Fantasy & Horror Short Stories
Συλλογή “Η Κρύπτη”
Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.
Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.
Διαβάστε και στο Wattpad
Η Παρέα των Νεκρών
Μέρος 1ο
Θεσσαλονίκη, Φθινόπωρο 2010
Το διαμέρισμα ήταν αφύσικα ήσυχο. Ήταν η τελευταία μου μέρα μου εκεί και όλα του τα ελαττώματα έμοιαζαν να είχαν εξαφανιστεί. Κανένα ενοχλητικό πλιτσ πλιτσ από τη βρύση που έσταζε, κανένα περίεργο βζιν από τις πρίζες, ακόμα και η μυρωδιά της αποχέτευσης απουσίαζε από τα ρουθούνια μου. Κοίταξα για μια τελευταία φορά τους τοίχους που ένωναν το υπνοδωμάτιο – σαλόνι με τη μικρή κουζινούλα. Όταν πρωτομπήκα εδώ μέσα ήταν κιτρινισμένοι από νικοτίνη και τα λαδερά που μαγείρευε ο προηγούμενος ενοικιαστής, με το ταβάνι μαύρο από την υγρασία. Θαύμαζα το έργο των τελευταίων επτά χρόνων, τους άσπρους τοίχους του διαμερίσματος που πλέον άφηνα πίσω μου. Θα μου λείψει αυτός ο τρόπος ζωής. Έτεινα το χέρι μου για να ακουμπήσω την τραχειά επιφάνεια αυτών των τοίχων μια τελευταία φορά, αλλά με διέκοψε η δόνηση στην τσέπη μου. Κοίταξα την μικρή οθόνη του κινητού μου.
«Έλα μαμά,» είπα καθώς πατούσα το πράσινο κουμπί.
«Έλα καρδούλα μου!» η μητέρα είχε έναν ενθουσιασμό στη φωνή της. Πρέπει να έλαμπε από χαρά που η μοναχοκόρη της γύριζε στο πατρικό. Μπορούσα να ακούσω στο βάθος έναν δυνατό κινητήρα και ανθρώπους να φωνάζουν ο ένας στον άλλο. «Ήρθε το φορτηγό, έχουν αρχίσει και βγάζουν τις κούτες, πού βρίσκεσαι;».
«Είμαι σπίτι ακόμα, θα χαιρετήσω την Άννα και θα έρθω,» κοιτάζω το ρολόι μου και βλέπω πως είναι περασμένες δύο. Θα περιμένει η κοπέλα.
«Καλά κορίτσι μου, αλλά μη σε πιάσει νύχτα, δεν είναι εύκολο να οδηγείς βράδυ».
«Εντάξει μαμά, θα ξεκινήσω πριν νυχτώσει,» νιώθω ένα μικρό μειδίαμα να σχηματίζεται στο πρόσωπο μου. Όσο και να μεγάλωνα, όσο και να μεγάλωνε εκείνη, κάποια πράγματα δεν επρόκειτο να αλλάξουν.
«Ωραία κορίτσι μου, τα λέμε όταν φτάσεις, φρόντισε να φας κάτι, μη μείνεις νηστικιά!».
«Μη φοβάσαι, θα φάω,» προσπαθώ να μη γελάσω με την ακατέργαστη καρικατούρα της ελληνίδας μάνας με την οποία μιλούσα.
Κλείσαμε το τηλέφωνο και πήρα τη βαλίτσα μου. Έκανα μια στάση στον κάτω όροφο να αφήσω τα κλειδιά του διαμερίσματος και αποχαιρέτησα το φοιτητικό μου σπίτι. Έβαλα όπως όπως τη βαλίτσα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς την πλατεία Αριστοτέλους. Όταν έφτασα στο κλασικό μας στέκι, η Άννα ήταν ήδη εκεί και είχε παραγγείλει ήδη έναν καφέ. Κάθισα απέναντι και παρήγγειλα κι εγώ το γνωστό freddo cappuccino.
«Τι θα κάνεις τώρα στην Καβάλα;» με ρώτησε η Άννα μετά τα τυπικά “Τι κάνεις;” και “Πως είσαι;”.
«Δε ξέρω ακόμη,» απάντησα και ήπια μια γουλιά νερό. «Ίσως ανοίξω φροντιστήριο. Με πτυχίο στη φιλοσοφία δεν έχω και πολλές επιλογές».
«Το μεταπτυχιακό δεν το σκέφτεσαι με τίποτα;» η Άννα είχε εκείνη την έκφραση στο πρόσωπό της, με τα δυο της φρύδια όρθια και τα μάτια της ανοιχτά, να περνούν πάνω από το σκελετό των γυαλιών της. Εκείνο το βλέμμα το οποίο σε αποδοκίμαζε μεν για τις επιλογές σου, αλλά ήξερες ότι θα σε στήριζε στην οποιαδήποτε χαζομάρα.
«Δε μπορώ άλλο βρε φιλενάδα. Θέλω να καθίσω να αράξω,» ο καφές μου είχε πλέον έρθει, οπότε έκανα μια παύση να πιω μια γουλιά και συνέχισα. «Ίσως το κάνω αργότερα, αλλά προς το παρόν θα δω τι μπορώ να κάνω στα πάτρια εδάφη».
«Τι να σου πω, τα καλύτερα εύχομαι!» το χαμόγελό της φαινόταν εγκάρδιο. Ήμουν τυχερή που είχα μια τέτοια φίλη.
«Θα μου λείψεις μωρή!» τελείως ασυνείδητα της έπιασα το χέρι που είχε ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι.
«Τί θα σου λείψω;» είχε πάρει το θεατρικό της ύφος για να το παίξει και καλά παρεξηγημένη. «Δύο ώρες δρόμος είναι, θα έρχεσαι κακομοίρα μου!» είπε κουνώντας το δάχτυλό της μπροστά από το πρόσωπο μου. Γέλασα για λίγο, αλλά μετά ένιωσα το πρόσωπό μου να χαλαρώνει. Πόσο θα μου λείψει αυτή η ζωή. Κοιτούσα το έδαφος λες και προσπαθούσα να βρω κάτι που έλειπε.
«Τι έγινε;» η Άννα είχε καταλάβει πως δεν ήμουνα καλά.
«Δεν ξέρω. Νιώθω… περίεργα. Αντί να νιώθω ολοκληρωμένη και επιτυχημένη, αισθάνομαι ότι… κάτι τελειώνει. Οι μέρες που έβγαινα κάθε βράδυ και μεθούσα τελειώσαν. Με καταλαβαίνεις;».
Μόλις ολοκλήρωσα το μικρό μου μονόλογο, έκλεισε το χέρι μου ανάμεσα από τα δικά της και με κοίταξε στα μάτια.
«Όλα θα πάνε καλά» η φωνή της ήταν απαλή και σταθερή. «Η ζωή σου τώρα ξεκινά. Και, Μελίνα μου, δεν πρέπει να φοβάσαι».
Ένιωσα κάπως καλύτερα, αρκετά ώστε να συνεχίσουμε τον καφέ μας χωρίς μελαγχολικά βλέμματα στο δάπεδο, αλλά όχι για να με εγκαταλείψουν οι ανασφάλειες μου. Μιλήσαμε λίγο ακόμα περί ανέμων και υδάτων, ώσπου κοίταξα το ρολόι μου και είδα πως η ώρα ήταν πλέον τέσσερις. Αποχαιρέτησα τη φίλη μου και αφού έβαλα τις οδηγίες στο GPS, ξεκίνησα για το πατρικό μου.
ΚΓΖΠ
Οδηγούσα για λίγη ώρα τώρα, περίπου μία και μισή. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει και η μουσική από το ραδιόφωνο μαζί με τον καφέ που είχα πιει με κρατούσαν ξύπνια. Κουνούσα το κεφάλι μου στον ρυθμό της έντεχνης μουσικής, κρατώντας τα μάτια μου στο δρόμο, με εξαίρεση κάποιες κλεφτές ματιές προς το GPS.
Ο δρόμος μπροστά μου ήταν σχεδόν άδειος, μόνο δύο τρία αμάξια με προσπερνούσαν και χάνονταν στον ορίζοντα. Ο ουρανός είχε ντυθεί με το πορτοκαλί πανωφόρι του, εκείνο που φορούσε κάθε μέρα λίγο πριν τη δύση. Μπορούσα να μυρίσω την υγρασία καθώς ο αέρας έμπαινε από το παράθυρό μου και γύρω μου διάφοροι ήχοι γαργαλούσαν τα αυτιά μου. Κάποια πουλάκια κελαηδούσαν, τα περιστασιακά αμάξια άφηναν πίσω τον ήχο της ταχύτητάς τους, και ο κινητήρας του αυτοκινήτου μου ακουγόταν να γουργουρίζει καθώς άλλαζα ταχύτητες ή πατούσα πιο δυνατά το γκάζι. Δεν ήξερα αν θα ξανά έβρισκα τέτοια γαλήνη.
Είχα σχεδόν φτάσει στη γέφυρα του Στρυμόνα όταν ένιωσα το αμάξι να επιβραδύνει. Γύρισα το τιμόνι για να το βγάλω εκτός του δρόμου μέχρι που σταμάτησε. Πατούσα το γκάζι, αλλά το αμάξι δεν ανταποκρινόταν. Κοίταξα αντανακλαστικά το ντεπόζιτο και είδα την κόκκινη βελόνα στο “E”. Απ’ ό,τι φαίνεται ξέχασα να βάλω βενζίνη πριν φύγω. Βγήκα από το αυτοκίνητό μου και τηλεφώνησα στη μητέρα μου. Δεν ήμουν αρκετά μακριά από την Καβάλα, οπότε δε θα της έπαιρνε παραπάνω από μισή ώρα να έρθει εδώ με ένα γαλόνι βενζίνη. Σπαταλήσαμε μισή ώρα προκειμένου να μπορέσω να της εξηγήσω που ακριβώς βρισκόμουν με τη βοήθεια του GPS. Όταν πλέον σιγουρευτήκαμε πως είχε τις σωστές συντεταγμένες κλείσαμε το τηλέφωνο.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο αέρας φυσούσε παγωμένος. Το μελωδικό κελάηδισμα των πουλιών είχε αλλάξει στη βαριά ανάσα των κουκουβαγιών και άλλων νυκτόβιων αρπακτικών πτηνών. Είχα μείνει στο αμάξι και κοιτούσα το λιβάδι μπροστά μου. Πόσο ήρεμο. Απολάμβανα τη γαλήνη που μου προσέφερε το τοπίο σε συνδυασμό με τη μουσική του ραδιοφώνου. Ξαφνικά κάτι μου τράβηξε την προσοχή. Στο βάθος του λιβαδιού μπορούσα να δω να αναβοσβήνει μια μικρή, κόκκινη λάμψη. Αμέσως σκέφτηκα πως κάποιος μπορεί να βρισκόταν σε κίνδυνο. Βγήκα από το αμάξι και αφού κλείδωσα, άρχισα να κατευθύνομαι προς τη λάμψη. «Είσαι εντάξει;», φώναξα προς τη λάμψη, αλλά δεν έλαβα απάντηση, οπότε μπήκα πιο βαθιά στο λιβάδι.
Βρισκόμουν πάνω από την πηγή της λάμψης. Δεν ήταν κάποιος κυνηγός που τραυματίστηκε, όπως είχα υποθέσει. Το τι ήταν δεν είχε λογική από πίσω του. Ήταν μια πέτρα, λεία και γυαλιστερή σαν γυαλί. Εξέπεμπε ένα κόκκινο φως, με ρυθμό παρόμοιο με το χτύπο μιας καρδιάς. Έτεινα το χέρι μου και προσπάθησα να το σηκώσω, αλλά η πέτρα ήταν κολλημένη στο έδαφος. Έβαλα περισσότερη δύναμη. Τα άστρα ήταν το τελευταίο πράγμα που είδα καθώς το έδαφος υποχώρησε.
ΤΧΥΜΝΚΙΩ
Ένιωσα το σώμα μου να χτυπά πάνω σε σκληρή πέτρα. Έβγαλα το κινητό μου και φώτισα το χώρο. Τα τοιχώματα γύρω μου ήταν φτιαγμένα από μάρμαρο και σχημάτιζαν έναν διάδρομο. Ήταν σχετικά στενός αλλά μπορούσα να περπατήσω. Στο χώρο επικρατούσε μια απαίσια μυρωδιά. Δεν μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ακριβώς, αλλά ήταν σίγουρα κάτι σάπιο. Κοίταξα προς τα πάνω. Η τρύπα από την οποία είχα πέσει δεν ήταν πολύ ψηλά. Με λίγη προσπάθεια θα κατόρθωνα να βγω. Έκανα να προσπαθήσω, αλλά η κόκκινη λάμψη μου τράβηξε ξανά την προσοχή. Ήταν εκεί κάτω. Μαζί μου. Πλέον μπορούσα να δω πάνω σε τι ήταν κολλημένη· ήταν ένα μικρό άγαλμα λιονταριού. Το ένα του μάτι ήταν κενό και το άλλο ήταν το κόκκινο πετράδι. Το λιοντάρι έμοιαζε με μικρογραφία του λέοντα της Αμφίπολης που βρισκόταν λίγο πιο μακριά από εδώ.
Ο ρυθμός με τον οποίο αναβόσβηνε ήταν πιο γρήγορος από πριν, και η λάμψη ήταν πιο ισχυρή. Άκουσα φωνές να έρχονται απ’ έξω.
«Μελίνα! Μελίνα που είσαι;»
αναγνώρισα τη φωνή της μητέρας μου και της απάντησα, ελπίζοντας να με ακούσει. Γοργός βηματισμός ακούστηκε να τρέχει προς το μέρος μου και το κεφάλι της μητέρας μου ξεπρόβαλε από την τρύπα. Έτεινε το χέρι της χωρίς να ρωτήσει πολλά και με βοήθησε να βγω. Μόλις βγήκα με κράτησε στην αγκαλιά της και με φίλησε.
«Τί έγινε; Πως βρέθηκες εκεί μέσα καρδούλα μου;» μπορούσα να νιώσω την καρδιά της να χτυπά γρήγορα καθώς με κρατούσε σφιχτά πάνω στο στήθος της. «Αχ και να ‘ξερες πόσο τρόμαξα όταν έφτασα και δε σε βρήκα!».
«Καλά είμαι, απλά…» κόμπιασα λίγο. Δεν ήξερα πώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. «Απλά έπεσα».
«Τι έπεσες; Πώς έπεσες; Γιατί βγήκες από το αμάξι;».
«Νόμιζα ότι είδα κάτι…αλλά μάλλον δεν είδα καλά…» ήμουν τρομερά μπερδεμένη και δεν ήξερα πώς ακριβώς να περιγράψω τί συνέβη.
«Πάμε σπίτι!» είπε η μαμά και με σήκωσε όρθια, τα χέρια της να τρέμουν και το πρόσωπό της χλωμό. «Δε θα οδηγήσεις εσύ, εγώ θα οδηγήσω, θα καλέσω οδική να πάρει το αμάξι σου».
Πήγαμε προς τα αμάξια, το ένα παρκαρισμένο πίσω από το άλλο. Η μαμά κάλεσε την οδική βοήθεια και εγώ μπήκα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της. Όσο εκείνη μιλούσε στο τηλέφωνο, η σκέψη μου έτρεχε. Κοίταξα στο λιβάδι μήπως δω την πέτρα να φωτίζει, αλλά η κόκκινη λάμψη της είχε εξαφανιστεί. Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες του παντελονιού μου. Στη δεξιά μου τσέπη ένιωσα ένα λείο, στρογγυλό αντικείμενο, το οποίο ήταν ζεστό στο άγγιγμα. Το έπιασα και το έβγαλα από την τσέπη μου. Η κόκκινη πέτρα! Δε θυμόμουν να τη μαζεύω. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι την άφησα στο μαρμάρινο διάδρομο. Άνοιξα το παράθυρο και την πέταξα όσο πιο μακριά μπορούσα.
Λίγες στιγμές αργότερα βρισκόμουν στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου είχε γεμίσει ένα τασάκι γόπες, μάλλον από την ανησυχία του, γιατί μπορεί να ήταν καπνιστής, αλλά πάντα είχε μέτρο! Μόλις πέρασα το κατώφλι του σπιτιού σηκώθηκε και με αγκάλιασε πιο σφιχτά από ποτέ. Ευτυχώς φορούσα πουλόβερ, αλλιώς τα γένια του θα μου δημιουργούσαν κάποιο ερέθισμα. Απόλαυσα για λίγο την οικογενειακή θαλπωρή του μικρού σαλονιού στον έκτο, αλλά ήμουν τρομερά κουρασμένη. Φίλησα τους γονείς μου και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.
Με το που άνοιξα την πόρτα χτύπησα πάνω σε μια στοίβα από κούτες. Κατατοπίστηκα μέσα στο λαβύρινθο από χάρτινα κιβώτια μέχρι που έφτασα στη ντουλάπα και πήρα το μπουρνούζι μου. Έκανα ένα γρήγορο μπάνιο -που το χρειαζόμουν μετά απ’ ό,τι έγινε- και πήγα ξανά στο δωμάτιό μου να ντυθώ και να κοιμηθώ. Καθώς πλησίαζα άκουγα μουρμουρητά να βγαίνουν από την πόρτα μου. Δε μπορούσα να διακρίνω λέξεις. Μπήκα μέσα και αμέσως έκλεισα το στόμα μου με τα χέρια μου προκειμένου να μην ουρλιάξω! Δεν είχε πρόσωπο, δεν είχε ρούχα, ούτε ξεκάθαρα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μόνο μια σιλουέτα η οποία θύμιζε ανθρώπινο ον. Λευκός καπνός τύλιγε το πλάσμα. Μπορούσα να δω από μέσα του, ήταν σαν σκιά και στο χέρι του υπήρχε η κόκκινη πέτρα. Την ακούμπησε στο κομοδίνο μου και μια φωνή ακούστηκε στο κεφάλι μου, λες και ήταν δική μου σκέψη:
Πνέω μένεα, Μελίνα…Εξ οικείων όντα τα βέλη επίλεξες, εν αδαμιαία περιβολή, γαία πυρί μιχθήτω! Μετά από αυτό, το πλάσμα εξαφανίστηκε. Γαία πυρί μιχθήτω; Την ήξερα αυτή τη φράση! Την είχα ακούσει σε κάποιο από τα μαθήματα της σχολής “…ας καταστραφούν τα πάντα”!
Πλησίασα αργά την κόκκινη πέτρα. Όταν έφτασα την έπιασα με το δείκτη και τον αντίχειρά μου και την έφερα στο ύψος των ματιών μου. Το κόκκινο χρώμα της δεν ήταν εν τέλει ομοιόμορφο, αλλά προερχόταν από ένα κόκκινο υγρό που αναμιγνυόταν με έναν λευκό καπνό. Ακούμπησα την πέτρα στο γραφείο μου και έψαξα στις κούτες μου για κάποιο από τα παλιά μου συγγράμματα. Μόλις βρήκα τον πιο βαρύ τόμο τον κοπάνισα πάνω στην πέτρα με όση δύναμη είχα. Όταν σήκωσα το βιβλίο, η πέτρα ήταν άθικτη! Ούτε μια ρωγμή ούτε τίποτα! Έβαλα τις πιτζάμες μου ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο πέτρωμα. Όταν ντύθηκα απλά κάθισα στο κρεβάτι μου, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου και έχοντας το πετράδι ακουμπισμένο μπροστά μου στα παπλώματα μου. Φοβόμουν να κοιμηθώ….
ΚΕΓΘΣΧΩΚ
Είναι σκοτεινά. Δεν μπορώ να δω τίποτα. Ανοίγω το κινητό μου και φωτίζω το χώρο γύρω μου. Μαρμάρινοι τοίχοι με περιτριγυρίζουν και ο διάδρομος συνεχίζει στο σκοτάδι. Πηγαίνω πιο βαθιά. Οι τοίχοι είναι τραχειοί και γεμάτοι χώμα. Μια απαίσια μυρωδιά μου τρυπάει την μύτη. Δε μπορώ να την περιγράψω ακριβώς, αλλά είναι σίγουρα κάτι σάπιο. Ακούω την ηχώ της ανάσας μου μέσα στο στενό διάδρομο. Σταματώ. Βρίσκομαι μπροστά από μια πόρτα, φτιαγμένη από σαπισμένο ξύλο. Με το που την ακουμπάω πέφτει κάτω, παράγοντας έναν κρότο που αντηχεί σε όλο το χώρο. Η μυρωδιά γίνεται ακόμα πιο έντονη.
Το δωμάτιο μπροστά μου είναι λίγο πιο ανοιχτό από τον διάδρομο που αφήνω πίσω μου. Έξι κίονες στέκονται στο κέντρο και στηρίζουν το ετοιμόρροπο, μαρμάρινο ταβάνι, μέσα από τις ρωγμές του οποίου πέφτουν πέτρες και χώμα. Στο κέντρο υπάρχει ένα μαρμάρινο τραπέζι. Έχει χαραγμένα τα πρόσωπα του Σωκράτη και του Πλάτωνα μαζί με την επιγραφή “ΠΡΟΦΗΤΑΙ” . Πίσω από το τραπέζι υπάρχει μία ανοδική σκάλα, δίχως πόρτα στην άλλη άκρη της, σταματάει στο ταβάνι του δωματίου. Αγνοώ τη σκάλα και εστιάζω στο βωμό. “ΠΡΟΦΗΤΑΙ”; Ποιος αρχαίος πολιτισμός θα λάτρευε δύο φιλόσοφους σαν προφήτες; Περπατώ γύρω από το βωμό και μελετώ προσεκτικά τις αναπαραστάσεις πάνω του. Στις μικρότερες επιφάνειες είναι μόνο του ένα από τα κεφάλια του κάθε φιλοσόφου, ενώ στις μεγάλες υπάρχει η ίδια αναπαράσταση που είδα μόλις μπήκα, μόνο που στην πλευρά που βλέπει προς την σκάλα τα στόματα των ανάγλυφων είναι ανοιχτά. Βάζω το χέρι μου μέσα στο στόμα του ενός και νιώθω μια τραχειά και σκουριασμένη αλυσίδα. Με λίγη αναζήτηση βρίσκω μια ίδια και στο δεύτερο στόμα. Τραβάω τις αλυσίδες ταυτόχρονα και ο βωμός υποχωρεί, αποκαλύπτοντας μια νέα σκάλα. Πλέον η μυρωδιά είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Στο βάθος της σκάλας μπορώ να δω μια κόκκινη λάμψη, να αναβοσβήνει με το ρυθμό που χτυπάει μία καρδιά.
Κατεβαίνω κάτω. Ο χώρος γύρω μου είναι διαφορετικός από πριν. Υπάρχουν τέσσερις αψίδες, μία είναι πάνω από τη σκάλα στην οποία μπήκα, άλλες δύο στα πλαϊνά μου, με τοίχο από πίσω τους και άλλη μία μπροστά μου που οδηγεί στο χώρο από όπου προέρχεται η λάμψη. “Είναι κρύπτη!” σκέφτομαι και περπατάω προς την αψίδα μπροστά μου. Μπαίνω στο χώρο. Η λάμψη σταματά να αναβοσβήνει, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει. Δε βλέπω παρά μόνο θαμπές σιλουέτες. Είναι δύο σκιές τυλιγμένες σε λευκό καπνό. Η μια μορφή κρατάει μαχαίρι και ένα φιαλίδιο. Περνάει το μαχαίρι στο λαιμό της άλλης και το κατεβάζει αργά προς το στήθος της, χωρίς να το αφαιρεί από μέσα της. Τοποθετεί το φιαλίδιο από κάτω και μαζεύει το αίμα. Ξαφνικά η λάμψη χάνεται και ο χώρος σκοτεινιάζει. Δύο ματωμένα μάτια βρίσκονται μπροστά μου. Δεν μπορώ να αναπνεύσω! Ακούω μια φωνή στο κεφάλι μου. Δεν είναι η ίδια με την προηγούμενη! Είναι βαθιά και επιθετική, με μια αφύσικη βραχνάδα. Λέει μόνο τέσσερις λέξεις: “ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΚΡΥΠΤΗ”.
Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories: