Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Fantasy & Horror Short Stories

Συλλογή “Η Κρύπτη”

Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.

Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.

fantasy

Διαβάστε και στο Wattpad

Η Νύχτα της Πεταλούδας

Μέρος 2ο

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2018

 

 Ο ήλιος ήταν ασθενικός εκείνο το πρωί. Τα γκρίζα σύννεφα είχαν κυριαρχήσει στον ουρανό. Η μελαχρινή γυναίκα καθόταν μόνη της σε μια καρέκλα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο την μουντή ημέρα και τους συνενοίκους της να πλανώνται στην αυλή, αγνοώντας την Βαλέρια πίσω της.

 Πλησίασε τη Μελίνα αργά και ξερόβηξε για να κερδίσει την προσοχή της, αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα από την καρέκλα της. Προσπάθησε να την κάνει να στρέψει το βλέμμα της προς εκείνη τοποθετώντας το κεφάλι στο οπτικό της πεδίο και χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο. Τα μάτια της είχαν χάσει όποια λάμψη είχαν πριν φύγει για Αθήνα. Τα μαλλιά της ήταν απεριποίητα, με εμφανείς κόμπους και τούφες να πετάνε στον αέρα. Τα ρούχα της ήταν βρώμικα, με λεκέδες από ούρα και αίμα περιόδου στην φόρμα της πιτζάμας της, ξεραμένο φαγητό στη μπλούζα της και να αναβλύζει μια όξινη δυσοσμία.

 «Μελίνα μου,» της απευθύνθηκε η Βαλέρια, προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία της, «Τι κάνεις καλή μου;»

 Η Μελίνα δεν απομάκρυνε την ματιά της από τον ορίζοντα. Η Βαλέρια νόμιζε ότι είδε τα μάτια της Μελίνας να βουρκώνουν για μια στιγμή, αλλά η εικόνα έφυγε όπως ήρθε.

 «Θες να πάμε να κάνουμε ένα μπάνιο και να σου βρούμε καθαρά ρουχαλάκια;» την ρώτησε ελπίζοντας να λάβει μια απάντηση.

 «Μα δεν κάνει καλό να μένεις βρώμικη,» προσπάθησε να την πάρει με το μαλακό, με τη φωνή της σε τόνο χαμηλό.

 «Είμαι ένα με τις Ιδέες, Βαλέρια,» μια μικρή λάμψη εμφανίστηκε στιγμιαία στα μάτια της Μελίνας, «Κάθε μικρό πραγματάκι πάνω μου με κάνει να νιώθω όλο και πιο κοντά του!»

 «Κοντά σε ποιον;» οι άμυνές της έπεφταν σιγά σιγά και το ψύχραιμο προσωπείο της άρχισε να ραγίζει.

 Η λάμψη στα μάτια της έσβησε. Η Μελίνα απέστρεψε το βλέμμα της από τη Βαλέρια και συνέχισε να κοιτά έξω από το παράθυρο.

 «Έλα,» είπε η Βαλέρια καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι, «πρέπει να πάμε για μπάνιο.»

 Η Βαλέρια έκανε κίνηση να ακουμπήσει το χέρι της Μελίνας. Η ένοικος απομάκρυνε το χέρι της με ένα ανάποδο χαστούκι και συνέχισε με μια γροθιά στην κοιλιά της Βαλέριας. Η γυναίκα σωριάστηκε στο πάτωμα ακουμπώντας την κοιλιά της. Η Μελίνα την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε έξω από το δωμάτιο δίχως να βγάλει λέξη. Αφού σιγουρεύτηκε ότι η Βαλέρια ήταν στο διάδρομο, επέστρεψε στη θέση, κοπανώντας την πόρτα πίσω της.

 Η Βαλέρια στηρίχθηκε με το ζόρι στο δεξί της χέρι, ενώ με το άλλο έπιανε τη κοιλιά της. Μάζεψε τα πόδια της και έβαλε όλη της τη δύναμη για να σηκωθεί. Ένας συνάδελφός της την είδε στο διάδρομο και τη βοήθησε να σταθεί.

 Την άφησαν να επιστρέψει στο σπίτι της νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Ο κλινικός υπεύθυνος ήθελε να εξετάσει καλύτερα τη Μελίνα για να δει πώς θα δράσουν. Η Βαλέρια ακούμπησε την κούπα του καφέ στο κομοδίνο της και κάθισε σταυροπόδι στο κρεβάτι της, με την οθόνη του laptop της να φωτίζει το πρόσωπο της. Δίπλα της είχε το αρχείο που είχε οργανώσει ο θείος της με τη βοήθεια του παππού της, με το κίτρινο post-it note στο εξώφυλλο. Σκέφτηκε να ξανά προσπαθήσει να καλέσει το νούμερο, αλλά δεν είχε νόημα. Θα λάμβανε την ίδια απάντηση: «ο αριθμός που καλέσατε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή». Αποφάσισε να συγκεντρωθεί στον Αρμενίου και στην ανασκαφή της Αμφίπολης.

 Επίσημα άρθρα δήλωναν πως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών πολλές κατολισθήσεις έλαβαν χώρα, καθώς πετρώματα μέσα στον τύμβο ήταν ασταθή, αλλά εν τέλει η ομάδα αρχαιολόγων κατάφερε και ανέσυρε αρκετά ευρήματα. Προσπάθησε να βρει τα στοιχεία και άλλων μελών της ανασκαφής, αλλά η αναζήτησή της ήταν άκαρπη, λες και άνοιξε η γη και τους κατάπιε.

 Είχε φτάσει στην δωδέκατη σελίδα αποτελεσμάτων όταν άρθρα από την πιο… περίεργη πλευρά του Internet άρχισαν να ξεπετάγονται. «Καταραμένος Τάφος: Οι αρχαιολόγοι που δε βγήκαν ζωντανοί», «Η Μανία του Διονύσου: Παραισθήσεις και Ψευδαισθήσεις της ομάδας αρχαιολόγων», «Η Οργή του Μέγα Στρατηλάτη: Νεκροί οι καταπατητές του αναπαυτηρίου του» και άλλοι τέτοιοι τίτλοι γίνονταν όλο και πιο συχνοί όσο προχωρούσε στην αναζήτησή της.

 Διάβασε μερικά από αυτά. Απ’ ό,τι καταλάβαινε στο διαδίκτυο είχε σχηματιστεί μια θεωρία συνωμοσίας. Η επίσημη ιστορία ήταν ότι οι τρεις αρχαιολόγοι μπήκαν στον τάφο, αντιμετώπισαν κάποιες δυσκολίες, αλλά στο τέλος έφεραν εις πέρας την αποστολή τους. Οι κάτοικοι του Internet είχαν άλλες υποψίες. Διάβασε για μια πρώτη ομάδα αρχαιολόγων, που αφού «βεβήλωσαν» τον τάφο τρελάθηκαν. Έπειτα από τα τρία άτομα που μπήκαν στον τύμβο, βγήκε μόνο ένας και αυτός με λειψή τη λογική του.

 Το κινητό της χτύπησε, πετώντας την απότομα από το χώρο συγκέντρωσης που είχε χτίσει στα βάθη του μυαλού της. Μια νέα ειδοποίηση είχε εμφανιστεί στην οθόνη του κινητού της, ένα SMS από έναν άγνωστο αριθμό. Δεν έγραφε πολλά, αλλά ακόμα και οι λιγοστές αυτές λέξεις ήταν αρκετές για να την ταράξουν:

 ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 27, ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

 ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΜΕ ΕΚΕΙ, ΑΠΟΨΕ ΣΤΙΣ 10, ΕΙΜΑΙ ΦΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΣΟΥ.

 Τα γκρίζα σύννεφα είχαν λάβει μια λευκή απόχρωση υπό το σεληνόφως. Η πλατεία όπως πάντα έσφυζε από ζωή, με κόσμο να χαίρεται την ψυχρή, αλλά κατά τα άλλα ευχάριστη βραδιά. Περπάτησε στο πλακόστρωτο μέχρι που βρέθηκε στα στενά της πλατείας, εκεί που υπήρχαν οι πολυκατοικίες με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Οι οδηγίες του μηνύματος την οδήγησαν σε μια νεοκλασική πολυκατοικία παλιάς κατασκευής, αν έκρινε από το ξεθωριασμένο χρώμα των τοίχων και την έλλειψη ηλεκτρικών λαμπτήρων στην είσοδο. Τα στόρια των περισσότερων διαμερισμάτων ήταν κλειστά, δίχως κάποιο φως να φαίνεται από πίσω.

 Έστειλε στην οικοδέσποινά της πως ήταν εκεί και ένα μικρό βουητό ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα από την κεντρική είσοδο. Με έναν μικρό δισταγμό να βαραίνει την καρδιά της, η Βαλέρια έσπρωξε την πόρτα και πέρασε στο στενό χωλ. Ο διάδρομος άνοιγε προς το τέλος του, φανερώνοντας δύο πόρτες στις άκρες του και ανάμεσά τους μια μωσαϊκή σκάλα οδηγούσε προς τους πάνω ορόφους. Μία από τις δύο πόρτες ήταν ανοιχτή, με μια μελαχρινή γυναίκα να στέκεται μπροστά της. Φορούσε απλά ρούχα, μαύρη φόρμα κι ένα κόκκινο φούτερ, ενώ από τα χείλη της στηριζόταν ένα τσιγάρο. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν ακατάστατο κότσο, με πολλές τρίχες να έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν από την αγκαλιά του λάστιχου. Η γυναίκα άρπαξε την Βαλέρια από το χέρι και χωρίς να χάσει χρόνο την τράβηξε στο διαμέρισμα της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της..

 «Βαλέρια Κάρτερ, σωστά;» ρώτησε η γυναίκα με το χέρι της ακόμα τυλιγμένο στο μπράτσο της Βαλέριας.

 «Μ…μάλιστα,» απάντησε σαστισμένη.

 «Ανιψιά του Γιώργου Καλογήρου;»

 «Ν..ναι,» κοιτούσε το χώρο γύρω της προσπαθώντας να βρει κάποιο τρόπο διαφυγής. Απ’ ό,τι μπορούσε να διακρίνει βρισκόταν σε έναν μικρό διάδρομο, με μια μικρή λάμπα πετρελαίου στο βάθος να προδίδει την ύπαρξη ενός μεγαλύτερου δωματίου.

 Η γυναίκα ελευθέρωσε το χέρι της Βαλέριας. «Συλλυπητήρια, και συγνώμη που δεν επικοινώνησα νωρίτερα, αλλά δεν ήταν εύκολο,» είπε με την στάχτη του τσιγάρου της να πέφτει στο πάτωμα.

 «Ποια είστε;» βρήκε το θάρρος να ρωτήσει καθώς επανερχόταν στην πραγματικότητα.

 «Μαρία Λαέρτη,» απάντησε η μυστηριώδης γυναίκα, «Συνεργαζόμουν με το θείο σου το τελευταίο χρόνο.»

 Η Βαλέρια την κοιτούσε με τα φρύδια της συνοφρυωμένα και τα μάτια της μισόκλειστα. Θυμόταν ότι Μαρία Λαέρτη ήταν το όνομα πάνω στο χαρτί του θείου της, αλλά δεν είχε ιδέα πώς συνδεόταν με την όλη ιστορία.

 «Έλα να καθίσουμε και θα σου τα εξηγήσω όλα,» αποκρίθηκε η Μαρία βλέποντας την έκφραση της και έτεινε το χέρι της προς το μικρό σαλονάκι με τη λάμπα πετρελαίου.

 Γύρω από τη λάμπα υπήρχαν διάφοροι φάκελοι, δύο ταχυδρομείου μεγάλου μεγέθους και ένας φάκελος με λάστιχο, ανοιχτός με τα περιεχόμενα του διασκορπισμένα στο τραπέζι. Κολλημένος με την πλάτη του στον τοίχο πέρα από το τραπέζι βρισκόταν ένας καναπές με παραπεταμένα ρούχα και μια polaroid κάμερα. Η Μαρία έκατσε σε μια ψάθινη καρέκλα και η Βαλέρια έπραξε ομοίως.

 «Λοιπόν,» είπε η Μαρία τρίβοντας τα πόδια της, «Ουφ, δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω,» πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο της, «Ξέρω ότι ο θείος σου σού άφησε το αρχείο του,» είπε ελευθερώνοντας τον καπνό από τη μύτη της.

 «Πώς το ξέρετε αυτό;» ρώτησε η Βαλέρια προσπαθώντας να κρύψει το άγχος της πίσω από ένα ακλόνητο προσωπείο.

 «Απ’ όταν ο Γιώργος πέθανε είχα τα μάτια μου κοντά στη χήρα του και στο σπίτι τους. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω τί είχε συμβεί όταν στην κηδεία του κάποιος βγήκε με ένα χρηματοκιβώτιο στην αγκαλιά του,» η γυναίκα σήκωσε τα φρύδια της και άνοιξε τα κατακόκκινα από την αϋπνία μάτια της, κάνοντας μια περιπαικτική γκριμάτσα.

 «Γιατί είχατε τα μάτια σας στο σπίτι τους;»

 «Ας πούμε ότι η ανακοπή καρδιάς είναι αιτία θανάτου για την οποία είμαι σκεπτική πλέον,» απάντησε καλύπτοντας τα λόγια με ακόμα περισσότερο μυστήριο.

 «Υπαινίσσεστε ότι ο θείος μου…»

 «Δολοφονήθηκε,» απάντησε απότομα η Μαρία και δίχως κανένα συναίσθημα στο πρόσωπό της, «Έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Ειδικά αν τον είχαν πάρει χαμπάρι.»

 «Δε σας καταλαβαίνω.»

 Η Μαρία ανακάθισε στην καρέκλα της και έσβησε το τσιγάρο της στο πάτωμα. Έπειτα κοίταξε τη Βαλέρια με ένα κενό και στωικό βλέμμα. «Έχεις ακούσει για τους θανάτους των έξι ανδρών στη Νέα Σμύρνη;» τη ρώτησε, με την έλλειψη εκφραστικότητάς της να προδίδει πως γνώριζε την απάντηση.

 «Ναι, κάτι έχω ακούσει,» απάντησε η Βαλέρια.

 «Ένας από αυτούς τους άνδρες ήταν ο σύζυγός μου,» συνέχισε η Μαρία, «Είχα μια… ιδιαίτερη σχέση και μαζί του, αλλά και με τους φίλους του που δολοφονήθηκαν.»

 «Δολοφονήθηκαν;» η Βαλέρια ήταν εντυπωσιασμένη με τη σιγουριά της γυναίκας σε θέματα που ολόκληρη αστυνομία δεν είχε κατορθώσει να βρει λύση.

 «Έξι άτομα δεν πεθαίνουν τυχαία το ένα μετά το άλλο,» από την τσέπη της έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και έφερε ένα στα χείλη της. Αφού το άναψε συνέχισε την ιστορία της.

 «Μετά τον θάνατο του άντρα μου, ένας από την παρέα είχε αρχίσει και έψαχνε. Χρησιμοποίησα κάποιες επαφές που είχε ο μακαρίτης με την αστυνομία και μπόρεσα να του δώσω ετούτα,» είπε σέρνοντας έναν από τους ταχυδρομικούς φακέλους προς το μέρος της, «αλλά λίγες μέρες μετά πέθανε κι εκείνος,» η Βαλέρια έβγαλε κάποια από τα περιεχόμενα του φακέλου. Ήταν κυρίως ιατροδικαστικές αναφορές και φωτογραφίες με τέσσερις καρδιές, με μια μικρή ουλή στις αρτηρίες ολονών τους να είναι κυκλωμένη με μπλε στυλό.

 «Φοβόμουν. Οι έξι τους ήταν παλιοτόμαρα και εγκληματίες, οπότε άρχισα να ψάχνω κι εγώ. Κίνησα πάλι τα νήματα και λίγο πριν η υπόθεση μπει σε αιώνιο πάγο μπόρεσα και μάζεψα αυτά εδώ τα αρχεία,» η Μαρία της έδωσε τον δεύτερο ταχυδρομικό φάκελο, «Ήταν να καταστραφούν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάποιος δεν ήθελε να υπάρχουν.»

 Η Βαλέρια άνοιξε τον φάκελο. Μέσα υπήρχε μια πληθώρα από αστυνομικά αρχεία, καταθέσεις, καθώς και στιγμιότυπα από κάμερες ασφαλείας και κάποιες φωτογραφίες που έμοιαζαν να έχουν τραβηχτεί από drone. Τα στιγμιότυπα δεν είχαν καλή ανάλυση, συνεπώς η αναγνώριση προσώπων ήταν δύσκολη. Έδειχναν μια ξανθιά γυναίκα με ένα μπλε ταγιέρ να διασχίζει το πεζοδρόμιο με έναν άνδρα να κρέμεται από τους ώμους της. Κάθε φωτογραφία την έφερνε όλο και πιο κοντά στην πόρτα μιας πολυκατοικίας, μέσα στην οποία και εξαφανίζονταν. Η άλλη φωτογραφία έκανε το αίμα της να παγώσει. Απεικόνιζε ένα πλάσμα εν ώρα πτήσης, με πορφυρά φτερά πεταλούδας να το κρατάνε στον αέρα, με ανθρώπινο σώμα, τυλιγμένο στο αίμα και σε μια ασθενή ομίχλη, κρανίο σκελετωμένο, με τα μάτια βαθιά χωμένα στο εσωτερικό του και σαγόνια γεμάτα βλέννα. Το πλάσμα έμοιαζε να προσπαθεί να απομακρυνθεί από ένα κτίριο, χωρίς να παρατηρεί την μικρή ιπτάμενη συσκευή που είχε κατορθώσει να συλλάβει την εικόνα του.

 «Ττί… τί είναι αυτό;» η λάμπα πετρελαίου έκρυβε κάπως το ξαφνικό της χλώμιασμα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για το τρέμουλο της φωνής της.

 «Δεν έχω ιδέα, αν και έχω τις υποψίες μου,» της απάντησε ρουφώντας λαίμαργα τη νικοτίνη του τσιγάρου, «Με τον θείο σου το λέγαμε “Πεταλούδα”. Αυτή η γυναίκα λέγεται Τατιάνα Κράλη,» το όνομα ακουγόταν οικείο στα αυτιά της Βαλέριας. Δεν ήταν σίγουρη πού και πότε, αλλά σίγουρα το είχε ξαν’ ακούσει. «Είχε έρθει στις κηδείες ολονών,» είπε αρπάζοντας τη φωτογραφία της ξανθιάς γυναίκας. «Όλα τα πλάνα τραβήχτηκαν το απόγευμα μετά την κηδεία ενός από τους πέντε και λίγες μέρες πριν ο έκτος βρεθεί νεκρός στο γραφείο του,» τοποθέτησε τις φωτογραφίες με το πλάσμα και την γυναίκα να μπαίνει στην πολυκατοικία δίπλα δίπλα και έδειξε την ταράτσα και την πόρτα. 

 «Τί θέλετε να πείτε;» η καρδιά της είχε αρχίσει να χτυπάει σαν τρελή, τόσο που μπορούσε να τη νιώσει την αρτηρία στο λαιμό της.

 «Πιστεύω ότι ή αυτή η γυναίκα έλεγχει την Πεταλούδα ή ότι είναι η Πεταλούδα,» τα λόγια βγήκαν από το στόμα της με τέτοια φυσικότητα, λες και έλεγε τα κουτσομπολιά του Σαββάτου. Η Βαλέρια είχε κολλήσει. Κοιτούσε τη φωτογραφία του πλάσματος, μια εικόνα που το μυαλό της έπρεπε να ορίσει ως πραγματικότητα, αλλά εκείνο αρνούνταν.

 «Στην αρχή μου φαινόταν εντελώς παράλογη σκέψη,» συνέχισε η Μαρία βλέποντας την σύγχυση της κοπέλας, «Μέχρι που σε ένα από τα φόρουμ που έψαχνα, ένας χρήστης ζητούσε από άλλους χρήστες να μοιραστούν τις παραφυσικές τους εμπειρίες. Έτσι γνώρισα τον θείο σου. Με έτρωγε η περιέργεια. Ήθελα να μάθω περισσότερα για όποια τρελή ιστορία υπήρχε στο αρχείο του! Άρχισα να τον βοηθάω με πράγματα τα οποία δε μπορούσε να κάνει ο ίδιος. Παρακολουθούσα τη γυναίκα εντατικά, μέχρι που κάποια στιγμή με κατάλαβε.»

 «Τι σημαίνουν όλα αυτά;»

 «Με το Γιώργο προσπαθούσαμε να φτιάξουμε έναν χάρτη που θα έχει όσο το δυνατόν περισσότερα παραφυσικά φαινόμενα και πού συνέβησαν, με την ελπίδα να βρούμε την πηγή τους. Δεν είχαμε βρει πολλά, και κάποιες φορές αφήναμε υποθέσεις, λέγοντας ότι θα τις εξετάσουμε μόλις τελειώσουμε με τις προηγούμενες. Υπάρχουν ακόμα τέτοιες υποθέσεις. Η δουλειά μας δεν τελείωσε και χρειάζομαι βοήθεια.»

 «Είναι πάρα πολλά όλα αυτά…» τα χέρια της έτρεμαν κάτω από το τραπέζι. Μπορούσε να νιώσει μικρές στάλες ιδρώτα να συνωστίζονται στο μέτωπο της.

 Η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα και της χάρισε μια ζεστή, σχεδόν μητρική ματιά, που την έκανε να ανατριχιάσει, «Το ξέρω. Και δεν περιμένω να μου απαντήσεις αμέσως. Θα μείνω στη Θεσσαλονίκη για λίγο καιρό ακόμα, τα ίχνη της γυναίκας με οδήγησαν εδώ. Όταν πάρεις την απόφασή σου, απλά χτύπα μου την πόρτα.»

 Σε αυτό το σημείο άρχισε να χτυπάει το πόδι της νευρικά στο πάτωμα. «Πρέπει να ανησυχώ;» ρώτησε προσπαθώντας να αποτρέψει τη φωνή της από το να σπάσει, «Φοβάμαι,» το ξεστόμισε σαν να το ξόρκιζε, λες κι αν το έλεγε μαγικά ο φόβος της θα εξαφανιζόταν, αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.

 «Κοίτα, δε θα σου πω ψέματα. Η γυναίκα που είδες δε λειτουργεί μόνη της, δεν είναι καν το μεγάλο κεφάλι. Είναι ένα είδος…» χτύπησε τα δάχτυλα της στον αέρα προσπαθώντας να θυμηθεί τη λέξη που έψαχνε «…αίρεσης!» αναφώνησε. «Προσπαθούν να κρατήσουν την ύπαρξή τους κρυφή και να σωπάσουν όσους ξέρουν γι’ αυτές. Πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα και το σημαντικότερο, να φυλάς προσεκτικά το χρηματοκιβώτιο.»

 Να προσέχω το χρηματοκιβώτιο, επανέλαβε από μέσα της…

 Η διαδρομή προς το σπίτι της ήταν μια από τις πιο παρανοϊκές εμπειρίες που είχε ζήσει τα τελευταία χρόνια. Κοιτούσε συνεχώς από τους καθρέφτες του αμαξιού της, κάποιες φορές αγνοώντας εντελώς το δρόμο μπροστά της. Μόλις έφτασε στην πολυκατοικία της έτρεξε προς το διαμέρισμά της και κλείδωσε την πόρτα δύο φορές. Σκάναρε το χώρο με το βλέμμα της. Όλα φαίνονταν όπως τα είχε αφήσει. Το χρηματοκιβώτιο ήταν ακόμα εκεί που το είχε αφήσει, πάνω στην συρταριέρα της, δίπλα από την τηλεόραση. Άφησε μια ανάσα να βγει από το στήθος της, αλλά αμέσως ξανά σφίχτηκε. Ίσως να ήταν καλύτερα αν κάποιος τα είχε πάρει όσο έλειπα, σκέφτηκε.

 Δεν είχε προχωρήσει πιο μέσα. Καθόταν στην πόρτα και το κοιτούσε από μακριά. Η ιδέα του να τα καταστρέψει της φαινόταν όλο και πιο δελεαστική. Όσο είναι εδώ αυτά τα χαρτιά κινδυνεύω. Έκανε κάποια βήματα προς το υπνοδωμάτιο – σαλόνι, δίχως να πάρει τα μάτια της από το μεταλλικό κουτί. Οι ώμοι της ταράχθηκαν και οι τρίχες της σηκώθηκαν. Ένα ελαφρύ ψύχος κυρίευσε το κορμί της. Δε θα αλλάξει κάτι. Αν ξέρουν τι έχω ή τι είχα τίποτα δεν μου εγγυάται την ασφάλειά μου. Μπορεί να μου επιτεθούν για να τα βρουν κι ακόμα και αν τους πω ότι δεν τα έχω, θα με πιστέψουν;

 Πέταξε το παλτό της και τα παπούτσια της στο πάτωμα και κάθισε στο κρεβάτι της, φέρνοντας τα γόνατά της στο πηγούνι, τα μάτια της κολλημένα στο χρηματοκιβώτιο. Ένιωσε ένα μικρό τσούξιμο στο κεφάλι και στο στήθος. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της και φώλιασε: Άραγε έτσι θα ζω από εδώ και πέρα;

 Άρπαξε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τις σκέψεις της. Άλλαζε κανάλια μέχρι να βρει κάτι αρκετά χαζό, κάτι ικανό να απομακρύνει το νου της από τον κίνδυνο. Βρήκε σε επανάληψη μια μεταγλωττισμένη μεξικάνικη σαπουνόπερα. Από τους διαλόγους μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν ήδη στην τέταρτη ή πέμπτη σεζόν, αλλά δεν την ένοιαζε. Ήθελε να ξεχαστεί.

 Αυτό κράτησε για μισή ώρα, όταν ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων διέκοψε τη Λορέντζια από το να αποκαλύψει στον αγαπημένο της ότι είναι μάγισσα. Η λεζάντα του δελτίου ήταν απλή, αλλά αρκετή για να επαναφέρει την Βαλέρια στην επικίνδυνη πραγματικότητα που της είχε αποκαλυφθεί. Ένας τίτλος ρεπορτάζ ο οποίος τη γέμισε τρόμο. Η κλινική είχε τυλιχτεί στις φλόγες!

 Η ανατολή την βρήκε ξύπνια, με τα πόδια της αγκαλιασμένα. Είχε αγνοήσει το ρίγος στη ραχοκοκαλιά της που της έλεγε να μείνει μακριά από το περιστατικό και είχε πάρει τηλέφωνο τον διευθυντή. Ελάχιστοι είχαν γλιτώσει την πύρινη λαίλαπα, τόσο από το προσωπικό όσο και από τους ενοίκους. Οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να ανασύρουν σωρούς και τραυματίες μέχρι την στιγμή που τηλεφώνησε. Είχαν αναγνωριστεί ήδη πολλοί από τους γιατρούς που διέμεναν στην κλινική και πέντε ένοικοι, με έξι ακόμα από τους τελευταίους να βρίσκονται στην εντατική με σοβαρά εγκαύματα. Αγνοούνταν δύο άτομα του προσωπικού και τέσσερις ένοικοι, μεταξύ αυτών και η Μελίνα.

 Δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Η παράνοια είχε διεισδύσει βαθιά μέσα στο νου της. Δεν ήθελε να πιστέψει πως η φωτιά συνδεόταν με ό,τι συνέβαινε με την Μαρία και το χρηματοκιβώτιο, αλλά ο νους της έτρεχε συνέχεια εκεί. Δεν είχε στοιχεία για την παρανοϊκή της σκέψη, η οποία δεν μπορούσε να σταθεί από μόνη της ούτε από την πλευρά της λογικής, κάτι όμως την φόβιζε.

 Στο κεφάλι της επαναλαμβάνονταν τα λόγια της γυναίκας από το προηγούμενο βράδυ: «Η γυναίκα αυτή δεν είναι καν το μεγάλο κεφάλι. Είναι ένα είδος αίρεσης. Προσπαθούν να κρατήσουν την ύπαρξή τους κρυφή και να σωπάσουν όσους ξέρουν γι’ αυτές». Κι αν η Μελίνα είχε δει κάτι τη νύχτα όπου της δημιουργήθηκε το τραύμα; Αν είχαν μάθει ότι η Μελίνα ήξερε και αποφάσισαν να τη βγάλουν από τη μέση με τέτοιο τρόπο που να γίνει παράδειγμα σε όσους άλλους ήξεραν;

 Ένιωθε το λαιμό της κλειστό, με την ανάσα της να βγαίνει δύσκολα. Περπάτησε νευρικά μέσα στο χώρο τρίβοντας τους ώμους της. Δεν άντεχε να βρίσκεται στο σπίτι. Ήταν λες και το ίδιο το χρηματοκιβώτιο εξέπεμπε μια υποχθόνια αύρα, μια αύρα που κυρίευε το μυαλό της και το γέμιζε παράνοια. Βγήκε από το διαμέρισμά της, κλειδώνοντας την πόρτα δύο φορές. Κατευθύνθηκε στη διπλανή πόρτα. Το αίμα έφευγε με ορμή από την καρδιά και το ένιωθε στο κεφάλι της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα.

 Γδούποι ακούγονταν από μέσα. Λίγα δευτερόλεπτα αφού σταμάτησαν, η ξανθιά κοπέλα άνοιξε την πόρτα. Τα μαλλιά της ήταν άστατα, με τούφες διασκορπισμένες με τέτοιο τρόπο που φανέρωναν τα μισόκλειστα μάτια της. Φορούσε γκρίζες, μάλλινες πιτζάμες με λούτρινες παντόφλες σε μορφή λύκων.

 «Βαλέρια;» ρώτησε η Ειρήνη, καθώς η μελαμψή γυναίκα έτρεμε μπροστά της, «Τί συμβαίνει; Φαίνεσαι τρομαγμένη.»

 «Τ…», μέσα της άρχισε να μετανιώνει που είχε έρθει. Έψαχνε αγωνιωδώς τρόπο να περιγράψει ό,τι συνέβαινε στο μυαλό της. «Το οικοτροφείο… έπιασε φωτιά… η Μελίνα αγνοείται…», ο κόμπος στο λαιμό της έσφιξε περισσότερο. «Δε… δε μπορώ να μείνω μόνη…», ήθελε να πει την αλήθεια, αλλά ήξερε ότι έτσι θα έθετε κι εκείνη σε κίνδυνο. Συμβιβάστηκε με το να παρουσιάσει μια μισή αλήθεια: «Φοβάμαι…».

 Η Ειρήνη παραμέρισε και της έκανε νεύμα να περάσει. Το διαμέρισμα της δεν διέφερε ιδιαίτερα από της Βαλέριας. Στη θέση του διπλού κρεβατιού της, η Ειρήνη είχε έναν καναπέ-κρεβάτι με παραπεταμένα παπλώματα και ξέστρωτα σεντόνια πάνω του. Μπροστά του υπήρχε ένα μικρό τραπέζι καφέ με στοίβες επί στοιβών από λογοτεχνικά βιβλία και άδειες κούπες καφέ. Η Ειρήνη δεν είχε τηλεόραση. Εκεί που η Βαλέρια είχε το σύνθετο με την τηλεόραση και το καταραμένο χρηματοκιβώτιο είχε ένα γραφείο με τον υπολογιστή της.

 Η Ειρήνη πήγε προς την κουζίνα και η Βαλέρια την ακολούθησε. Η τελευταία κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο μικρό τραπέζι μπροστά από το παράθυρο, ενώ η πρώτη έπιασε ένα κουτί με μαύρο τσάι από το πάνω μέρος του απορροφητήρα, γέμισε το βραστήρα με νερό και τον έθεσε σε λειτουργία. Έπειτα η Ειρήνη κάθισε σε μια καρέκλα απέναντί της. Η Βαλέρια ήταν σε θέση άμυνας, με τα χέρια της να αγκαλιάζουν τους ώμους της, τα πόδια της κλειστά και μαζεμένα στο εσωτερικό της καρέκλες.

 Η Ειρήνη ακούμπησε το γόνατό της: «It’s ok… Let it out», της είπε. Το πρόσωπο της άρχισε να σπάει. Διακεκομμένες ανάσες άρχισαν να βγαίνουν από το διάφραγμά της μέχρι που τα δάκρυα κύλησαν. Το κλάμα της ήταν γοερό, με αρκετούς λυγμούς. Κατέρρευσε πάνω στο στέρνο της Ειρήνης, πιάνοντάς την εξ απήνης. Η γυναίκα έκλεισε τα χέρια της γύρω από την πλάτη της και ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο δικό της με στοργή. «Όλα θα πάνε καλά».

 Το σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού είχε γεμίσει το μικρό διαμέρισμα. Κοιτούσε το ρολόι της σχεδόν συνέχεια. Είχαν καθίσει στο καναπέ και μοιράζονταν μια κουβέρτα, με το λάπτοπ τοποθετημένο στο τραπεζάκι. Η Ειρήνη της είχε προτείνει να δουν μια σειρά για να ηρεμήσει, μόνο που έκανε την πρότασή της να ακούγεται περισσότερο με δήλωση. Η Βαλέρια καθόταν έχοντας το νου της στην πόρτα. Είχε χαλαρώσει ελάχιστα, αλλά κάτι υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού της που την δυσκόλευε να αφεθεί στη στιγμή.

 Είχε πάει τρεις μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η Βαλέρια φοβόταν να πάει στο διαμέρισμά της. Προσπάθησε να παρακολουθήσει λίγο την οθόνη, όταν άκουσε το ασανσέρ της πολυκατοικίας να σταματά στον όροφό τους. Σταμάτησε να αναπνέει και συγκέντρωσε την ακοή της πίσω από την πόρτα. Ο ασθενικός ήχος πειρών να περιστρέφονται έθεσε την καρδιά της σε γρήγορη ρύθμιση. Ακολούθησε το χαρακτηριστικό τρίξιμο της πόρτας της. Η Ειρήνη, αναγνωρίζοντας τον ήχο, γύρισε και την κοίταξε.

 Το ένστικτό της πήρε τον έλεγχο. Πετάχτηκε γρήγορα από τον καναπέ και βγήκε από το διαμέρισμα, με την Ειρήνη να την ακολουθεί. Η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Δίχως δεύτερη σκέψη μπήκε βίαια μέσα στο σπίτι της και αντίκρισε μια φιγούρα με μαύρο σκούφο και παλτό μπροστά από το χρηματοκιβώτιο. Όρμιξε με μια γροθιά στον εισβολέα, αλλά μπόρεσε και την απέφυγε. Γύρισε προς το μέρος τους. Για μια στιγμή είχε ένα όμορφο, θηλυκό πρόσωπο, αλλά αυτό άλλαξε γρήγορα. Τα καστανά μάτια της εισβολέα υποχώρησαν βαθιά μέσα στο κρανίο της και το πηγούνι της έσπασε, σκίζοντας τη λευκή της σάρκα και εμφανίζοντας τα σαγόνια της. Το πλάσμα δάγκωσε τη Βαλέρια στην πλάτη. Το δέρμα της έφερε ελάχιστη αντίσταση προτού σκάσει σαν φρέσκο κεράσι και το αίμα της να ποτίσει το πάτωμα. Η περιοχή γύρω από την πληγή την έκαιγε. Άρχισε να ζαλίζεται και κατέρρευσε στο πάτωμα. Το τελευταίο πράγμα που είδε με την θολωμένη όρασή της ήταν το πλάσμα να κατευθύνεται προς την Ειρήνη που αργά περπατούσε προς τα πίσω.

Η όρασή της είναι θολή. Νιώθει μια ασυνήθιστη ζέστη να την τυλίγει. Τα μάτια της ανοίγουν αργά και σταθερά. Ένα κοκκινωπό φως την τυφλώνει και συνειδητοποιεί πού βρίσκεται. Φλόγες γλείφουν το ταβάνι της κλινικής, αφήνοντας μαύρα σημάδια και αναγκάζοντας σοβάδες να πέσουν. Λάμπες σπάνε στον ορίζοντα του διαδρόμου και κατευθύνονται προς το μέρος της. Τρέχει προς τη σκάλα, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να αποφύγει τις φλόγες.

 Καταλήγει στο καθιστικό της κλινικής. Αυτό που βλέπει την κάνει να παγώσει. Η Μελίνα. Η γλυκιά Μελίνα. Στέκεται στη μέση του δωματίου, με το καλώδιο ενός πορτατίφ στο χέρι της, κομμένο και τοποθετημένο σε νοτισμένα σεντόνια πάνω στον καφέ καναπεδάκο. Ένα πύρινο μονοπάτι ακολουθούσε τα σεντόνια και φαινόταν να έρχεται από το κλιμακοστάσιο. Μοιάζει σα να βλέπει εικόνα σε παύση, με το μόνο πράγμα που κινείται να είναι οι φλόγες.

 Νιώθει τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπο της, όχι μόνο από τη θερμότητα γύρω της, αλλά και από την καρδιά της που χτυπά μανιασμένα, λες και θέλει να φύγει από το στήθος της και να εγκαταλείψει την πραγματικότητα με την οποία έρχεται αντιμέτωπη.

 Μέσα από τη φωτιά εμφανίζεται εκείνη. Κίτρινα φτερά βγαίνουν από την καρβουνιασμένη πλάτη της, δηλητήριο τρέχει από τα αιχμηρά σαγόνια της και τα καστανά της μάτια είναι τόσο βαθιά μέσα στο αφύσικα μεγάλο κρανίο της που καλύπτουν όλο τους το άσπρο.

 «Βλέπεις τι είναι ικανός να κάνει;» η Πεταλούδα δείχνει με την ανοιχτή παλάμη της την παγωμένη εικόνα της Μελίνας, με τις φλόγες να χορεύουν γύρω της.

 «Τί λες;» ρωτάει η Βαλέρια, ενώ προσπαθεί να κρατήσει τα δάκρυα της. «Ποια είσαι;»

 «Ο Cruentus!», η Πεταλούδα φαίνεται να αγνοεί την τελευταία της ερώτηση, «Ο Διαστρεβλωτής των Ιδεών! Δες τι έκανε με αυτή τη κοπέλα!»

 «Τί θες από μένα;» το πρόσωπό της έχει σκληρύνει, τα φρύδια της είναι μαζεμένα με τέτοιο τρόπο που δημιουργούν πολλές ρυτίδες στο μελαμψό της πρόσωπο. Το μυαλό της τρέχει και τότε το συνειδητοποιεί· η Πεταλούδα έχει το χρηματοκιβώτιο, την είδε να το παίρνει, το θυμάται καθαρά. «Τί άλλο θες από μένα;»

 «Ό,τι υπάρχει στο χρηματοκιβώτιο θα μας βοηθήσει να τον βρούμε,» το τέρας μιλά σαν ιδεαλιστής, σαν να είναι μεγάλος φιλόσοφος με την πραγματική αλήθεια στα χέρια του, «Να τον σταματήσουμε. Δώσε μας τον κωδικό, Βαλέρια.»

 Νιώθει το χέρι της να τρέμει. Θυμάται πως είχε ξεκινήσει η εβδομάδα της, το πόσο φυσιολογική και απλή ήταν. Ποτέ δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι θα λησμονούσε τη ρουτίνα. Σφίγγει τη γροθιά της και κοιτά το πλάσμα στα μάτια. «Τράβα γαμήσου!» Το χέρι της κινείται με δύναμη προς το πρόσωπο της Πεταλούδας.

 Πριν η γροθιά της ακουμπήσει το τέρας, εκείνο εξαφανίζεται σε μια δύσοσμη ομίχλη. Μεγάλα κομμάτια από τις φωτιές κάνουν το ίδιο. Ακολουθούν οι τοίχοι της κλινικής, μέχρι που έχουν μείνει μόνο η Βαλέρια, το πάτωμα και η Μελίνα. Επόμενη εξαφανίστηκε η Μελίνα. Η Βαλέρια κάνει ένα βήμα μπροστά και το πάτωμα χάνεται κάτω από τα πόδια της.

 Πέφτει, πέφτει και πέφτει. Από το υπερπέραν ακούγεται η φωνή του πλάσματος, βαριά και παραμορφωμένη όπως πριν, με μια έντονη ηχώ να την ακολουθεί.

 «Δεν καταλαβαίνεις. Ο Διαστρεβλωτής ανήκει στο Χάος! Αν δηλητηρίασε το μυαλό της Μελίνας ώστε να κάψει την κλινική, φαντάσου τι μπορεί να αναγκάσει άλλους να κάνουν. Πολιτικούς αρχηγούς,» καθώς πέφτει, η εικόνα πυρηνικών κεφαλών εμφανίζεται μπροστά της, «στοργικούς γονείς,» μια εικόνα από τους γονείς της παρουσιάζεται στο σκοτάδι προτού πέσει με το στομάχι σε ένα αόρατο δάπεδο, «ερωτευμένους νέους…» κοιτάει μπροστά της από το επίπεδο του πατώματος και βλέπει δύο ζευγάρια πόδια. Το ένα φοράει μαύρες μπότες και το άλλο παντόφλες με λούτρινους λύκους. Σηκώνεται και αντικρίζει την παγωμένη σκηνή της Ειρήνης να έρχεται αντιμέτωπη με το πλάσμα στα μισά της μεταμόρφωσής του. Δεν αντέχει άλλο. Τα δάκρυά της αρχίζουν να τρέχουν σαν ποτάμι και πέφτει στα γόνατά της, καθώς πίσω από την παγωμένη σκηνή, εμφανίζεται η Πεταλούδα.

 «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρωτά μέσα από τα δάκρυά της, προσπαθώντας να βρει κάποια λογική σε ό,τι συμβαίνει.

 «Γιατί…» η Πεταλούδα κοπιάζει για μια στιγμή. Η αυτοπεποίθηση και η σιγουριά στα λεγόμενά της χάθηκαν για μια στιγμή, αλλά πολύ γρήγορα ανέβασε και πάλι το προσωπείο. «Γιατί αυτός είναι ο σκοπός μου…»

 Σκούπισε τα δάκρυά της και δάγκωσε τη γλώσσα της. Τα μάτια της κάνουν κύκλους μέσα στο κενό. Καρφώνονται στο παγωμένο βλέμμα της Ειρήνης, τρομαγμένο και πανικόβλητο. «Δώδεκα, έντεκα, είκοσι τρία…» απάντησε δίχως να σηκωθεί από το πάτωμα.

 Το πλάσμα έρχεται κοντά της και την ακουμπάει στοργικά στον ώμο, όσο εκείνη αφήνει τους τελευταίους λυγμούς να βγουν από μέσα της. «Έκανες το σωστό, Βαλέρια.»

 Η γυναίκα της πιάνει το χέρι, το γυρίζει και το σφίγγει. «Θα σε βρω!», λέει μέσα από τα δόντια, σαν άγριο θηρίο, «Θυμήσου τα λόγια μου, θα σε βρω και θα σε κάνω να υποφέρεις όπως υποφέρω κι εγώ τώρα!»

 Η Πεταλούδα σηκώνει με την κλειστή γροθιά της το πηγούνι της Βαλέριας και χαμογελάει. «Κανένας δεν κυνήγησε κάτι που είδε στον ύπνο του…» Με το δείκτη της σπρώχνει το κούτελό της…

 Ξύπνησε απότομα, εκεί όπου είχε μείνει, στο πάτωμα του διαμερίσματός της, το οποίο βρισκόταν σε άθλια κατάσταση· η τηλεόραση είχε δύο μεγάλες τρύπες στην οθόνη της, το σιδερένιο κρεβάτι της ήταν λυγισμένο σαν ποντικοπαγίδα και φυσικά το χρηματοκιβώτιο ήταν άφαντο. Στηρίχθηκε πάνω στο γόνατο της για να σηκωθεί, καθώς οι αισθήσεις της άρχισαν να επιστρέφουν. Ένιωθε ακόμα τις ουλές από το δάγκωμα του τέρατος στη πλάτη της. Το δέρμα γύρω από τις ανοιχτές πληγές έτσουζε και μεγάλο μέρος του σώματος ήταν ακόμη μουδιασμένο.

 Αφού σιγουρεύτηκε ότι το σώμα της ανταποκρινόταν στις εντολές που του έδινε, θυμήθηκε την Ειρήνη και κοίταξε προς την πόρτα. Η ξανθιά γυναίκα βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα, ακόμα με τις γκρι πιτζάμες της. Το πλάσμα την είχε δαγκώσει στο λαιμό. Πήγε από πάνω της, μετακίνησε τα μαλλιά της από το τραύμα και προσπάθησε να το εξετάσει. Ήταν σοβαρό, με ένα αρκετά μεγάλο μέρος του λαιμού της να λείπει και οι φλέβες γύρω από την πληγή να αναγράφονται σε μια σκούρα μπλε απόχρωση πάνω στο σκισμένο δέρμα. Δεν είχε ξανά δει κάτι τέτοιο

 Τα χέρια της έτρεμαν καθώς έβγαζε το κινητό της. Στην αρχή σκέφτηκε να πάρει το 166 και να καλέσει ένα ασθενοφόρο, αλλά αποφάσισε πως δεν ήταν σίγουρο ότι θα μπορούσαν να τις βοηθήσουν. Οι πληγές τους δεν ήταν φυσιολογικές και σε καμία περίπτωση δεν πίστευε πως τα ελληνικά νοσοκομεία θα είχαν ό,τι χρειάζεται για την ίαση τους. Πήγε στα μηνύματα και βρήκε τον αριθμό της Μαρίας. Της έστειλε το SMS με αρκετή δυσκολία, όχι μόνο εξαιτίας του δηλητηρίου που ακόμα έτρεχε στο αίμα της, αλλά και λόγω των δακρύων που έσταζαν από το πρόσωπο της.

 Η Μαρία απάντησε πως βρισκόταν καθ’ οδόν. Η Βαλέρια δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της Ειρήνης. Την σήκωσε από το πάτωμα και την τοποθέτησε όρθια στο διαμέρισμα για να μην πνιγεί στο ίδιο της το αίμα, την ροή του οποίου προσπάθησε να σταματήσει με τη μπλούζα της. Μετρούσε τις ανάσες της οι οποίες κατά καιρούς άλλαζαν σε βρόγχους. Τα μάτια της Ειρήνης είχαν ανοίξει και κοίταζαν την Βαλέρια γεμάτα δάκρυα και τον αρχέγονο φόβο του θανάτου που πλησιάζει.

 Η Μαρία έφτασε μέσα σε λίγα μόνο λεπτά και τις κατέβασε στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου είχε παρκάρει ένα λευκό βαν. Άνοιξε τις πλαϊνές πόρτες και είπε στις δυο τους να μπουν μέσα. Εκείνη μπήκε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος τη μηχανή.

 Το εσωτερικό του βαν ήταν περίεργα διαμορφωμένο. Υπήρχαν αρκετές βαλίτσες, κάποιες από τις οποίες είχαν παντελόνια και μπλούζες να βγαίνουν σαν γλώσσες από μέσα τους, λες και η Μαρία είχε φύγει άρων άρων. Άλλες ήταν καλά κλεισμένες και έφεραν μια ετικέτα με το γράμμα άλφα στο χερούλι τους. Η Βαλέρια υπέθεσε πως αυτό ήταν το μέρος του αρχείου που είχε η μυστηριώδης γυναίκα. Υπήρχαν δύο κουτιά πρώτων βοηθειών, ένα κόκκινο κι ένα γκρι, το ένα πιο βαρύ από άλλο, ακουμπισμένα πάνω σε ένα μεταλλικό μπαούλο και τέλος υπήρχε μια ανοιχτή κούτα με ταυτότητες, διαβατήρια και κάρτες SIM.

 Η Μαρία σταμάτησε λίγο πιο έξω από την Θεσσαλονίκη, στο πλάι του δρόμου και μπήκε στο πίσω μέρος μαζί με την Βαλέρια και την Ειρήνη, με την τελευταία να είναι ένα βήμα πριν τη λιποθυμία. Η Μαρία ζήτησε το γκρι κουτί πρώτων βοηθειών και η Βαλέρια μέσα στη ζάλη της υπάκουσε. Έβγαλε από μέσα ένα βάζο με λευκή σκόνη, ένα πλαστικό δοχείο που διατηρούσε μια ποσότητα πηλού και τέλος ένα βάζο με ζωντανές ακρίδες.

 Η Μαρία έριξε λίγη από τη λευκή σκόνη πάνω στον ανοιχτό λαιμό. Στην επαφή η Ειρήνη προσπάθησε να βγάλει μια κραυγή δίχως ιδιαίτερη επιτυχία. Ένας πολύ σιγανός ήχος έβγαινε από το σημείο που έπεσε η σκόνη, ίδιος με τον ήχο που κάνει το Οξυζενέ σε μολυσμένο δέρμα, και οι φλέβες γύρω από το τραύμα ξεμπρίστηκαν, παίρνοντας το κανονικό τους χρώμα. Έπειτα άνοιξε το πλαστικό σκεύος και αντικατέστησε τη σάρκα που έλειπε από το λαιμό με κομμάτια από τον πηλό. Τέλος, έπιασε μια ακρίδα από το βάζο με τα έντομα, την οποία και ζούλιξε στο χέρι της. Ένας λευκός καπνός άρχισε να πηγάζει από την κλειστή παλάμη της καθώς ψιθύριζε Ἰᾶσθαι ὑμᾶς τάς πληγάς ἡμῶν. Ο πηλός γύρω από το λαιμό της Ειρήνης άρχισε να βγάζει κι εκείνος τον ίδιο λευκό καπνό, συνοδευόμενος από τη μυρωδιά φρεσκο-καμμένου λιβανιού. Το δέρμα της Μαρίας για μια στιγμή γέμισε ρυτίδες και έχασε τόσο λίπος ώστε οι γωνίες του κρανίου της να είναι ορατές, προτού επανέλθει στην φυσιολογική της μορφή. Άνοιξε την παλάμη της και ο καπνός σταμάτησε. Το έντομο είχε χαθεί. Ο πηλός έγινε ένα με το λαιμό της Ειρήνης. Η ξανθιά γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα και την έπιασε κλαυσίγελος.

Ακούμπησε το λαιμό της με ένα χαμόγελο και με μάτια δακρυσμένα κοίταξε προς το μέρος της Βαλέριας. Η μελαμψή γυναίκα άρπαξε το πρόσωπο της και τη φίλησε στα χείλη, με τόσο πάθος όσο δεν είχε φιλήσει ποτέ κανέναν. Όταν τα πρόσωπά τους απομακρύνθηκαν η Ειρήνη την κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της.

«Έλα τίγρη, σειρά σου,» είπε η Μαρία γνέφοντας προς την Βαλέρια, η οποία γύρισε την πλάτη της με την Ειρήνη να βολεύεται πάνω σε μια άλλη βαλίτσα λίγο πιο πέρα. 

«Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε η Βαλέρια καθώς η Μαρία πασπάλιζε την πληγή της με την άσπρη σκόνη, «Τι έκανες;» το καύσιμο ακούστηκε από την πληγή της και ένιωσε ένα δυνατό τσούκτσιμο που την έκανε να βογγίξει.

«Μάρμαρο,» είπε η Μαρία κουνώντας το βαζάκι με τη λευκή σκόνη, «Για κάποιο λόγο ακυρώνει τη…» η Μαρία κόμπιασε λιγάκι, λες και έψαχνε την κατάλληλη λέξη. «Δεν μου έρχεται άλλη λέξη πέρα από μαγεία,» είπε εν τέλει η γυναίκα, «Οπότε ναι, ακυρώνει τη μαγεία τους. Νομίζω και το γυαλί έχει την ίδια ιδιότητα, αλλά η εμπειρία μου λέει πως το μάρμαρο είναι πιο αποτελεσματικό.»

«Και τα υπόλοιπα;» η Μαρία έβαζε πλέον πηλό στα σημεία όπου την είχε δαγκώσει το πλάσμα. Στο μυαλό της Βαλέριας ήρθε πάλι η σκελετωμένη μορφή της θεραπεύτριάς της.

«Για να πάρεις κάτι, πρέπει να δώσεις κάτι,» δήλωσε η Μαρία, ενώ συνέχιζε να γεμίζει τη σάρκα της Βαλέριας με πηλό, «Ειδικά αν αυτό το κάτι θες να είναι μέρος ενός ζωντανού όντος τότε πρέπει να δόσεις μέρος από κάτι… ζωντανό,» η Μαρία άρχισε να ψέλνει και πάλι, με μια ακρίδα κλεισμένη μέσα στην παλάμη της, «Έτοιμη,» είπε αφού τελείωσε με το ξόρκι της, «Πάντως πρέπει να ήταν καινούρια στο παιχνίδι,» συνέχισε καθώς προσέφερε μια καθαρή μπλούζα στην Βαλέρια, «Σπάνια επιτίθενται με τέτοιο τρόπο, συνήθως είναι πιο… διακριτικές, να το πω έτσι.»

«Που τα έμαθες όλα αυτά;» ρώτησε η Βαλέρια καθώς ακουμπούσε την πλάτη της εντυπωσιασμένη. 

«Αρκετά για απόψε,» η Μαρία μάζεψε το κουτί πρώτων βοηθειών και έβγαλε δύο κουβέρτες από μία από τις βαλίτσες. «Χρειάζεστε ξεκούραση. Θα σας τα μάθω όλα με τον καιρό.»

Απλά έγνεψαν καταφατικά και τυλίχθηκαν με τις κουβέρτες. Ήξεραν πως δεν ήταν εφικτό να γυρίσουν πίσω στις ζωές τους. Όχι μετά απ’ όσα συνέβησαν.

ΤΕΛΟΣ;

Ω ΒΜΖΞΛΧΛΚΛΜ ΛΥΦΟΨΨΨΙΩΒΑΨ ΠΚΑ ΚΩ ΚΛΔΡΖΖΞΚΞΚ ΨΥΗ ΑΩΕ ΓΥΕΦΕΕ

Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories:

Κ7,2

Fantasy & Horror Short Stories – Συλλογή «Η Κρύπτη», Ιστορία Νο 7 2/2, «Η Νύχτα της Πεταλούδας»

Το τελευταίο της στοιχείο οδηγεί τη Βαλέρια σε αδιέξοδο. Επιστρέφει απογοητευμένη και προσπαθεί να επανέλθει στη ρουτίνα της, δίχως επιτυχία. Ο κόσμος που ήξερε γκρεμίζεται και καλείται να ανασύρει τον…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Προειδοποίηση