Fantasy & Horror Short Stories
Συλλογή “Η Κρύπτη”
Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.
Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.

Διαβάστε και στο Wattpad
Η Νύχτα της Πεταλούδας
Μέρος 1ο
Θεσσαλονίκη, φθινόπωρο 2018
Είχε ξυπνήσει κατά τις επτά, όπως πάντα. Η προηγούμενη μέρα στην κλινική ήταν τόσο εξουθενωτική που μετά βίας είχε μπορέσει να οδηγήσει προς την πολυκατοικία της, πόσω μάλλον να κάνει ένα αξιοπρεπές μπάνιο. Πρώτα έλεγξε τα e-mails της. Κανένα μήνυμα από το θείο. Ο θείος ήταν πάντα συνεπής! Τετάρτη πρωί έστελνε τα νέα του, αλλά τώρα με το νοσοκομείο είχε αργήσει δύο μέρες. Άρχισε το τελετουργικό για να πάει στη δουλειά. Πέρασε ένα τέταρτο κάτω από το τρεχούμενο νερό και ύστερα άρχισε να τρίβει το σώμα της με το σφουγγάρι. Ένιωσε αναζωογονημένη καθώς η όξινη μυρωδιά του ιδρώτα έδινε τη θέση της στο απαλό χάδι από χαμομήλι του αφρόλουτρου. Τύλιξε μια πετσέτα γύρω της και βγήκε στο κεντρικό δωμάτιο της γκαρσονιέρας. Έβαλε το πιστολάκι στην πρίζα και άφησε τον αέρα να της χτυπήσει τα μαύρα της μαλλιά, τα οποία και έπιασε σε αλογοουρά μόλις στέγνωσαν. Έπειτα άρχισε να ντύνεται.
Η λευκή ποδιά της νοσοκόμας δημιουργούσε μια κομψή αντίθεση με το μελαμψό της δέρμα. Έπιασε από το κομοδίνο της το ρολόι χειρός. Δώρο του θείου της όταν είχε περάσει νοσηλευτική· χρυσό καντράν με λευκή οθόνη, καφετί δερμάτινο λουρί και στο καπάκι της μπαταρίας χαραγμένα τα αρχικά της: CV. Κάρτερ Βαλέρια. Πριν το δέσει στο χέρι της έλεγξε την ώρα. Είχε πάει οκτώ. Έβαλε γρήγορα τα παπούτσια της, άρπαξε την τσάντα της και έτρεξε προς το ασανσέρ.
Καθώς οι πόρτες έκλειναν, άκουσε μια λεπτή φωνή να ζητά να της κρατήσουν την πόρτα. Γρήγορα η Βαλέρια έβαλε το χέρι ανάμεσα από τις μεταλλικές θύρες του ανελκυστήρα και η Ειρήνη μπήκε βιαστικά μέσα. Είχε ντυθεί απλά εκείνη την μέρα. Ένα τζιν παντελόνι, συνδυασμένο με ένα κόκκινο πουλόβερ και την τσάντα ταχυδρόμου με τις κονκάρδες περασμένη στον ώμο της. Τα ξανθά μαλλιά, που έπεφταν λυτά στην πλάτη της σχεδόν πιάστηκαν στις πόρτες του ασανσέρ καθώς έκλειναν πίσω της, ενώ το συνήθως χλωμό της πρόσωπο είχε κοκκινίσει από την τρεχάλα.
«Πάλι αργοπορημένη;» ρώτησε η Βαλέρια με ένα επικριτικό, αλλά φιλικό τόνο στη φωνή της.
«Άργησα να κοιμηθώ εχθές, don’t judge me!» είπε η Ειρήνη λαχανιασμένη και σκυμμένη, με τις παλάμες της να στηρίζουν όλο της το κορμό στα γόνατα της.
«Εγώ! Ποτέ!» η Βαλέρια πετάρισε λίγο τα μάτια της για να τονίσει την αθωότητα της, αλλά και την ειρωνεία της φωνής της, «Και γιατί ξενυχτήσαμε;»
«Λοιπόν, άκου,» η νεαρή είχε πλέον σηκωθεί και κουνούσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος της καθώς μιλούσε. Ήταν από τους ανθρώπους που από την ομιλία της δεν γινόταν να απουσιάζει η κίνηση των χεριών, κάτι που η Βαλέρια έβρισκε χαριτωμένο, «Βρήκα τις προάλλες ένα υπέροχο βιβλίο! Ήταν μια ανάμειξη φαντασίας, μυστηρίου και ψυχολογικού θρίλερ! Εχθές ήμουν όλη την ώρα “ένα κεφάλαιο ακόμα, ένα ακόμα κι ένα ακόμα,” για να μη στα πολυλογώ, ψάχνω κάτι νέο να διαβάσω.»
«Να διαβάσεις για τη σχολή σου!» είπε η Βαλέρια στη φοιτήτρια νοσηλευτικής, «Είσαι στο τελευταίο έτος!»
«Καλά, είμαι στο τελευταίο έτος τρία χρόνια τώρα,» συμπλήρωσε η Ειρήνη, «Αλλά φέτος είναι η χρονιά μου, το νιώθω!»
«Αν χρειαστείς καμιά βοήθεια,» το πρόσωπο της Βαλέριας κοκκίνισε λιγάκι, «μη διστάσεις να περάσεις από δίπλα. Κάτι θυμάμαι από τα δικά μου φοιτητικά χρόνια.»
«Βέβαια!», το πρόσωπο της Ειρήνης κοκκίνισε και πάλι. Το καμπανάκι του ασανσέρ ήχησε και οι πόρτες άνοιξαν στο ισόγειο της πολυκατοικίας. «Σε ευχαριστώ που κράτησες την πόρτα,» η Ειρήνη παραμέρισε μία τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της, το πρόσωπο της ακόμα ερυθρό, όπως και της Βαλέριας.
«Μη το συζητάς!» απάντησε η Βαλέρια κοιτάζοντας το πάτωμα.
Οι δύο γυναίκες βγήκαν μαζί από την κεντρική είσοδο. Η Βαλέρια κατευθύνθηκε προς το παλιό της FIAT, ενώ η Ειρήνη κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη στάση του λεωφορείου. Η Ειρήνη έκανε δύο βήματα και μετά σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς την άλλη πλευρά του πεζοδρομίου:
«Βαλέρια!» φώναξε τραβώντας την προσοχή της. Η Βαλέρια μπορούσε να διακρίνει δύο μικρές στάλες ιδρώτα στο μέτωπό της και το πρόσωπό της ακόμα κόκκινο, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως. «Ήθελα να σε ρωτήσω… μήπως θα ήθελες να βγούμε για κανά καφέ το απόγευμα;» πέρασε το αριστερό της χέρι κάτω από το στήθος της, πιάνοντας τον αγκώνα του δεξιού, «Ξέρω ένα πολύ καλό μαγαζί στην Αριστοτέλους.»
«Πολύ θα το ήθελα,» αποκρίθηκε με χαμόγελο και ένας πόνος άρχισε να σχηματίζεται στο στήθος της, «αλλά δυστυχώς τις Παρασκευές πηγαίνω στους γονείς μου. Ίσως μια άλλη φορά.»
«Ναι, μια άλλη φορά.» η Ειρήνη ήταν χαμογελαστή καθώς έλεγε αυτή την φράση, αλλά τα μάτια της εξέφραζαν απογοήτευση.
Η Βαλέρια μπήκε στο αμάξι της και μόλις ήταν σίγουρη ότι δεν την έβλεπε κανείς κοπάνησε το κεφάλι της πάνω στο τιμόνι. Έπειτα έβαλε μπρος τον κινητήρα και ξεκίνησε για την ψυχιατρική κλινική.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι εκείνη την ώρα. Η μυρωδιά του καυσαερίου ήταν αποπνικτική και συνοδευόταν από τα μελωδικά μπινελίκια και κόρνες των Ελλήνων οδηγών. Ένα παγωμένο αεράκι έβρισκε το δρόμο του μέσα στο αμάξι από τα ανοιχτό παράθυρο. Η Βαλέρια πάτησε το κουμπί και αμέσως το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει. Ο πρωινός εκφωνητής ήταν γεμάτος ενέργεια, γεγονός που ξεπερνούσε τη Βαλέρια. Το θέμα που συζητούσαν ήταν μια έκθεση τέχνης στην Αθήνα. Η μαντάμ Κράλη θα άνοιγε ξανά τις πόρτες της γκαλερί της μετά από την ετήσια απουσία της. Άλλαξε αμέσως σταθμό σε κάτι που να παίζει μουσική.
Έκανε το σταυρό της καθώς προσπερνούσε τον Άγιο Παντελεήμονα και με το δρόμο πλέον καθαρό, σε λίγα λεπτά βρισκόταν στην κλινική. Πάρκαρε στην θέση της λίγο πιο έξω από το βενζινάδικο και μπήκε στην περιφραγμένη αυλή. Αρκετοί ένοικοι έκαναν τη βόλτα τους, άλλοι μόνοι τους και άλλοι με παρέα τους νοσηλευτές τους ή άλλους ενοίκους. Η Βαλέρια χαμογέλασε. Οι περισσότεροι όταν άκουγαν «ψυχιατρική κλινική» σκέφτονταν κελιά και μανιακούς τρελούς που χτυπούσαν κόσμο με το παραμικρό ερέθισμα. Παρότι υπήρχαν κάποια άτομα με βίαιες τάσεις, οι περισσότεροι ένοικοι της κλινικής ήταν γαλήνιοι άνθρωποι που απλά χρειάζονταν την κατάλληλη φροντίδα.
Μόλις μπήκε στο κτήριο πήγε στην αποθήκη και πήρε τα φάρμακα της ενοίκου της. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι της και είδε πως ήταν σχεδόν εννιά και η Μελίνα έπρεπε να πάρει τα χάπια της. Ανέβηκε στον δεύτερο όροφο και χτύπησε απαλά την πόρτα της. Όταν πήρε άδεια να μπει είδε τη Μελίνα σταυροπόδι στο κρεβάτι της, με ένα κύβο Rubik στα χέρια της.
«Καλημέρα Μελινάκι!» είπε η Βαλέρια με ένα χαμόγελο και ακούμπησε το πλαστικό ποτηράκι δίπλα από τον άδειο δίσκο της.
«Καλημέρα Βαλέρια!» απάντησε η Μελίνα σηκώνοντας το κεφάλι της από το παιχνίδι, με μια χαρωπή έκφραση στο πρόσωπό της.
«Σου έφερα τα φάρμακά σου,» πήρε τη μισό-άδεια κανάτα και γέμισε το ποτήρι της Μελίνας, «Αφού πάρεις τα χάπια σου μπορούμε να ξεκινήσουμε τη μέρα μας,» η κοπέλα κατάπιε το περιεχόμενο του μικρού ποτηριού και ύστερα ήπιε το νερό.
«Λοιπόν, τι θα ήθελες να κάνεις σήμερα;» ρώτησε η Βαλέρια καθώς μάζευε τα πιάτα από το πρωινό της Μελίνας.
«Το να αράξω στον κήπο ακούγεται ευχάριστο,» απάντησε η κοπέλα και έτεινε τη ματιά της προς το παράθυρο στον απέναντι τοίχο, «Είναι ωραίος κι ο καιρός· μουντός και λίγο συννεφιασμένος.»
«Πολύ ωραία ιδ… επιλογή Μελίνα μου!» άλλαξε κατευθείαν την λέξη που πήγε να προφέρει. Ήξερε πολύ καλά ότι η λέξη «ιδέα» μπορούσε να προκαλέσει κάποια κρίση πανικού στην Μελίνα. «Δώσε μου λίγο χρόνο να κατεβάσω αυτά στην κουζίνα και έρχομαι.»
Η Βαλέρια βγήκε από το δωμάτιο και άφησε την ανάσα της ελεύθερη. Παραλίγο να τα θαλασσώσει. Η Μελίνα πάντα ήταν ένα μυστήριο για εκείνη. Ήταν μια νέα κοπέλα, κοντά στα τριάντα, η οποία δε φαινόταν να έχει κάποιο ιδιαίτερο θέμα. Συγκεκριμένες λέξεις της δημιουργούσαν κρίσεις πανικού, αλλά τίποτα πιο σοβαρό. Οι γονείς της την είχαν φέρει τέτοια εποχή στην κλινική. Σύμφωνα με το αρχείο της, η Μελίνα είχε ένα ατύχημα καθώς επισκεπτόταν τους γονείς της. Το έσκασε αρκετές φορές μέσα στο βράδυ και το αποκορύφωμα ήταν όταν πήδηξε από το παράθυρο. Πάντως μετά από οκτώ χρόνια στην κλινική φαινόταν πολύ καλύτερα.
Αποχαιρέτησε τη Μελίνα και τους συναδέλφους της και μπήκε στο αμάξι της. Οι απογευματινοί δρόμοι ήταν χειρότεροι από τους πρωινούς, καθώς όλοι οι οδηγοί αδημονούσαν να γυρίσουν σπίτια τους από τις δουλειές τους και ανέχονταν λιγότερο την ταλαιπωρία και την κίνηση. Πήρε σχεδόν μία ώρα για να φτάσει στο πατρικό της στην άλλη άκρη της πόλης.
Ξεκλείδωσε και αμέσως η μυρωδιά του λαδερού της τρύπησε τη μύτη. Τα φώτα του διαδρόμου που οδηγούσε από το σαλόνι στην κουζίνα και στα έσω δωμάτια ήταν σβηστά, ενώ στο καθιστικό ήταν ανοιχτό μόνο ένα φωτιστικό, με τον πατέρα της από δίπλα, καθιστό στην πολυθρόνα του, τα πόδια του ανοιχτά και το καραφλό μελαμψό κεφάλι του να κοιτά σε ένα ποτήρι με κεχριμπαρένιο υγρό. Εκείνη κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα. Η μητέρα της με τον ιδρώτα να τρέχει στο λευκό της μέτωπο, τα καστανά μαλλιά της δεμένα κότσο ανακάτευε την κατσαρόλα. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο, όπως και τα μάτια της. Το παράβλεψε πιστεύοντας πως ήταν από το μαγείρεμα.
Η Βαλέρια την βοήθησε να σερβίρουν και μέσα σε είκοσι λεπτά καθόντουσαν γύρω από το τραπέζι και απολάμβαναν ένα οικογενειακό γεύμα. Για μια στιγμή ο νους της κύλησε στην Ειρήνη και την πρόταση που είχε αρνηθεί. Έφαγε μια μπουκιά φασολάκια για να επανέλθει στο παρόν. Η μητέρα της έξυνε το φαγητό της και ο πατέρας της έτρωγε αργά. Η Μαίρη έφαγε την πρώτη της μπουκιά και κατάπιε με το ζόρι. Για πρώτη φορά δε τη ρώτησαν πως πήγε η δουλειά, ο πατέρας της δεν έκανε κάποιο από τα χαζά του λογοπαίγνια και η τηλεόραση ήταν κλειστή.
Αφού έφαγαν ο πατέρας της γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Φαινόταν ότι κρατούσε δάκρυα. Η μητέρα επέστρεψε στο τραπέζι με τον δίσκο του επιδορπίου να έχει αντί για σιροπιαστά εδέσματα τρία μικρά ποτήρια και ένα μπουκάλι κονιάκ.
«Βαλέρια,» μίλησε τελικά ο Βίνσεντ, «Είχαμε νέα από τον θείο σου,» η Μαίρη είχε κρύψει τα μάτια της πίσω από τις παλάμες της και έκλαιγε. «Είναι πλέον με τον Κύριο… Δε πονάει πλέον.»
Η Βαλέρια ήταν σοκαρισμένη. Γέμισε γρήγορα το ποτήρι της και ήπιε το περιεχόμενο με μία ρουφηξιά. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να κρατήσει πίσω τα δάκρυα της. Φώλιασε στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος έφερε και τη γυναίκα του κοντά του. Μόλις οι δύο γυναίκες ένιωθαν καλύτερα, ύψωσαν και οι τρεις τα ποτήρια τους και ήπιαν στην μνήμη του Γιώργου.
Ήταν Σάββατο. Μέρα επισκεπτηρίου. Η Μελίνα σπάνια είχε επισκέψεις. Κάποιες φορές είχε έρθει μια Άννα, παλιά της φίλη και συμφοιτήτρια, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε σταματήσει τις επισκέψεις. Η Βαλέρια καθόταν μαζί της στο καθιστικό της κλινικής. Οι λευκοί τοίχοι τις περικύκλωναν και οι συνομιλίες των άλλων ενοίκων που βρίσκονταν στα διασκορπισμένα τραπεζάκια ή στο διάδρομο απ’ έξω έσπαγαν την μουντή συννεφιασμένη μέρα. Εκείνες βρίσκονταν στο μικρό, καφέ καναπεδάκο που έβλεπε στο παράθυρο, με ένα ξύλινο, στρογγυλό τραπέζι μπροστά τους. Η Μελίνα έπινε μια πορτοκαλάδα με ανθρακικό κατευθείαν από το τενεκεδάκι, ενώ η Βαλέρια κατέβαζε αργά καφέ φίλτρου δίχως ζάχαρη από ένα χάρτινο ποτήρι. Σκεφτόταν πώς να πει στην Μελίνα ότι θα έφευγε για λίγες μέρες, μιας και η κηδεία θα γινόταν στην Αθήνα.
Η Μελίνα κάθισε σταυροπόδι πάνω στον καναπέ και κοίταξε καλά την νοσηλεύτριά της. Το βλέμμα της ήταν χαμένο στο πλαστικό καπάκι του καφέ της και τα μάτια της κατακόκκινα. Η όξινη μυρωδιά του ιδρώτα την τύλιγε και τα μαλλιά της ήταν εμφανώς απεριποίητα.
«Τι έχεις;» τη ρώτησε κατεβάζοντας το αναψυκτικό της.
«Τίποτα, είμαι εντάξει Μελινάκι μου,» ο τόνος της φωνής της ήταν μελαγχολικός, δίχως τη χαρακτηριστική του ζωντάνια.
«Έλα τώρα, αφού σε βλέπω,» την παρότρυνε η Μελίνα, «Μίλα μου. Μπορεί να αισθανθείς καλύτερα.»
«Να μωρέ, ένας συγγενής μου, ο αδελφός της μητέρας μου,» κόλλησε για λίγο. Δεν το είχε πει δυνατά μέχρι στιγμής, «…πέθανε. Το έμαθα εχθές.»
Η Μελίνα έκατσε σωστά στον καναπέ, ακούμπησε το τενεκεδάκι στο τραπέζι του καθιστικού και της έπιασε το χέρι. «Ήσασταν κοντά;»
«Αρκετά… Ήταν από τους αγαπημένους μου ανθρώπους,» ένιωθε μια θηλιά να τυλίγει το λαιμό της. Όλοι οι αδένες των ματιών της την παρακαλούσαν να αφήσει τα δάκρυα να τρέξουν, αλλά εκείνη αρνούνταν πεισματικά! «Με πρόσεχε όταν ήμουν μικρή, με υποστήριζε όταν μεγάλωσα και μιλούσαμε τακτικά,» λίγα δάκρυα ξέφυγαν, αλλά τα σκούπισε αμέσως με την πλάτη του χεριού της, «Απλά εύχομαι να είχε λίγο χρόνο ακόμα…»
«Χέυ, όλα θα πάνε καλά,» είπε περνώντας το χέρι της στους ώμους της, «Όσο τον θυμάσαι ευχάριστα, θα είναι είναι για πάντα μαζί σου.»
«Συγγνώμη που σας ενοχλώ,» ο άνδρας που διαχειριζόταν την γραμματεία στεκόταν δίπλα από τον καναπέ τους, «Βαλέρια, μπορώ να σου μιλήσω λίγο;» είπε κάνοντας νεύμα να σηκωθεί. Περπάτησαν λίγο πιο πέρα, ίσα ίσα να μην τους ακούει η Μελίνα, αλλά όχι τόσο ώστε να μην έχει οπτική επαφή.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η Βαλέρια.
«Έχει έρθει ένας κύριος για να δει την Μελίνα. Δεν έχει ξανά έρθει και με βάση τα αρχεία δεν είναι συγγενής της.»
Η Βαλέρια ύψωσε το δεξί της φρύδι και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος της. «Πως λέγεται;»
«Μανώλης Αρμενίου.»
«Περίμενε μια στιγμή,» η Βαλέρια επέστρεψε στον καναπέ, «Μελίνα μου, είναι ένας κύριος και λέει πως σε ξέρει. Σου λέει κάτι το όνομα Μανώλης Αρμενίου;»
Τα μάτια της Μελίνας ήταν γεμάτα απορία, αλλά μετά γούρλωσαν και έμοιαζαν να γυαλίζουν, «Ναι, ναι τον ξέρω!»
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε για επιβεβαίωση η Βαλέρια.
«Δεν έχω υπάρξει πιο σίγουρη!» αποκρίθηκε η Μελίνα. Τα μάτια της είχαν μια περίεργη αποφασιστικότητα. Στα οχτώ χρόνια που ήταν εκεί δεν είχε ξανά δει τόσο μεγάλο μέρος από το άσπρο των ματιών της, ενώ τα φρύδια της ήταν έτοιμα να αγγίξουν τα μαλλιά της.
Η Βαλέρια κατευθύνθηκε προς τον υπεύθυνο. Του είπε να τον αφήσει να περάσει και πως θα τους παρακολουθεί εκείνη από απόσταση. Εκείνος έφυγε και από δίπλα της πέρασε ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, με μαύρα μαλλιά και ανοιχτά καφέ μάτια. Φορούσε ένα καφέ παλτό το οποίο μάλλον είχε καιρό να πλυθεί. Ο άνδρας μύριζε λες και κουβαλούσε κάποιο πτώμα στις τσέπες του, με μια μικρή, απαλή νότα λιβανιού να σπάει τη σαπίλα.
Κατευθύνθηκε προς το καναπέ και έκατσε δίπλα στη Μελίνα. Το δέρμα της ενοίκου άσπρισε πριν καλά καλά ο άνδρας καθίσει πλάι της. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει, αλλά εκείνος δεν φαινόταν να νοιάζεται ιδιαίτερα. Καθόταν στον καναπέ άνετος, με τα χέρια του στην πλάτη του καναπέ και τον κορμό του γυρισμένο προς το μέρος της Μελίνας. Μιλούσε με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του, πίσω από το οποίο φαινόταν όλη του η οδοντοστοιχία.
Απέναντι του η Μελίνα, άσπρη σαν το τεντωμένο πανί του Καραγκιόζη, στεκόταν ακίνητη, βωβή. Τα αυτιά της πετάριζαν στον ήχο της φωνής του, τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και το στόμα της συνοφρυωμένο, ένα ανάποδο χαμόγελο που έμοιαζε να εκφράζει αηδία, αλλά και τρόμο. Έβαλε και τα δυο της πόδια πάνω στον καναπέ και αγκάλιασε τα γόνατα της. Η Βαλέρια ήταν έτοιμη να επέμβει όταν είδε τον άνδρα να σηκώνεται από μόνος του.
Ο άνδρας με ένα απλό χαμόγελο αποχώρησε από το καθιστικό, αμίλητος όπως μπήκε. Έμοιαζε ικανοποιημένος από τη «συζήτηση» που είχε με την Μελίνα. Η Βαλέρια έτρεξε αμέσως κοντά της. Τη ρώτησε πώς ήταν, αν ήθελε να της φέρει κάτι, αλλά η κοπέλα δεν απαντούσε. Κοίταζε εκτός του παραθύρου, με τα γόνατα της στην αγκάλη της. Την σήκωσε και την οδήγησε στο δωμάτιό της. Στην διαδρομή σταμάτησε στην αποθήκη φαρμάκων και πήρε μερικά ηρεμιστικά.
Μπήκαν στο υπνοδωμάτιο, με την Βαλέρια να την στηρίζει για να περπατήσει. Γέμισε το ποτήρι του νερού της και της έδωσε ένα χάπι. Η κοπέλα πήρε μηχανικά το φάρμακο και ξάπλωσε στην ροζ κουβέρτα με την πλάτη της γυρισμένη προς την Βαλέρια, η οποία είχε κάτσει σε μια καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι της.
Δεν κουνήθηκαν από τις θέσεις τους, ούτε η μία ούτε η άλλη. Όση ώρα περίμενε να δράσει το ηρεμιστικό, γρανάζια γυρνούσαν στο κεφάλι της Βαλέριας. Οι αναμνήσεις από τις ιστορίες του θείου. Έμοιαζαν πάρα πολύ στα βιώματα εκείνης της ημέρας. Ο θείος της από τότε που ήταν νέος έψαχνε να βρει απάντηση στο ανύπαρκτο για εκείνη ερώτημα του παραφυσικού. Της είχε πει ιστορίες για τότε που αιφνίδιος θάνατος είχε βρει τη γειτόνισσα του πατέρα του, μαζί με μια οικογένεια προσφύγων που φιλοξενούσαν. Της είχε πει για την μυρωδιά που του είχε περιγράψει ο πατέρας του, εκείνη τη μυρωδιά που κύκλωνε το σπίτι εκείνη την μέρα: λιβάνι και θάνατος. Πως ύστερα ο νοικοκύρης, ο μόνος επιζών, τρελάθηκε και πήδησε στη θάλασσα. Πως τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε όλη τη χώρα και πρέπει κάποιος να αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή για να βρει τα περιστατικά.
Το δειλινό δεν άργησε να έρθει. Η Μελίνα δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της. Καθώς κοιτούσε την πλάτη της η σκέψη της κηδείας ήρθε πάλι στο μυαλό της. Από τη μία ήθελε να πει ένα τελευταίο αντίο στο θείο της, ένιωθε ότι έπρεπε να πάει, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει τη Μελίνα σε αυτή την κατάσταση. Δε θα έλειπε για μεγάλο διάστημα, μια βδομάδα το πολύ, και οι άλλοι νοσηλευτές ήταν εξίσου καλοί και έμπειροι με εκείνη. Βγήκε για μια στιγμή από το δωμάτιο και επέστρεψε με ένα στυλό κι ένα τετράδιο:
Αγαπητή Μελίνα, έγραψε
Σου ζητώ συγνώμη, αλλά θα πρέπει να λείψω για λίγες μέρες. Πάω στην Αθήνα για την κηδεία του θείου μου. Σου υπόσχομαι ότι θα βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Δε θέλω να φοβάσαι. Πρέπει να είσαι δυνατή.
Σε φιλώ,
Βαλέρια!
Ο ιερέας έλεγε τα τελευταία λόγια καθώς ο θείος έμπαινε στον λάκκο. Ένας ένας, οι συγγενείς και οι φίλοι, περνούσαν και έριχναν λευκά τριαντάφυλλα πάνω στην κλειστή κάσα. Ο Βίνσεντ είχε στην αγκαλιά του μάνα και κόρη, οι οποίες έκλαιγαν με λυγμούς. Δίπλα τους η γυναίκα του θείου Γιώργου, Κατερίνα, έκλαιγε με έναν ντελικάτο και προσεκτικό τρόπο‧ άφηνε λίγα δάκρυα να κυλήσουν και τα σκούπιζε με ένα μαντηλάκι. Είχε βάλει αρκετό ρουζ ώστε να μην φαίνεται το ερέθισμα του προσώπου της στην προσπάθειά της να κρατήσει το γοερό της κλάμα. Πάντα έτσι ήταν. Θεωρούσε το φαίνεσθαι σημαντικότερο του είναι.
Ως επικήδειο η θεία είχε συγκεντρώσει τους συγγενείς στο σπίτι. Ήταν μόνο οι τρεις τους κι εκείνη, ως ευκαιρία να θρηνήσουν με την ησυχία τους, μακριά από άλλα μάτια. Ένα πορτρέτο του μακαρίτη ήταν τοποθετημένο σε καβαλέτο στο μεγάλο καθιστικό με τις μπορντό ταπετσαρίες και τα καφέ έπιπλα αντίκες. Ο πολυέλαιος με τα κρύσταλλα ήταν σβηστός και το μόνο φως ήταν του ηλίου, πέρα από την μεγάλη μπαλκονόπορτα με τα χρυσοποίκιλτα κουφώματα δρυός. Το περσικό χαλί, κι αυτό σε θερμά χρώματα, φαινόταν για πρώτη φορά σκονισμένο, ενώ στο τραπεζάκι ήταν πάνω αλμυρά κουλουράκια, ελληνικός καφές και κονιάκ.
Η Βαλέρια είχε κάτσει σε μια από τις ξύλινες καρέκλες με τα καφέ μαξιλάρια, ενώ οι γονείς της στον τριθέσιο καναπέ ίδιας κατασκευής και στυλ. Η θεία στεκόταν όρθια με την πολυθρόνα του θείου δίπλα της κενή.
«Στον Γιώργο!» είπε η θεία υψώνοντας ένα ποτήρι κονιάκ, «Και είθε ο Κύριος να είναι καλός μαζί του!»
Οι λέξεις τους μπερδεύτηκαν σε μία φωνή. Το «Στον θείο!» της Βαλέριας μπλέχτηκε με το «Στο Γιώργο!» της μητέρας και του πατέρα της.
«Ο Γιώργος μου ήταν καλός άνθρωπος!» συνέχισε η Κατερίνα, «Λίγο παρανοϊκός, αλλά καλός. Θυμάμαι όταν γνωριστήκαμε στην Ύδρα, όταν λίγα χρόνια αργότερα μου έκανε πρόταση στο ίδιο σημείο… Θα μου λείψει πολύ,» δε μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. Σωριάστηκε στα γόνατα της και ξέσπασε. Τα δάκρυα έφευγαν ποτάμι, παρασύροντας το μακιγιάζ της στο πέρασμά τους. Οι λυγμοί της αντηχούσαν σε όλο το σπίτι.
Η Μαίρη πήγε κοντά της και την έφερε στον καναπέ. Μετά από αρκετό κλάμα, η θεία ηρέμησε. Την ρώτησαν άμα ήθελε να συνεχίσουν και απάντησε πως το όφειλε στον μακαρίτη.
«Σειρά μου λοιπόν,» πήρε το λόγο η Μαίρη «Ο Γιώργος ήταν ένας εκπληκτικός μεγάλος αδελφός. Ήταν πάντα κοντά μου όταν τον χρειάστηκα και βοήθησε πολύ με την Βαλέρια. Ξέρω ότι είναι περήφανος και μας χαιρετά όλους από ψηλά!» σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της και ήπιε το κονιάκ σαν να ήταν σφηνάκι.
«Παρότι είχαμε τις διαφωνίες μας,» συνέχισε ο Βίνσεντ, «ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με τις θεωρίες συνομωσίας του, τον αγαπούσα τον Γιώργο. Ήταν, πραγματικά, ένας άνθρωπος ο οποίος άφησε το στίγμα του σε όλους μας,» έφερε αργά το αλκοόλ στα χείλη του και το άφησε να κάψει το λαιμό του.
«Μάλλον είναι η σειρά μου…» η Βαλέρια ανακάθισε στην καρέκλα της, «Ο θείος Γιώργος ήταν από τους αγαπημένους ανθρώπους. Πιστεύω ότι είχε να προσφέρει πολλά ακόμα, παρά την ηλικία του. Λυπάμαι πολύ που έπρεπε να φύγει μόνος του, στο παγωμένο κρεβάτι ενός νοσοκομείου… Είμαι σίγουρη πως ο Χριστός τον έχει κοντά του στον παράδεισο,» συγκράτησε για άλλη μια φορά τα δάκρυα της ενώ έσφιξε τον σταυρό της στην παλάμη της.
Ήπιαν το κονιάκ και τον καφέ και κάθισαν για λίγο στη σιωπή, μέχρι που η Κατερίνα πετάχτηκε από την θέση σαν ελατήριο. Ανέβηκε την σκάλα, εκείνη που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες και στο γραφείο του θείου και ύστερα από τρία με πέντε λεπτά επέστρεψε με τέσσερις φακέλους, έναν για το κάθε μέλος της οικογένειας. Η Κατερίνα εξήγησε πως ήταν κάτι σαν τη διαθήκη του, τα τελευταία του λόγια που είχε φυλάξει για να μοιραστούν ή να βρεθούν μετά το θάνατο του.
Ο κάθε φάκελος είχε από ένα γράμμα κι ένα αντικείμενο συναισθηματικής αξίας. Ο φάκελος του Βίνσεντ έγραφε πόσο περήφανος ήταν που η αδελφή του είχε παντρευτεί έναν τόσο άξιο άνδρα. Μαζί με την επιστολή υπήρχε μια παλιά σφραγίδα, από αυτές που χρησιμοποιούσαν για να κλείσουν τα γράμματα με κερί. Η σφραγίδα απεικόνιζε μία άγκυρα με δύο θαλάσσια ερπετά να τυλίγονται γύρω της.
Της Μαίρης έγραφε πόσο την θαύμαζε για την εξυπνάδα και το μυαλό της, πόσο ζήλευε που είχε κατορθώσει να σπουδάσει και εκείνος όχι, αλλά και πόσο την αγαπούσε ακόμα και στην άλλη πλευρά. Πίσω από το γράμμα ήταν ένα χρυσό δαχτυλίδι με μια κόκκινη πέτρα. Η Μαίρη έκλεισε το στόμα της και βούρκωσε. Το δαχτυλίδι του πατέρα της.
Η Κατερίνα είχε μια εξομολόγηση του έρωτά του. Πως όσα χρόνια κι αν περνούσαν, όσο απεριποίητη κι αν ήταν, στα μάτια του ήταν πάντα πανέμορφη. Μέσα στο φάκελό της υπήρχαν τρεις ζωγραφιές της, όλες με χρωματιστά μολύβια, και όλες με θερμά χρώματα, ακριβώς όπως ήταν, χωρίς να αλλοιώνουν την εικόνα της.
Τέλος της Βαλέριας:
Κορίτσι μου,
Δε ξέρω πόσο χρονών σε βρίσκει ο θάνατος μου, αλλά εύχομαι να έχεις ακόμα αυτή την φυσική περιέργειά σου. Ήσουν το μόνο άτομο που με άκουγε με ζήλο και φαινόταν να με πιστεύει. Σε σένα αφήνω τον κόπο μιας ζωής. Ήρθε η ώρα μου να ξεκουραστώ κι ήρθε η ώρα σου να πονηρευτείς.
Πίσω από τη βιβλιοθήκη μου, εκεί θα βρεις ένα χρηματοκιβώτιο. Μέσα εκεί είναι η δουλειά που άρχισε ο πατέρας μου και που προσπάθησα να ολοκληρώσω εγώ. Ελπίζω οι νέοι καιροί να φέρουν και νέα στοιχεία στο φως.
Καλή τύχη Βαλέρια, θα τη χρειαστείς!
Ο θείος σου,
Γιώργος Καλογήρου!
Μαζί με το επιστολόχαρτο υπήρχε ένα χαρτί με έξι νούμερα: 121123. Ζήτησε να τη συγχωρέσουν για μια στιγμή και ανέβηκε τη σκάλα. Το τετράγωνο χολ με τις τρεις πόρτες της φαινόταν τόσο ξένο δίχως την μυρωδιά από τον καπνό του θείου. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Προσπέρασε το βαρύ, ξύλινο έδρανο, με την γραφομηχανή ακόμα στο κέντρο του και πήγε ακριβώς απέναντί του, στη βαριά βιβλιοθήκη του θείου της. Το έπιπλο γλίστρησε εύκολα πάνω στην κόκκινη μοκέτα.
Ήταν εκεί, ακριβώς όπως διευκρίνιζε ο θείος. Σε μια τρύπα στον τοίχο, ένα μικρό χρηματοκιβώτιο, παρόμοιο με εκείνο που έχουν στα ξενοδοχεία. Το τράβηξε έξω και προσέχοντας μη λερώσει τα ρούχα της το κατέβασε στο σαλόνι. Οι γονείς της και η θεία της την κοιτούσαν με περιέργεια.
«Δε θέλω να μειώσω την σοβαρότητα της συνάντησής μας,» είπε η Βαλέρια με τον πιο ειλικρινή τόνο που μπορούσε, «αλλά απ’ ό,τι φαίνεται αυτό είναι το περιεχόμενο του δικού μου φακέλου.»
«Αγάπη μου, αν ο θείος σου ήθελε να το έχεις, μπορείς να το πάρεις μαζί σου,» απάντησε η Κατερίνα πιάνοντάς την από τους ώμους. Στο πρόσωπό της είχε ένα χαμόγελο ανακούφισης. Αν την έβλεπε κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε πως ήθελε το χρηματοκιβώτιο να φύγει από το σπίτι…
Βγήκε από το ντους και άλλαξε στις πιτζάμες της. Το χρηματοκιβώτιο βρισκόταν στο μικρό τραπέζι του Airbnb που είχε νοικιάσει για την διαμονή της στην Αθήνα. Κάθισε στην καρέκλα και έπαιξε με το χαρτί του συνδυασμού. Η περιέργειά της μεγάλωνε μαζί με το φόβο της. Πήρε το θάρρος και έφερε το δάχτυλό της κοντά στο πληκτρολόγιο. Αργά και βασανιστικά πάτησε τα νούμερα μέχρι που το κόκκινο λαμπάκι στο πάνω μέρος της πόρτας άλλαξε σε πράσινο. Τράβηξε το μικρό πόμολο και η μυρωδιά της σκόνης γέμισε τους πνεύμονες της, κάνοντας τη να βήξει δυνατά.
Μέσα στο κουβούκλιο υπήρχε ένας φάκελος αρχειοθέτησης. Έμοιαζε αρκετά παλιός και σκονισμένος, με κάποιες από τις γωνίες του ζαρωμένες από την υγρασία και τον χρόνο. Στο εξώφυλλο του φακέλου ήταν γραμμένος ο αριθμός 182717. Έξυσε τον κρόταφό της. Ήταν περίεργος αριθμητικός συνδυασμός. Αν επρόκειτο για σειρά αρχείου υπαινισσόταν την ύπαρξη άλλων εκατόν ογδόντα δύο χιλιάδων επτακοσίων δεκαέξι ίδιων φακέλων. Αν από την άλλη ήταν κωδικοποιημένο όνομα, θα χρειαζόταν χρόνο για να ανακαλύψει το νόημάτου.
Άνοιξε το φάκελο. Τα έγγραφα χωρίζονταν μεταξύ τους από κίτρινα χαρτόνια. Το πρώτο έγραφε 1923 πάνω του, με ένα γραφικό χαρακτήρα που δεν ήταν του θείου της. Πίσω από το χαρτόνι βρίσκονταν χαρτιά σε μορφή ημερολογίου. Τα αρχεία ξεκινούσαν με τον θάνατο των γειτόνων του παππού της στην Ύδρα και τη μελέτη που είχε κάνει για να διαλευκάνει την υπόθεση, ακόμα κι αν δεν ήταν αστυνομικός:
«Μίλησα του Δημήτρη. Είπε πως είχε πάει τη Σμυρνιά στο γιατρό. Τη χάσανε από ασφυξία είπε. Μόλις γύρισε στο σπιτικό του μπορούσε να μυρίσει μια μυρωδιά που πριν δε διέκρινε. Κάτι σαν ‘λιβάνι με ψοφίμι’, έτσι το περιέγραψε. Πήγε στο δωμάτιο και βρήκε τρία σώματα, της γυναίκας του, του γιου του και της μικρής Σμυρνιάς που φιλοξενούσαν. Κάλεσε αμέσως τον αστυφύλακα. Εξέτασαν τα πάντα αλλά έμοιαζαν να έφυγαν κι αυτοί από ασφυξία. Το κορίτσι λέει κράταγε στα χεράκια του ένα κέρμα, πολύ μεγάλο για δραχμή και με σύμβολα που δεν καταλάβαινε. Μου έδειξε το κέρμα. Ζωγράφισα όσο καλύτερα μπορούσα το σύμβολο που είχε. Μοιάζει με μακεδονικό, αλλά έχει λιγότερες ακτίνες.»
Μερικές σελίδες αργότερα ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ -που είχε καταλάβει ότι πρέπει να ήταν ο παππούς της- συμπλήρωσε:
«Το κέρμα έχει μουρλάνει το Δημήτρη. Το κουβαλά παντού και δε λέει να το αφήσει. Ισχυρίζεται πως όταν το έχει κοντά του ακούει τη γυναίκα και τον γιο του. Τον τελευταίο καιρό βγαίνει πολύ κοντά στην προβλήτα και απλά γνέφει αντίο στα ψάρια και στα πλοία. Έχω αρχίσει κι ανησυχώ…»
Το αρχείο του 1923 λήγει με την αυτοκτονία του Δημήτρη:
«Ο Δημήτρης σήμερα έδεσε μια κοτρώνα στο λαιμό του και βούτηξε στην προβλήτα. Φώναξε πως μόνο έτσι θα αντάμωνε με τις φωνές. Νομίζω πως κάτι του έκανε το κέρμα… Δε μπόρεσα να το βρω πουθενά αφού τον τράβηξαν από το βυθό…»
Η επόμενη κατηγορία έλεγε «Ιστορία» με καλλιγραφικά γράμματα και εμπεριείχε μαρτυρίες από ανθρώπους που είδαν ή άκουσαν περίεργα πράγματα με τους οποίους είχε μιλήσει ο παππούς ή είχε βρει σε βιβλία:
«Επροχθές γνώρισα έναν γηραιό. Μου μίλησε για τον τόπο του και πως χάθηκε. Ο γέρος ήταν από τον Μέρμπακα, περιοχή στην Πελοπόννησο. Ο Θεός λέει τους έστειλε θεία καταδίκη. Μαύρα σκυλιά της κολάσεως, που από το σώμα τους βγάζαν καπνό λευκό και πυρ. Μπήκανε μες τα σπίτια τους, κατασπαράξανε και κάψανε τα πάντα! Ο αέρας μύριζε λιβάνι και θάνατο. Αρχίζω να παρατηρώ ένα μοτίβο. Ή απλά μπορεί ο γέροντας να ήταν παλαβός…»
Ύστερα ο γραφικός χαρακτήρας άλλαξε σε έναν που τον αναγνώρισε αμέσως. Πλέον έγραφε ο θείος. Ο Γιώργος είχε καταγράψει κι άλλα ιστορικά ανέκδοτα με σημειωμένα «ΟΧΙ» και «ΝΑΙ» στα κάτω μέρη της σελίδας, μέχρι που η ενότητα τελείωσε και η επόμενη παρουσιάστηκε μπροστά της: 2010. Γύρισε το κίτρινο χαρτόνι και ένιωσε παγωμένο ιδρώτα να σχηματίζεται στο μέτωπο της. Το πρόσωπο της μελαχρινής κοπέλας με το γωνιακό σαγόνι ήταν υπερβολικά οικείο. Έμεινε για λίγο σιωπηλή κοιτάζοντας την εικόνα της Μελίνας.
Διάβασε παρακάτω. Οι σημειώσεις ήταν χειρόγραφες, με το γραφικό χαρακτήρα του θείου Γιώργου και έμοιαζαν να είχαν προκύψει από αναζήτηση παρά από συνέντευξη:
«Η κοπέλα, σύμφωνα με πηγές, πήδησε από το παράθυρο ‘για να σταματήσει τον εφιάλτη των αντανακλάσεων’. Η νεαρή ισχυρίζεται πως ‘είδε το Αγαθό’ και πως ο κόσμος πλέον ήταν ψεύτικος στα μάτια της. Όταν οι ψυχαναλυτές τη ρώτησαν να περιγράψει τη στιγμή που είδε το Αγαθό, εκείνη απάντησε πως ήταν σε μια κρύπτη που μύριζε ‘σάπιο λιβάνι’.
«Οι γονείς πιστεύουν πως η παράνοια της κοπέλας πηγάζει από τραύμα που υπέστη λίγο μετά την άφιξη στο πατρικό της‧ η νεαρή χτυπήθηκε από αμάξι σε δρόμο κοντά στην Αμφίπολη.
Κοινά χαρακτηριστικά: Παράνοια, Οσμή»
Ήταν εμφανές πως ο θείος της δεν προσπαθούσε απλά να καταγράψει τα παράξενα, αλλά προσπαθούσε να βρει σημεία με τα οποία συνέπιπταν οι ιστορίες που συνέλεγε με τις παλαιότερες του πατέρα του. Η ενότητα τελείωνε απότομα, δίχως επιπλέον στοιχεία για την υπόθεση της Μελίνας και συνέχιζε τέσσερα χρόνια αργότερα με νέα ενότητα.
Το 2014 ήταν πλούσιο σε υλικό, κυρίως περιστρεφόμενο γύρω από τα νέα ευρήματα στον τύμβο της Αμφίπολης:
«Η πρώτη ομάδα αρχαιολόγων τραυματίστηκε έπειτα από κατολίσθηση. Μπόρεσα να βρω μόνο ένα μέρος από τις αναφορές τους, οι οποίες δε μου θυμίζουν τίποτα. Η δεύτερη ομάδα έχει πιο ενδιαφέρον. Παρατήρησα τρεις να μπαίνουν στον τύμβο, αλλά μόνο έναν να βγαίνει και αυτός σε άσχημη κατάσταση. Όνομα αρχαιολόγου: Μάνος Αρμενίου.»
Η Βαλέρια έκανε αμέσως την σύνδεση και παρατήρησε πως και ο θείος της είχε κυκλώσει με κόκκινο στυλό τη λέξη Αμφίπολη. Πλέον χρειαζόταν να μάθει περισσότερα! Διάβασε ότι κάποιους μήνες μετά ο Αρμενίου αποφάσισε να αποσυρθεί. Όσοι τον συναντούσαν ανέφεραν την ίδια μυρωδιά: λιβάνι και σήψη.
Η τελευταία ενότητα ήταν και η πιο πρόσφατη και λόγω των προβλημάτων του θείου, αυτή με τα λιγότερα αρχεία. Δεν επρόκειτο καν για χειρόγραφες σελίδες, αλλά για εκτυπώσεις διαδικτυακών άρθρων. Οι έξι θάνατοι της Νέας Σμύρνης‧ τη θυμόταν καλά αυτή την είδηση. Μια παρέα έξι μεσήλικων ανδρών πέθαναν σχεδόν συνεχόμενα, με διαφορά ελάχιστων ημερών μεταξύ των θανάτων τους. Όλοι οι άνδρες είχαν φύγει από ανακοπή και στο σύστημά τους δεν είχε βρεθεί κάποιο είδος τοξίνης ή οτιδήποτε που να δηλώνει δηλητηρίαση. Είχαν πεθάνει από φυσιολογικά αίτια.
Η τελευταία σημείωση ήταν ένα post-it note με ένα τηλέφωνο κι ένα όνομα. Μαρία Λαέρτη. Χαμογέλασε και ξεκόλλησε το χαρτάκι από το πίσω μέρος του φακέλου. Μπορεί να μην ήξερε πώς θα καταλήξει στον Αρμενίου, αλλά είχε ένα στοιχείο από το πού να ξεκινήσει…
Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories: