα πόδια μου, προσπαθούσα να φωνάξω αλλά το σήμα δεν έφτανε στη γλώσσα μου!

 «Και τώρα δες τι έκανες! Εκείνος πέρασε στην άλλη πλευρά! Πώς λοιπόν μπορώ να τιμωρήσω ένα τόσο αυθάδες όν;».

 Τα μάτια του έπαιρναν διάφορες εκφράσεις, όπως όταν ένας άνθρωπος κουνά τα φρύδια του. Ήμουν τρομοκρατημένη. Αναρωτιόμουν τί είχα κάνει, τί ήταν αυτό το πλάσμα που άφησα να περάσει στην άλλη πλευρά, αλλά περισσότερο απ’ όλα φοβόμουν εκείνο που θα ακολουθούσε.

 «Μα βέβαια! Η τιμωρία σου λοιπόν, αυθάδες τρωκτικό θα είναι η ίδια σου η ύπαρξη!» το πλάσμα άρχισε να κινείται προς το μέρος μου! Το σκιώδες κεφάλι του ήρθε στο επίπεδο του αυτιού μου. «Θα σε στείλω πίσω, θα θυμάσαι ό,τι είδες, ό,τι έμαθες και κανένας δε θα πιστεύει!».

 Άρχισε να περπατάει προς τα πίσω. Ο χώρος γύρω μου άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Το σκληρό πέτρινο δωμάτιο έγινε λείο και μαλακό σαν μαξιλάρι. Η τραχειά και σκοτεινή πέτρα έγινε ένα φωτεινό κατάλευκο τοίχωμα, με μαξιλάρια κολλημένα πάνω του. Εξακολουθούσα να μην μπορώ να κοιμηθώ, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν λόγω του δαίμονα. Η μπλούζα μου είχε μεταμορφωθεί σε ένα λευκό πουκάμισο, με τα μανίκια να δένουν πίσω από τη μέση μου. Κάθισα σε εμβρυακή στάση στην άκρη του πουπουλένιου δωματίου και άφησα τα δάκρυα μου να τρέξουν πάνω από τα χάπια μου…

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories:

Κ7,2

Fantasy & Horror Short Stories – Συλλογή «Η Κρύπτη», Ιστορία Νο 7 2/2, «Η Νύχτα της Πεταλούδας»

Το τελευταίο της στοιχείο οδηγεί τη Βαλέρια σε αδιέξοδο. Επιστρέφει απογοητευμένη και προσπαθεί να επανέλθει στη ρουτίνα της, δίχως επιτυχία. Ο κόσμος που ήξερε γκρεμίζεται και καλείται να ανασύρει τον…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Προειδοποίηση