Fantasy & Horror Short Stories
Συλλογή “Η Κρύπτη”
Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.
Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.
Διαβάστε και στο Wattpad
Η Κατάρα της Γνώσης
Ναύπλιο, Χειμώνας 2009
Το αμάξι σταμάτησε έξω από την πύλη του σχολείου. Η ατμόσφαιρα μέσα και έξω από το όχημα ήταν αποπνικτική. Ο ουρανός εκείνο το πρωί ήταν γκρίζος, με ελάχιστο γαλάζιο να φαίνεται ανάμεσα στα σκούρα σύννεφα και ο ήλιος ήταν άφαντος. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Οι περαστικοί στο πεζοδρόμιο αγκάλιαζαν τους εαυτούς τους, ενώ όσοι είχαν ξεχάσει τα γάντια τους έτριβαν τα χέρια τους μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να μην παγώσουν τα δάχτυλα τους.
Τα παράθυρα του αμαξιού ήταν κλειστά, με την εσωτερική θέρμανση να παρέχει μια ανεξήγητη θαλπωρή. Στο μπροστινό κάθισμα, στη θέση του οδηγού, η Μαρία προσπαθούσε να κρατήσει τα δάκρυα της. Η μελαχρινή γυναίκα είχε προσπαθήσει να καλύψει τη μελανιά κάτω από τα γαλανά της μάτια με όσο περισσότερο make-up είχε στη διάθεση της, αλλά η διαφορά στον τόνο του δέρματος ήταν ορατή. Ο Αλέξανδρος στο πίσω κάθισμα κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Φαινόταν σαν μην ήθελε να δώσει σημασία στη μητέρα του. Κάλυψε τα σγουρά, καστανά μαλλιά του με τον πράσινο σκούφο του, φόρεσε το κίτρινο σακίδιο του και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Αλέξανδρε!» είπε η Μαρία αναγκάζοντας τον νεαρό να αλλάξει κατεύθυνση. «Σ’αγαπώ!».
Ο έφηβος απλά έγνεψε καταφατικά και γύρισε την πλάτη του με το πρόσωπο του στραμμένο προς το έδαφος και τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του. Περπατούσε μέσα στο προαύλιο με το κορμί του μαζεμένο· οι ώμοι του ήταν γερμένοι προς το στέρνο του, τα χέρια του στις τσέπες και το κεφάλι του σκυφτό. Προσπέρασε πολλές ομάδες συμμαθητών του και μη που ήταν διασκορπισμένες σε όλο το χώρο, μέχρι που έφτασε στο σημείο του. Το παγκάκι κάτω από τη μεγάλη μουριά. Ήταν από τα λίγα μέρη του Γυμνασίου που είχε λίγο χώμα και πρασινάδα. Η μουριά ήταν γυμνή αυτήν την εποχή, με πολλά από τα φύλλα της πάνω και γύρω απ’ το παγκάκι. Ο Αλέξανδρος απομάκρυνε λίγα φύλλα και κάθισε στον πέτρινο πάγκο.
Έβγαλε το τετράδιό του και άρχισε βιαστικά να κάνει όσες ασκήσεις είχαν απομείνει. Η φασαρία στο σπίτι του δεν τον είχε αφήσει να ολοκληρώσει τη μελέτη του. Βρισκόταν στην αιτιατική ενικού του ουσιαστικού γυνή όταν το κουδούνι χτύπησε. Όλοι οι μαθητές άρχισαν να μαζεύονται μπροστά από τις σκάλες, να σχηματίζουν δυάδες και να ετοιμάζονται για προσευχή. Ο Αλέξανδρος έχωσε το τετράδιο του μέσα στην τσάντα του και έτρεξε προς το πίσω μέρος του σχολείου. Περίμενε ήσυχα με τα γόνατα του αγκαλιασμένα και την τσάντα του κάτω από το σαγόνι του. Ήθελε να κλάψει, αλλά δεν του έβγαινε. Σαν ένας κόμπος να τύλιγε το λαιμό του. Όταν ήταν βέβαιος πως όλοι είχαν μπει στις αίθουσες πήγε πάλι κάτω από το δέντρο.
Θεώρησε πως τα αρχαία είχαν χαθεί πλέον. Έβγαλε από τη τσάντα του τις εργασίες της άλγεβρας και ξεκίνησε να λύνει, αργά και σταθερά τις ασκήσεις που είχε για το σπίτι. Το μουντό και μελαγχολικό περιβάλλον του τον αποσπούσε. Η σκοτεινιά που δημιουργούσαν τα σύννεφα και το γκριζωπό μπλε του ουρανού του φαίνονταν τόσο όμορφα που ο νους του δεν ήθελε να δώσει σημασία στις ταυτότητες. Κοίταξε προς τα πάνω, τα γυμνά κλαδιά της μουριάς που τα σύννεφα στον ουρανό την έκαναν να μοιάζει ανθισμένη με μουντό γκρίζο από την δική του οπτική.
Έτσι όπως καθόταν με το κεφάλι του προς τα σύννεφα, παρατήρησε μια σαύρα να περπατά σε ένα από τα κλαδιά. Δεν έμοιαζε με καμία σαύρα την οποία είχε ξανά δει. Οι φολίδες της ήταν χρυσές και τα μάτια της φωτεινά και κόκκινα. Το μικρό πλασματάκι πάλευε να κρατηθεί από το κλαδί του δέντρου. Δυστυχώς οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες. Ο Αλέξανδρος ταράχθηκε βλέποντας το ερπετό να πέφτει προς το πρόσωπο του και με μια γρήγορη κίνηση το απέφυγε, αφήνοντάς το να πέσει στο παγκάκι. Αυτός ο καιρός ήταν απαίσιος για ένα ερπετό. Ο Αλέξανδρος απόρησε πώς και βρισκόταν πάνω από τη γη. Έβγαλε το ένα του γάντι και το ακούμπησε πάνω από τη σαύρα.
Τώρα που ήταν πιο κοντά ο Αλέξανδρος μπορούσε να δει ότι κάτω από τις φολίδες της έβγαινε ένας λευκός καπνός, σαν την ανάσα κάποιου το χειμώνα. Μόλις την ακούμπησε το γάντι το ερπετό με έναν γοργό ελιγμό μπήκε μέσα, αφήνοντας μόνο το κεφάλι της έξω. Ο Αλέξανδρος ανοιγόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει αν όντως η σαύρα τον κοιτούσε ή αν το φανταζόταν. Το χρυσό της κεφάλι έγειρε λίγο προς τα δεξιά και τα πορφυρά της μάτια ανοιγόκλεισαν.
Ο έφηβος χαμογέλασε. Σήκωσε το γάντι του και με τα δυο του χέρια, φέρνοντας τη σαύρα στο επίπεδο του προσώπου του. Χρυσαλλίδα, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος. Θα σε φωνάζω Χρυσαλλίδα! Η σαύρα έβγαλε τη γλώσσα της έξω. Ένα μικρό χαμόγελο έμοιαζε να έχει σχηματιστεί στα σαγόνια της, σαν να είχε καταλάβει ότι είχε αποκτήσει ένα νέο φίλο.
Το τελευταίο κουδούνι σήμανε το τέλος της σχολικής ημέρας. Όλα τα παιδιά περνούσαν με ανυπομονησία την μεγάλη καγκελόπορτα, έπεφταν πάνω στις αγκαλιές των γονιών τους, κάποιοι χάνονταν στα αυτοκίνητά τους, ενώ άλλοι απομακρύνονταν πεζοί από το σχολείο. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμα στη σκάλα, με τη χρυσή σαύρα ακόμα μέσα στο γάντι του. Την τάιζε τα πεσμένα φύλλα της μουριάς. Φρόντισε να την κρύψει μέσα στην τάξη. Δεν ήξερε τι θα συνέβαινε αν οι καθηγητές τον έπιαναν με ένα ερπετό την ώρα του μαθήματος.
Όταν είχε φτάσει πλέον στην πύλη του σχολείου είχαν φύγει σχεδόν όλοι. Ο Αλέξανδρος κοίταξε τριγύρω για τον πατέρα του, αλλά ήταν άφαντος. Μια κοπέλα τον πλησίασε. Ήταν στην ίδια ηλικία με τον Αλέξανδρο. Είχε κόκκινα σγουρά μαλλιά, με φακίδες στη μύτη και στα μάγουλα και καταπράσινα μάτια.
«Πάλι άργησε ο μπαμπάς σου;» η προφορά της νεαρής Ρόιζιν ήταν σχετικά βαριά, με ξεκάθαρα ιρλανδικά στοιχεία στο λόγο της. Χαμογελούσε στον Αλέξανδρο, ο οποίος έμοιαζε να ιδρώνει στην παρουσία της, παρά το ψύχος του αέρα.
«Μάλλον θα ξεχάστηκε,» προσπάθησε να κρυφτεί ο έφηβος, κοκκινίζοντας στην ιδέα ότι έλεγε ψέματα στην Ρόιζιν. «Ξέρεις, με τη δουλειά και τέτοια».
«Ναι, καταλαβαίνω,» η Ρόιζιν παρατήρησε πως ο Αλέξανδρος κρατούσε με γυμνό το χέρι του το αριστερό του γάντι, με κάτι να κινείται κάτω από το πράσινο μαλλί. «Τι έχεις εκεί;» τον ρώτησε.
«Δε θα με πεις περίεργο;».
«Είναι πολύ αργά γι’ αυτό, Αλέξανδρε!» η Ρόιζιν χαμογέλασε και εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Καλά,» είπε ανοίγοντας διστακτικά το γάντι του, αποκαλύπτοντας τη χρυσή σαύρα που κρυβόταν στο εσωτερικό του, με τον λευκό καπνό να την τυλίγει. «Δεν είναι πανέμορφη;», τη ρώτησε.
«Πάρα πολύ! Πού τη βρήκες;».
«Έπεσε από τη μουριά. Την ονόμασα Χρυσαλλίδα».
«Της ταιριάζει,» εκείνη τη στιγμή ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα τους, και η μαμά της Ρόιζιν της άνοιξε την πόρτα. Οι δυο τους ήταν ολόιδιες, λες και η Ρόιζιν ήταν απλά μια μικρογραφία της Ίγκριθ. «Θες μήπως να σε πάμε εμείς;» ρώτησε η Ρόιζιν κοιτώντας την Ίγκριθ.
«Ευχαριστώ, αλλά θα περιμένω. Όπου να ‘ναι θα έρθει ο μπαμπάς μου» έπιασε το στομάχι του και προσπάθησε να μη ρίξει τη Χρυσαλλίδα. Ήταν σαν το να λέει ψέματα στην μικρή Ιρλανδή τον πονούσε σωματικά.
Η Ρόιζιν έκλεισε την πόρτα και η μητέρα της πάτησε το γκάζι. Μόλις το αυτοκίνητο χάθηκε στον ορίζοντα ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να περπατάει προς το σπίτι του. Η σημερινή διαδρομή ήταν λίγο πιο ευχάριστη απ’ ό,τι συνήθως. Τάιζε τη Χρυσαλλίδα με τα λίγα φύλλα που του είχαν απομείνει. Είχε πέσει το σκοτάδι όταν τελικά έφτασε στο σπίτι. Σήκωσε το χαλί της πολυκατοικίας και με το κλειδί που βρισκόταν από κάτω ξεκλείδωσε την πόρτα. Ανέβηκε τα σκαλιά και χτύπησε τη πόρτα του διαμερίσματός τους. Μπορούσε να ακούσει τους γονείς του να τσακώνονται. Οι φωνές τους κάλυπταν τον χτύπο του εφηβικού του χεριού στη πόρτα.
Η Χρυσαλλίδα έβγαλε το κεφάλι της από το γάντι και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν έτοιμα να δακρύσουν, αλλά κρατιόταν. Η Χρυσαλλίδα δάγκωσε το χέρι του, αφήνοντας δύο μικρές ουλές πάνω του. Ο πόνος ήταν μικρός, αλλά ξαφνικός, με αποτέλεσμα η Χρυσαλλίδα να πέσει από το χέρι του. Έσκυψε να τη βρει μόνο και μόνο για να δει τις χρυσές φολίδες να γίνονται το ίδιο χρώμα με το μωσαϊκό της πολυκατοικίας. Η οπτική του Αλέξανδρου άλλαξε. Έβλεπε το κενό ανάμεσα στην πόρτα και στο δάπεδο. Ξαφνικά η όραση του άρχισε να κινείται, ενώ το σώμα του παρέμενε στάσιμο. Πέρασε κάτω από την πόρτα. Κινήθηκε πάνω στον τοίχο περνώντας μπροστά από την κουζίνα, όπου πιάτα και ποτήρια εκσφενδονίζονταν με μίσος προς τη μητέρα του. Η όρασή του επιτάχυνε. Βρέθηκε στην κλειδοθήκη. Η Χρυσαλλίδα έπιασε τα κλειδιά της εξώπορτας και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η οπτική του επανήλθε στη φυσιολογική της κατάσταση. Η Χρυσαλλίδα εμφανίστηκε μπροστά του, κρατώντας τα κλειδιά στο στόμα της.
Τα έπιασε γρήγορα και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Τα χέρια του έτρεμαν και χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να μπορέσει να ξεκλειδώσει. Έτρεξε γρήγορα προς την κουζίνα, με μάτια δακρυσμένα και φωνάζοντας στον πατέρα του να σταματήσει. Ο καραφλός άνδρας με τη φανέλα και το λερωμένο τζιν σταμάτησε αμέσως μόλις είδε το παιδί του. Η Μαρία είχε παντού κοψίματα από τα γυάλινα σκεύη. Ο Αλέξανδρος έτρεξε προς το δωμάτιο πλαντάζοντας στο κλάμα. Έπεσε πάνω στο κρεβάτι του και άφησε το κεφάλι του να μουσκέψει το μαξιλάρι. Από μέσα μπορούσε να ακούσει τον πατέρα του να κατηγορεί τη μητέρα του για το ξέσπασμα του γιου τους. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε καν να ξέρει τί τον είχε εκνευρίσει αυτή τη φορά. Το μόνο που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν να κλάψει.
Σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του. Οι χρυσές φολίδες του τράβηξαν την προσοχή. Παρά το μέγεθός της η Χρυσαλλίδα είχε φτάσει στο δωμάτιό του και είχε ξαπλώσει πάνω στο μαξιλάρι του. Ο Αλέξανδρος κοίταξε τη δαγκωματιά στο χέρι του. Η δύο κόκκινες ουλές είχαν αρχίσει να εκπέμπουν μια ερυθρή λάμψη. Κοίταξε τη σαύρα κάπως τρομαγμένος, αλλά το μυαλό του έτρεχε. Δεν είχε αντιληφθεί ακόμα τις δυνατότητες της νέας του φίλης. Και αν ήξερε τι τον περίμενε, ίσως δε θα ήθελε να τις γνώριζε ποτέ.
Το Σαββατιάτικο πρωινό ήταν σχετικά ήσυχο. Ο πατέρας του Αλέξανδρου μετά το ξέσπασμά του είχε φύγει από το σπίτι και δεν είχε γυρίσει. Οι προηγούμενες εξορμήσεις του μετά από καβγάδες κατέληγαν συνήθως στο μεσιτικό του γραφείο να εξαφανίζει το απόθεμα από το ουίσκι του. Συνήθως γύριζε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Ο Αλέξανδρος ήταν στο δωμάτιό του. Είχε ακουμπήσει στο γραφείο του τη Χρυσαλλίδα και την κοιτούσε. Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όταν τα ξανά άνοιξε όλα ήταν ακριβώς τα ίδια. Τί συμβαίνει με σένα Χρυσαλλίδα; σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.
Άνοιξε την παλάμη του. Τα σημάδια από το προηγούμενο βράδυ είχαν χαθεί. Τα μάτια του έλαμψαν, καθώς μια ιδέα εμφανίστηκε στο νου του. Έτεινε το δάχτυλο του προς τη Χρυσαλλίδα. Η σαύρα κοίταξε πρώτα το δάχτυλο και μετά το πρόσωπο του. Ο Αλέξανδρος έγνεψε καταφατικά. Η Χρυσαλλίδα δάγκωσε το δείκτη του εφήβου. Η πληγή άρχισε γρήγορα να φωσφορίζει και η οπτική του Αλέξανδρου άλλαξε ξανά. Η μολυβοθήκη του, η κασετίνα του, το φωτιστικό του, όλα έμοιαζαν τεράστια μέσα από τα μάτια της Χρυσαλλίδας.
Ο πειραματισμός του μπορούσε να ξεκινήσει! Συγκεντρώθηκε στην λιγούρα που είχε, σκέφτηκε πόσο πολύ ήθελε ένα μπισκότο. Η Χρυσαλλίδα άλλαξε το χρώμα των φολίδων της και ξεκίνησε την αναρρίχησή της στον τοίχο. Όσο περνούσε από τους διάφορους χώρους του σπιτιού δεν άλλαζε μόνο η οπτική του. Στα ρουθούνια του έφταναν οι αναθυμιάσεις του φαγητού που μύριζε η σαύρα κι όχι εκείνος. Η Χρυσαλλίδα έφτασε στην κουζίνα. Σήκωσε το κεραμικό καπάκι του δοχείου με τα μπισκότα και τοποθέτησε ένα στα σαγόνια της. Πήρε το δρόμο της επιστροφής και, πριν το καταλάβει, η σαύρα βρισκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε. Μπόρεσε να δει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της Χρυσαλλίδας. Κούνησε το χέρι του και είδε το σώμα του να αντιδρά ανάλογα. Δεν φαινόταν τίποτα το ασυνήθιστο, πέρα από τα μάτια του. Οι ίριδές του είχαν πάρει μία σκούρα κόκκινη απόχρωση και λίγος καπνός έβγαινε πίσω από τα βλέφαρα του, όμοιος με εκείνον της Χρυσαλλίδας.
Προσπάθησε να σπάσει το δεσμό τους νοητά, αλλά δεν τα κατάφερε. Κοίταξε τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της Χρυσαλλίδας και προσπάθησε να κατευθύνει προς το μέρος της το δάχτυλο που είχε δαγκώσει. Η σαύρα κοίταξε το δάχτυλο και μετά εκείνον. Μέσα στο κεφάλι του άκουσε μια λέξη, σαν να ήταν σκέψη δική του. Ένιωθε τη φωνή που την πρόφερε βαριά και ανδρική, με μια κάπως ασθενική χροιά. Liber. Ο Αλέξανδρος κοίταξε ξανά τη Χρυσαλλίδα η οποία του έγνεψε καταφατικά. Κοιτούσε τον εαυτό μέσα από τα μάτια της καθώς άνοιγε το στόμα του και έλεγε τη λέξη που του είχε υποδείξει η φωνή. Όλες του οι αισθήσεις επέστρεψαν στο σώμα του και οι φολίδες της Χρυσαλλίδας πήραν πάλι το χρυσαφένιο χρώμα τους. Έφαγε το μπισκότο που του έφερε η φίλη του με ενθουσιασμό.
Ένας δυνατός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του δωματίου του. Έβαλε την Χρυσαλλίδα σε ένα κουτί από παπούτσια με λίγα φύλλα και ρώτησε ποιος είναι. Η μητέρα του απάντησε και εκείνος την άφησε να περάσει.
«Αλέξανδρε,» τα χέρια της ήταν γεμάτα ουλές από τη χθεσινή διαμάχη. Υπήρχαν κάποιες μικρές στο πρόσωπο, το οποίο πλέον ήταν γεμάτο αποφασιστικότητα. Στο διάδρομο πίσω της φαινόταν η βαλίτσα της. «Θέλω να μαζέψεις τα πράγματα σου. Βάλε ρούχα στη βαλίτσα σου, πάρε τα βιβλία σου και έλα στο αμάξι» ο Αλέξανδρος κατάλαβε τι συνέβαινε. Περίμενε αρκετό καιρό αυτή τη στιγμή.
«Που θα πάμε;» ρώτησε φανερά χαρούμενος ο έφηβος.
«Θα μείνουμε στη θεία σου για λίγο» η μητέρα του είχε φωτιά στα μάτια της. Έμοιαζε να είναι μια τελείως διαφορετική γυναίκα. «Δεν πρέπει να το μάθει κανείς όμως, με καταλαβαίνεις;» ο Αλέξανδρος έγνεψε καταφατικά και έβγαλε τη βαλίτσα του κάτω από το κρεβάτι του. Πέταξε μέσα τα ρούχα όπως όπως και έβαλε το κουτί της Χρυσαλλίδας στην τσάντα του μαζί με τα βιβλία του. Λίγες στιγμές αργότερα βρισκόταν στο αμάξι με τη μητέρα του, οδηγώντας προς την Παλιά Πόλη. Οδηγώντας προς την ελευθερία τους.
Η Αρετή τους υποδέχτηκε στο σπίτι της με ανοιχτές αγκάλες. Σέρβιρε μεσημεριανό στους δύο καλεσμένους της και αφού έφαγαν όλοι μαζί, η μεγάλη αδελφή πήρε τη μικρότερη και την οδήγησε στο νοσοκομείο. Πολλές από τις πληγές της ήταν αρκετά βαθιές και πιθανότατα να χρειάζονταν ράμματα. Κατά το απόγευμα το τηλέφωνο στο σπίτι της θείας Αρετής χτυπούσε συνεχώς. Ο Αλέξανδρος δεν το απάντησε ποτέ. Προσπάθησε να διαβάσει, αλλά ο φόβος του δεν τον άφηνε. Κι αν ο μανιακός έρθει και αρχίσει να χτυπάει τα κουδούνια; Και αν αποφασίσει να ξεσπάσει πάνω μου; Τί θα γίνει αν μας περιμένει τη Δευτέρα στο σχολείο; Όλες αυτές οι σκέψεις τον τριγύριζαν στο νου καθιστώντας το αδύνατο να συγκεντρωθεί στα μαθήματα του.
Το αυτοκίνητό τους σταμάτησε ακριβώς στην πόρτα του σχολείου. Και οι δύο τους κοιτούσαν νευρικά τριγύρω. Είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί τους, είχε πάει και μέχρι το σπίτι της Αρετής, αλλά δεν ήθελαν να τον ξανά δουν. Ο Αλέξανδρος φίλησε τη μητέρα του και προσεκτικά βγήκε στο κρύο του δρόμου, κρατώντας την κασετίνα του στο χέρι του με τη Χρυσαλίδα μέσα. Έκανε την συνηθισμένη διαδρομή του, αλλά κάτω από το παγκάκι του τον περίμενε μια έκπληξη. Η Ρόιζιν είχε καθίσει στην θέση του, με το βιβλίο της ιστορίας ανοιχτό και ακουμπισμένο στα γόνατα της.
«Καλημέρα!» είπε ο Αλέξανδρος με ένα στραβό χαμόγελο.
«Καλημέρα και σε σένα!» η φωνή της ήταν κάπως βραχνιασμένη, σαν να ήταν κρυωμένη. «Θες να κάνω πιο ‘κει;», ρώτησε τον Αλέξανδρο.
«Αν δε σε ξεβολεύει,» η Ρόιζιν κινήθηκε προς το κέντρο του πάγκου και χτύπησε απαλά τη θέση όπου καθόταν προηγουμένως. Εκείνος κάθισε και ετοιμάστηκε να βγάλει κάποια από τα βιβλία του, για να τελειώσει ό,τι δεν είχε προλάβει μέσα στην όλη ταραχή του σαββατοκύριακου. «Είχαμε κάτι στην ιστορία σήμερα;» ρώτησε φοβούμενος ότι είχε ξεχάσει κάτι.
«Το διαγώνισμα την πρώτη ώρα,» απάντησε η Ρόιζιν και το χαμόγελό της άρχισε να σβήνει όταν είδε τον Αλέξανδρο να ασπρίζει σαν κόλλα χαρτιού και να βγάζει ταραγμένος το βιβλίο της ιστορίας του.
«Δεν έχεις διαβάσει;» τον ρώτησε η μικρή ιρλανδή, με ένα βλέμμα που έδειχνε συμπόνια και κατανόηση, λες και ήξερε ότι υπήρχε κάποιο θέμα στο σπίτι του Αλέξανδρου.
«Τίποτα απολύτως!» η απάντηση του Αλέξανδρου φάνηκε να προβληματίζει τη Ρόιζιν, που προσπάθησε να πει κάτι, αλλά το κουδούνι τη διέκοψε.
Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε να τρέξει και πάλι. Να κρυφτεί πίσω από το σχολείο και να κλάψει εκεί που δεν μπορούσε να τον δει κανείς. Η Χρυσαλλίδα κουνήθηκε μέσα στην κασετίνα του. Κατάλαβε αμέσως πώς μπορούσε να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση! Πήγε μετά από αρκετή ώρα μπροστά από τη σκάλα και οργανώθηκε μαζί με του συμμαθητές του σε δυάδες. Μπήκαν όλοι μέσα στις αίθουσές τους. Ο Αλέξανδρος τοποθέτησε την κασετίνα κάτω από το θρανίο του και περίμενε να μοιραστούν οι κόλλες. Μόλις τα θέματα είχαν μοιραστεί, έβαλε τη Χρυσαλλίδα να του δαγκώσει το δείκτη και εγκατέλειψε το σώμα του. Την έβαλε να πάει στο θρανίο ακριβώς μπροστά από την έδρα. Όσο η Χρυσαλλίδα έβλεπε τις απαντήσεις του μαθητή εκείνου του θρανίου, το σώμα του Αλέξανδρου τις σημείωνε σε ένα πρόχειρο χαρτί. Όταν είχε όλες τις απαντήσεις, κάλεσε τη Χρυσαλλίδα πίσω και ψιθύρισε τη λέξη για να σπάσει το δεσμό.
Κοίταξε το ρολόι του. Του είχαν απομείνει δεκαπέντε λεπτά. Ήταν αρκετά για να περάσει τις απαντήσεις στο καθαρό χαρτί. Καθώς έγραφε άλλαζε μικρά σημεία από εδώ κι από ‘κει για να καλύψει περισσότερο τα ίχνη του. Ήταν αδύνατο να τον καταλάβουν μιας και καθόταν στο τελευταίο θρανίο και είχε αντιγράψει από το πρώτο. Ένιωσε το δεξί του μάτι να γεμίζει με δάκρυα. Μια κόκκινη σταγόνα μούσκεψε το χαρτί του. Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε το μάτι του. Το χαρτομάντιλο γέμισε πορφυρό αίμα. Οι παλμοί του είχαν αρχίσει να αυξάνονται, οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες και η γλώσσα του ήταν κολλημένη στον ουρανίσκο του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυο-τρεις φορές και ένιωσε το αίμα να στεγνώνει. Ο κόκκινος λεκές εξαφανίστηκε από το χαρτί του και η καρδιά του άρχισε να χτυπά φυσιολογικά.
Το κουδούνι αντήχησε στο σχολικό κτίριο, σημαίνοντας τη λήξη της σχολικής ημέρας για ακόμα μια φορά. Ο Αλέξανδρος μάζεψε τα πράγματά του και προχώρησε προς την έξοδο της τάξης, με την κασετίνα στο αριστερό του χέρι. Κοίταξε τον δείκτη του. Οι δύο τρύπες από τα σαγόνια της Χρυσαλλίδας δεν είχαν εξαφανιστεί όπως τις άλλες φορές. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα σταμάτησε για μια στιγμή και είπε τη λέξη. Αντί ο δεσμός να σπάσει, όπως συνήθως, η οπτική του άλλαξε αυτόματα. Το σκοτάδι της κασετίνας τύλιγε την όραση του, η μυρωδιά του μελανιού τον έπνιγε και τα λεία στυλό του δεν βοηθούσαν στην ισορροπία της Χρυσαλλίδας. Άκουσε το σώμα του να πέφτει και να βήχει λόγω της ξαφνικής αλλαγής του περιβάλλοντος. Μέσα στο βήχα του μπόρεσε με τα χίλια ζόρια να προφέρει τη λέξη και να επιστρέψει στο σώμα του.
Η Ρόιζιν είχε έρθει από πάνω του και τον βοηθούσε να σηκωθεί, ενώ ένας καθηγητής προσπαθούσε να δει τί του είχε συμβεί. Πίσω στο σώμα του μπόρεσε να ανασάνει κανονικά, δίχως η σκόνη της κασετίνας του να τον πνίγει, οπότε μπόρεσε και σηκώθηκε άνετα. Ο καθηγητής του έδωσε την κασετίνα του και η Ρόιζιν τον συνόδεψε προς την έξοδο. Η μητέρα του τον περίμενε κάτω, στην ώρα της και με τη μηχανή αναμμένη. Ο φόβος του συζύγου της την είχε κάνει πολύ επιφυλακτική.
Η διαδρομή, αν και ξεκίνησε με άγχος και ταραχή, μόλις απομακρύνθηκαν από το σχολείο έγινε πιο ευχάριστη. Η μητέρα τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα του στο σχολείο, εκείνος τη ρώτησε πώς ήταν η δική της με τη θεία και γενικά η ατμόσφαιρα ήταν ανάλαφρη και γαλήνια. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει στην Παλιά Πόλη του Ναυπλίου. Μπήκαν στην πολυκατοικία και πατώντας το κουμπί για τον τρίτο όροφο το ασανσέρ τους μετέφερε στο διαμέρισμα της Αρετής.
Ο Αλέξανδρος πήγε αμέσως στον ξενώνα να αφήσει την φίλη του στο κουτί μαζί με κάποια φρέσκα φύλλα της μουριάς που είχε μαζέψει στο διάλειμμα. Τότε παρατήρησε κάτι που έκανε το αίμα του να παγώσει. Η κασετίνα του είχε ανοίξει και η απουσία της σαύρας μέσα της ήταν εμφανής! Κοίταξε ξανά το χέρι του προκειμένου να βεβαιωθεί πως η πληγή ήταν ακόμη εκεί. Ευτυχώς οι δύο μικρές τρύπες βρίσκονταν ακόμα στον δείκτη του δεξιού του χεριού. Πήγε προς την τουαλέτα και αφού κλείδωσε είπε τη λέξη, αλλάζοντας κατευθείαν την οπτική του.
Το οπτικό του πεδίο ήταν κατακόκκινο, με μικρές ίνες να διαγράφονται στον ορίζοντα. Η υφή του δαπέδου του ήταν απαλή σαν σιδερωμένο μετάξι και μπορούσε να μυρίσει μια μικρή ιδέα λεβάντας και συνθετικού τριαντάφυλλου, με μια μικρή πηγή φωτός προς τα πάνω. Κατηύθυνε τη Χρυσαλλίδα προς την ασθενική πηγή φωτός. Βρισκόταν στον ώμο κάποιου με κόκκινα μαλλιά, δέρμα κατάλευκο και φακίδες κατανεμειμένες σε όλο της το δέρμα. Η Ρόιζιν βρισκόταν στο αμάξι των γονιών της, με την μητέρα της να οδηγεί κι εκείνη να χαζεύει έξω από το παράθυρο τα γυμνά δέντρα που προσπερνούσαν. Η μικρή ιρλανδή φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί την παρουσία της σαύρας στο κορμί της.
Έφτασαν σε μια απομακρυσμένη συνοικία του Ναυπλίου, με πολυκατοικίες που δεν ξεπερνούσαν τους δύο ορόφους και αρκετά δέντρα, όπως πεύκα, μουριές και μερικές μουριές. Οι δύο γυναίκες μπήκαν σε μία από τις πολυκατοικίες και έστριψαν στο αριστερό διαμέρισμα του ισογείου. Το σπίτι τους έμοιαζε ζεστό και φιλόξενο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με φθινοπωρινά χρώματα, με το καθιστικό να ξεχωρίζει· ο καφέ καναπές με το μεγάλο τραπέζι λίγα μέτρα πιο μακριά δημιουργούσε μια οικογενειακή θαλπωρή που ο Αλέξανδρος είχε να βιώσει εδώ και χρόνια. Κρεμασμένα υπήρχαν διάφορα κάδρα με φωτογραφίες από τα μεγαλύτερα αδέλφια της Ρόιζιν, τον γάμο των γονιών της, ακόμη και μία ενός σπιτιού σε ένα παγωμένο τοπίο. Στον καναπέ καθόταν ένας μελαχρινός άντρας με ελάχιστες ρυτίδες στο πρόσωπο του και κάποιες άσπρες τρίχες στην τριχοφυΐα του σαγονιού και του κεφαλιού του. Φορούσε ένα ξεκούμπωτο γαλάζιο πουκάμισο, με άσπρη μπλούζα από μέσα, τα μανίκια σηκωμένα και μια μαύρη φόρμα. Πάλευε με ένα έπιπλο, με όπλα του το κλειδί άλεν στο δεξί του χέρι και το ασυναρμολόγητο ράφι στο αριστερό, προσπαθώντας να βρει πώς κούμπωνε στον κυρίως σκελετό της ραφιέρας. Η Ρόιζιν αγκάλιασε τον πατέρα της, ο οποίος άφησε το ράφι στο πάτωμα και την ρώτησε για την ημέρα της και για το διαγώνισμα της πρώτης ώρας. Έπειτα η Ρόιζιν πήγε στο δωμάτιό της.
Άφησε την τσάντα της δίπλα από το γραφείο της και ξεκίνησε να μελετάει. Η Χρυσαλλίδα κατέβηκε από πάνω της και κάθισε πάνω στο γραφείο της. Μέσα από τα μάτια του ερπετού ο Αλέξανδρος θαύμαζε την ομορφιά της. Ακόμα και στις πιο απλές στιγμές, η όψη της δεν έπαυε να τον συναρπάζει. Κοίταξε τριγύρω ώστε να βρει ένα μέρος να κρύψει τη Χρυσαλλίδα, Η μικρή σαύρα άρχισε να περπατάει στο ταβάνι, ψάχνοντας για κάποια ρωγμή ή κάποιο άνοιγμα. Εν τέλει αποφάσισε να κρύψει τη μικρή του φίλη πίσω από το κούφωμα της ντουλάπας και να δει πώς θα δράσει μετά το φαγητό.
Η Χρυσαλλίδα έμεινε στο σπίτι της Ρόιζιν όλη μέρα. Κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ο Αλέξανδρος μετέφερε τη συνείδηση στο δικό της σώμα, είτε επειδή ήθελε να δει πώς είναι το ερπετό, είτε επειδή ήθελε να θαυμάσει την νεαρή ιρλανδή. Την είχε δει να διαβάζει, να γευματίζει, μέχρι και να κοιμάται. Ο Αλέξανδρος είχε μείνει σχεδόν όλο το βράδυ στο σώμα της Χρυσαλλίδας. Είχε μελετήσει και τους τίτλους τον βιβλίων που υπήρχαν στην βιβλιοθήκη της, τα μικροπράγματα στο γραφείο της, και γενικά οτιδήποτε μπορούσε να του δώσει μια ιδέα για τα ενδιαφέροντα της.
Το πρωί κατηύθυνε τη Χρυσαλλίδα προς την τσάντα της Ρόιζιν. Αισθανόταν τη σαύρα να πηγαίνει πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως, σαν κάτι να της είχε συμβεί που την καθυστερούσε. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και συνέχισε την αποστολή του. Την είδε να βάζει πολλά πράγματα στην τσάντα της, τα βιβλία της, την κασετίνα της, καθώς και το κολατσιό της: ένα σάντουιτς σε ψωμί σίκαλης, συνοδευόμενο από ένα γυάλινο βάζο με χυμό πορτοκάλι, σημαντική πληροφορία. Μόλις βεβαιώθηκε ότι η Ρόιζιν είχε κλείσει την τσάντα της, είπε τη λέξη για να σπάσει το δεσμό και ξεκίνησε κι εκείνος για το σχολείο.
Η Ρόιζιν τον περίμενε ξανά στο παγκάκι κάτω από τη μουριά. Εκείνος της χαμογέλασε και κάθισε δίπλα της. Τότε μπόρεσε να θέσει όλα όσα είχε μάθει σε εφαρμογή. Μιλούσαν μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και πως οι κανονικές ιστορίες ήταν πολύ πιο σκοτεινές από αυτές που είχε συνηθίσει ο κόσμος. Και οι δυο τους έμοιαζαν να ευχαριστιούνται τη συζήτηση, παρόλο που τα περισσότερα που έλεγε ο Αλέξανδρος ήταν πληροφορίες που είχε συλλέξει από έρευνα της τελευταίας στιγμής.
Κατά τη διάρκεια της προσευχής ο Αλέξανδρος άλλαξε την οπτική και οδήγησε την μικρή, χρυσαφένια φίλη του πίσω στην κασετίνα του. Ένιωσε μια περίεργη αίσθηση στο πρόσωπό του μόλις διέκοψε το δεσμό. Ένα δυνατό τσούξιμο τον διαπερνούσε κάθε φορά που ο χειμωνιάτικος αέρας φυσούσε κατά πάνω του, σαν τα μάγουλα, η μύτη, τα μάτια και τα αυτιά του να είχαν γεμίσει χαρακιές. Ακούμπησε το πρόσωπο του, που πονούσε και μόνο στο άγγιγμα των ακροδαχτύλων του, και όταν το απομάκρυνε το πορφυρό του αίμα έσταζε από το πρόσωπο του.
Τα μάτια του θόλωσαν, και η οπτική του άλλαξε, αυτή τη φορά όχι με την οπτική της Χρυσαλλίδας· είχε την αίσθηση ότι έβλεπε κάποιο όραμα. Ένας άνδρας με ρωμαϊκή πανοπλία κρατάει από το λαιμό έναν άνδρα με χιτώνα. Πίσω τους είναι μια αψίδα από την οποία πηγάζει λευκός καπνός, παρόμοιος με εκείνο της Χρυσαλλίδας, αλλά πιο καθαρός, πιο λευκός. Ο Ρωμαίος τον δένει στον τοίχο και βγάζει ένα στιλέτο από τη ζώνη του. Το καρφώνει στο μήλο του άνδρα με το χιτώνα. Αργά και σταθερά κατεβάζει τη λεπίδα του όλο και πιο χαμηλά στο σώμα του άνδρα, με τα μάτια του να αλλάξουν χρώμα, γίνονται πιο κόκκινα και πιο λαμπερά όσο το μαχαίρι κόβει μυϊκό ιστό, όργανα και ύφασμα. Η λεπίδα σταματά στα γεννητικά του όργανα, κόβοντας τον άντρα στα δύο από το λαιμό και κάτω. Ο Ρωμαίος βάζει το χέρι του μέσα στον λευκό καπνό και σαν από το πουθενά εμφανίζει μια γυάλινη σφαίρα, όχι πολύ μεγαλύτερη από αυγό. Την φέρνει κάτω από το κορμί του χιτωνοφόρου και αφήνει το αίμα του να στάξει πάνω της. Όλη η σφαίρα γίνεται κόκκινη, με μέρος του καπνού να περιστρέφεται στα τοιχώματα της. Το διαμελισμένο σώμα σαπίζει κατευθείαν και ο Αλέξανδρος επανέρχεται στην πραγματικότητα.
Τον κρατούσαν στους ώμους τους δύο καθηγητές και τον μετέφεραν στην αίθουσα των εκπαιδευτικών. Όταν τον άφησαν σε μία καρέκλα συνειδητοποίησαν ότι οι αισθήσεις του είχαν επανέλθει. Προσπάθησαν να καλέσουν στο σπίτι του, αλλά εκείνος δεν τους άφησε. Τους έδωσε το τηλέφωνο της θείας του και τους είπε να καλέσουν εκείνη. Όσο περίμενε κοίταξε την κασετίνα και την τσάντα του για το ερπετό αλλά για άλλη μια φορά εκείνο είχε εξαφανιστεί. Σύντομα η Αρετή είχε έρθει και τον είχε πάει σπίτι.
Η θεία του τον έβαλε να καθίσει στον ξενώνα όσο εκείνη του ετοίμαζε μια σούπα για να νιώσει καλύτερα. Καθόταν οκλαδόν πάνω στο κρεβάτι. Το βλέμμα του χανότανε στο άπειρο και το πρόσωπότου ήταν κατάλευκο. Ακουμπούσε συνεχώς το πρόσωπο του, χωρίς να νιώθει τίποτα. Κοίταξε το τρεμάμενο χέρι του. Οι δαγκωνιές ήταν ακόμα εκεί. Φοβόταν να συνδεθεί με τη Χρυσαλλίδα, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να επιζητά την δύναμη που του πρόσφερε η σαύρα. Ποιος άλλος εκτός από το Θεό είναι πανταχού παρών; Ποιος άλλος μπορεί να δει πέρα από την όραση του; Με αυτές του τις σκέψεις πρόφερε τη λέξη και μετέφερε τη συνείδηση του στην Χρυσαλλίδα.
Η σαύρα ήταν στο παγκάκι κάτω από τη μουριά. Το προαύλιο ήταν εντελώς άδειο και η Χρυσαλλίδα μασουλούσε τα πεσμένα φύλλα του δέντρου. Ξαφνικά το κουδούνι χτύπησε. Όλη η αυλή γέμισε με παιδιά και καθηγητές και από μακριά είδε τη Ρόιζιν να έρχεται προς το παγκάκι, με το χυμό και το σάντουίτς της στο χέρι. Η Χρυσαλλίδα μετακινήθηκε λίγο και στην θέση της έκατσε η μικρή ιρλανδή. Ο Αλέξανδρος απλά κοιτούσε προς τα πάνω με τα μάτια του ερπετού, μέχρι που μια χρυσή λάμψη εμφανίστηκε στην περιφερειακή του όραση. Κοίταξε προς τα κάτω απ’ όπου και προερχόταν Η Χρυσαλλίδα είχε βγει από το καμουφλάζ της.
Οι χρυσές της φολίδες τράβηξαν και την προσοχή της Ρόιζιν. Η μικρή κοκκινομάλλα την τοποθέτησε στοργικά στην παλάμη της και την έφερε στο ύψος των ματιών της.
«Καημένο πλάσμα,» είπε με τη μελωδική της φωνή η Ρόιζιν. «Κοίτα πόσο αδυνατισμένο είσαι».
Η Ρόιζιν τελείωσε το χυμό της και μάζεψε μερικά φύλλα, τα οποία και έβαλε στο βάζο της. Έπειτα άφησε τη χρυσή σαύρα να κυλήσει μέσα στο βάζο και έκλεισε το καπάκι. Ο Αλέξανδρος έμεινε στο σώμα της Χρυσαλλίδας και κοιτούσε τα μάτια της Ρόιζιν μέσα από το γυαλί. Το κουδούνι χτύπησε και η μικρή πήρε το βάζο της και κινήθηκε προς την αίθουσα. Ο Αλέξανδρος, μη θέλοντας να παρακολουθήσει το μάθημα, είπε τη λέξη για να διακόψει το δεσμό.
Βρισκόταν ακόμα μέσα στο βάζο. Οι όξινες αναθυμιάσεις που είχαν απομείνει από το χυμό του έτσουζαν τα μάτια και η ανάσα του ικανοποιούσε όλο και λιγότερο τους πνεύμονές του. Το σώμα του φώναζε απελπισμένα τη λέξη, προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τη γυάλινη φυλακή του, αλλά μάταια. Το οξυγόνο του είχε σχεδόν τελειώσει. Εισέπνεε και στα πνευμόνια του δεν έμπαινε αέρας. Κοίταξε μια τελευταία φορά προς τα πάνω, προς τα μάτια της νεαρής Ρόιζιν, τα οποία λίγες στιγμές αργότερα τυλίχθηκαν στο σκοτάδι.
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories: