Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Fantasy & Horror Short Stories

Συλλογή “Η Κρύπτη”

Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.

Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.

fantasy

Διαβάστε και στο Wattpad

Γύρισμα της Τύχης

Ύδρα, Φθινόπωρο 1923

 

 Παίζαμε τους ξιφομάχους με τον Γιώργο στην αυλή, με τα ξύλινα σπαθιά που μας είχε φτιάξει ο μπαμπάς μου. Ο Γιώργος ήταν πολύ ικανός με το σπαθί! Προσπάθησα να προσπεράσω το ξίφος του και να κατευθύνω το δικό μου προς τη στρουμπουλή κοιλιά του, αλλά ο φοβερός εχθρός μου ήταν πανούργος! Με έναν κλώτσο ο Γιώργος σήκωσε λίγο από το χώμα και το έριξε στα μάτια μου. Το ένιωθα να καίει τα μάτια μου! Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν σαν ποτάμι από το πρόσωπο μου και φώναξα για τη μαμά. Ο Γιώργος ήρθε κοντά μου και μου είπε πως θα είμαι εντάξει, αγκαλιάζοντάς με στοργικά και σκουπίζοντας τα μάτια μου. Το χώμα σταμάτησε να με πονά και τότε βρήκα την ευκαιρία να χτυπήσω! Πέρασα το σπαθί μου κάτω από τη μασχάλη του και εκείνος έπεσε νεκρός! «Ανάθεμά σε Μαύρε Ιππότη! Θα εκδικηθώ μια μέρα!» φώναξε με τις τελευταίες του δυνάμεις.

 Το μεγάλο ρολόι του λιμανιού χτύπησε δώδεκα. Όπως πάντα ο Γιώργος έπρεπε να φύγει. Η μαμά του δεν του επέτρεπε να μένει έξω μετά το μεσημέρι. Τον χαιρέτησα και μπήκα μέσα στο σπίτι. Βγήκα από το στενό χώλλ στο μεγάλο καθιστικό όπου καθόταν ο μπαμπάς, διάβαζε εφημερίδα και κάπνιζε τη πίπα του, πάνω στη μεγάλη κοκκινωπή πολυθρόνα του. Πίσω μου ένα μικρό μονοπάτι από χώματα απλωνόταν στο χαλί, το οποίο συνέχισε να σχηματίζεται μέχρι που κάθισα στον καναπέ δίπλα από την πολυθρόνα του μπαμπά. Ο καπνός ερχόταν στο πρόσωπο μου. Ήθελα να το αντέξω, να δείξω στο μπαμπά πόσο είχα μεγαλώσει, αλλά δεν μπόρεσα. Ξέσπασα σε βήχα και κέρδισα την προσοχή του πατέρα μου.

 «Λεωνίδα!» φώναξε ξαφνιασμένος. «Έφτασε κιόλας μεσημέρι;» είπε βγάζοντας το ρολόι του από το πέτο του και χαϊδεύοντας τα καστανά μαλλιά του με τις διάσπαρτες άσπρες τρίχες.

 «Ναι, και ξέρεις τί σημαίνει αυτό!» είπα χοροπηδώντας με τα γόνατα μου στον κόκκινο καναπέ με τα χρυσά κεντήματα, ενώ κρατιόμουν από το ξύλινο μπράτσο. «Είναι ώρα για ιστορία!».

 «Καλά, καλά,» απάντησε ανοίγοντας ξανά την φυλλάδα του. «Να τελειώσω με την εφημερίδα μου και θα σου πω μια ιστορία για ένα ταξίδι που είχα κάνει σε μια χώρα, όχι πολύ μακριά από ‘δω».

 Κάθισα πάλι κανονικά στον καναπέ, κουνώντας τα πόδια μου μπρος πίσω. Ρωτούσα κατά καιρούς αν τελείωσε και οι απαντήσεις που πήρα ήταν «Σχεδόν» και «Σε λίγο», μέχρι που τελικά ο μπαμπάς δίπλωσε την εφημερίδα του και την ακούμπησε στο τραπεζάκι του. Ανακάθισα ώστε να τον κοιτάζω και εκείνος άρχισε την ιστορία του.

 «Πες μου μικρέ μου, έχεις ακούσει για τη Σμύρνη;» με κοίταξε με τα πράσινα μάτια του και περίμενε να απαντήσω. Έγνεψα αρνητικά και έβαλα τα πόδια μου πάνω στον καναπέ, αγκαλιάζοντας τα γόνατα μου, ξέροντας πως τώρα ξεκινούσε το καλό κομμάτι. «Α, μα είναι πολύ ωραία πόλη!» συνέχισε ο μπαμπάς. «Μαγαζιά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου! Είχε ό,τι ποθεί η καρδιά σου: μυρωδάτα μπαχαρικά, χαλιά, μάγους που έκαναν μάγια μες τη μέση του δρόμου και τα εστιατόρια είχαν κάτι λιχουδιές, να γλύφεις τα δάχτυλα σου! Ξέρεις όμως τί ήταν το πιο ωραίο πράγμα της Σμύρνης; Οι άνθρωποι! Θυμάμαι μια φορά με κακό καιρό μας είχε βγάλει η τρικυμία προς τα εκεί. Τα πανδοχεία ήταν κλειστά και το πλοίο έμπαζε. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο σκαρί. Αρχίσαμε να χτυπάμε πόρτες και πολύ γρήγορα όλο το τσούρμο βρήκε φαΐ και κρεβάτι. Δε μας ζήτησαν ούτε δεκάρα τσακιστή! Και δεν είναι ότι αποφύγαμε να πληρώσουμε, αλλά οι άνθρωποι εκείνοι είχαν τόσο καλή καρδιά που μας φιλοξένησαν τζάμπα. Να το θυμάσαι αυτό μικρέ μου Λεωνίδα! Οι σμυρναίοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, είναι άνθρωποι καλοί. Ό,τι και να σου πει ο οποιοσδήποτε, να θυμάσαι τούτο! Οι σμυρναίοι είναι και εκείνοι άνθρωποι!».

 Στο τέλος ο μπαμπάς είχε χάσει το εγκάρδιο ύφος που είχε κάθε φορά που μου έλεγε μια από τις ιστορίες του και είχε αποκτήσει εκείνο το ύφος. Εκείνο το βλέμμα που είχε πάρει την πρώτη φορά που με είχε μαλώσει και από τότε είχε μείνει στο μυαλό μου ως κακό σημάδι. Για μια στιγμή έσπρωξα τον εαυτό μου λίγο πιο πίσω στο καναπέ, σε μια προσπάθεια να γλιτώσω από αυτή την σοβαρή ματιά.

 Την κατάσταση αφόπλισε η τσιρίδα της μαμάς. Μάλλον είχε δει τα χώματα στο καλό χαλί, γιατί πρόφερε μόνο μία λέξη και αυτή ήταν το όνομα μου! Αντέδρασα αντανακλαστικά και έτρεξα πίσω από την λινή κουρτίνα που κάλυπτε το παράθυρο. Άκουσα τα βήματα της να μπαίνουν βίαια στο καθιστικό και να ρωτάει τον μπαμπά που βρισκόμουν. Άκουσα έναν μικρό ψίθυρο, τόσο σιγανό σαν πέρασμα του ανέμου, τον οποίο ακολούθησαν βήματα προς την κατεύθυνση μου. Πρέπει να είχε ακούσει την ανάσα μου! Σταμάτησα να ανασαίνω για να την κάνω να νομίζει πως έφυγα, αλλά μάταιος κόπος. Τα μακριά δάχτυλα της μαμάς εμφανίστηκαν στην άκρη της κουρτίνας, η οποία απομακρύνθηκε απότομα από μπροστά μου. «Τι είναι αυτά νεαρέ μου;», με ρώτησε δείχνοντας τις πατημασιές μου μπροστά από την κουρτίνα.

 Η επόμενη μισή ώρα ήταν επώδυνη. Η μαμά με γράπωσε από το μπράτσο και με οδήγησε στο λουτρό. Η βούρτσα με έτριβε με περισσότερη δύναμη και η μαμά φαινόταν πιο εκνευρισμένη απ’ ό,τι συνήθως. Στο μεσημεριανό που ακολούθησε, ο μπαμπάς έτρωγε αργά και κοιτούσε περίεργα τη μαμά. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό έκανα να πάω στο δωμάτιο μου, αλλά ο μπαμπάς με σταμάτησε.

 «Λεωνιδάκο, περίμενε μισό λεπτό,» γύρισα πίσω στην καρέκλα μου και κοίταξα τον μπαμπά στα μάτια όσο η μαμά μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι, τοποθετώντας τα άτσαλα το ένα πάνω στο άλλο. «Όπως ξέρεις αύριο έρχεται το μεγάλο το βαπόρι,» συνέχισε, έχοντας τις παλάμες των χεριών του δεμένες σε έναν σφικτό κόμπο, με τους αγκώνες του να ακουμπούν τα γόνατα του.

 «Ναι,» απάντησα με μεγάλο ενθουσιασμό. «Και θα φέρει καραμέλες για το μαγαζί του κυρ Ηλία!».

 «Βεβαίως και θα φέρει καραμέλες!» για λίγο ο πατέρας χαμογέλασε αλλά δεν κράτησε πολύ. Το βλέμμα του πήρε την προηγούμενη σοβαρότητα του και τα χέρια του ξανά δέθηκαν μαζί. «Θα φέρει όμως και κάποιους ανθρώπους. Είναι αρκετά ταλαιπωρημένοι και θα τους φιλοξενήσουμε για λίγο».

 «Και τι άνθρωποι είναι αυτοί;» ρώτησα κάπως μουτρωμένος. Η μαμά είχε πάει τα πιάτα στην κουζίνα και κοιτούσε από το παράθυρο της τραπεζαρίας όσο εμείς μιλούσαμε, χτυπώντας νευρικά το πόδι της στο πάτωμα. Ο μπαμπάς έβγαλε ένα χαρτί από το γιλέκο του, το διάβασε και ύστερα μου απάντησε.

 «Μια μαμά και ένα παιδάκι έξι χρονών, σα κι εσένα. Είναι από τη Σμύρνη, που σου έλεγα. Θέλω να είσαι καλός και ευγενικός μαζί τους, εντάξει;» μου σκούντησε τη μύτη καθώς έλεγε τις τελευταίες λέξεις, ίσως σε μια προσπάθεια να με κάνει να χαμογελάσω, αλλά σκεφτόμουν διάφορα.

 «Και ποιοι είναι αυτοί; Τι θα κάνουν στο σπίτι μας; Πόσο θα μείνουν; Και γιατί θα μείνουν μαζί μας;».

 «Γιατί ο πατέρας σου είναι βλάκας!» η μητέρα, που τόσην ώρα ήταν σιωπηλή, γύρισε προς τον πατέρα με μάτια κατακόκκινα, έτοιμα να κλάψουν, και απάντησε βίαια στην τελευταία μου ερώτηση.

 «Παναγιώτα!» φώναξε ο μπαμπάς προς την μαμά, η οποία απλά γύρισε ξανά προς το παράθυρο. «Έπαθε κάτι το σπίτι τους. Το σημαντικό είναι πως μας έχουν ανάγκη και εμείς θα τους βοηθήσουμε,» παρότι ο μπαμπάς μιλούσε σε μένα, κοιτούσε την πλάτη της μητέρας. «Μπορείς να πηγαίνεις τώρα».

 Την ήξερα καλά αυτή τη φράση. Στη γλώσσα των μεγάλων το «Μπορείς να πηγαίνεις τώρα» σήμαινε πως έπρεπε να μιλήσουν μόνοι τους. Ανέβηκα τη σκάλα προς τον πάνω όροφο μέχρι τη μέση, ώστε να ακούω τι συμβαίνει κάτω, και, όπως το είχα προβλέψει, ο μπαμπάς είχε ξεκινήσει μια ακόμα σοβαρή κουβέντα με τη μαμά.

 «Τι ήταν αυτό;» η φωνή του μπαμπά ακουγόταν αυστηρή, με τόνο παρόμοιο με εκείνον που επικρατούσε στη φωνή όταν έσπαγα κάτι και με μάλωνε.

 «Τι ήταν αυτό; Τι ήταν αυτό;» τα βαριά, αγχώδη, βήματα της μαμάς στο πάτωμα της τραπεζαρίας ακούγονταν μέχρι τη σκάλα και η φωνή της δεν ήταν σιγανή σαν του μπαμπά, αλλά δυνατή και οργισμένη. Αισθανόμουν ότι βρισκόταν δίπλα μου, κι όχι δυο δωμάτια μακριά. «Βάζεις έτσι ανθρώπους μες το σπίτι μας και με ρωτάς τι ήταν αυτό;».

 «Παναγιώτα, είναι άνθρωποι που έχουν την ανάγκη μας,» εξήγησε ο μπαμπάς, αλλάζοντας τον τόνο του απαλό και γλυκό, σχεδόν παρακλητικό.

 «Είναι αριστοκράτες που χάσανε τα πάντα!» η φωνή της είχε χάσει την ένταση που είχε, παρόλα αυτά ακουγόταν ακόμη θυμωμένη. «Ποιος ξέρει τι είναι ικανοί να κάνουν για να τα ξανά αποκτήσουν!».

 «Παραλογίζεσαι!» ύψωσε ελάχιστα τον τόνο της φωνής και τα παπούτσια του ακούστηκαν στο πάτωμα πριν γλυκάνει και πάλι η φωνή του. «Είναι απλά άνθρωποι που η μοίρα τους χτύπησε άσχημα. Εξάλλου είναι προσωρινό. Άκουσα ότι τους χτίζουν κατοικίες στις μεγαλουπόλεις».

 Γοργά βήματα άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μου. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο δωμάτιο μου και έκλεισα την πόρτα μου. Λίγες στιγμές αφότου μπήκα στο υπνοδωμάτιο μου, άκουσα μια ακόμη πόρτα να κλείνει δυνατά και ένα κλειδί να γυρίζει. Κοίταξα από την κλειδαρότρυπα και βρήκα τον πατέρα μου έξω από το υπνοδωμάτιο να παρακαλεί τη μητέρα να του ανοίξει. Για μια στιγμή μια περίεργη μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια μου. Ήταν μια ασθενής, αλλά πολύ έντονη οσμή. Θύμιζε λιβάνι, αλλά είχε κάτι διαφορετικό‧ μια ανάμειξη του συνήθως ευχάριστου λιβανιού με μια ξινή μυρωδιά την οποία δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Έφυγε τόσο γρήγορα όσο ήρθε. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και ξάπλωσα για το μεσημεριανό μου ύπνο.

ΝΦΘ

 Καθόμουν στον καναπέ και χάζευα τη μέρα έξω. Ο Γιώργος θα ήταν στην πλατεία τώρα, κάτω από το ρολόι και θα έπαιζε με το τόπι, σκεφτόμουν ενώ περίμενα την πόρτα να ανοίξει. Η μαμά βρισκόταν στην κουζίνα από το πρωί. Διάφορα ακούγονταν και μύριζαν όλη την ημέρα, το κρεμμυδάκι τσιτσίριζε στο καυτό λάδι, μαχαίρια χτυπούσαν πάνω στο ξύλο κοπής και τα βήματά της πηγαινοερχόντουσαν μέσα στη κουζίνα.

 Πήρα μια βαθιά ανάσα και ανέβασα τα πόδια μου, βυθίζοντας το σώμα μου στον καναπέ. Καθώς ο αέρας περνούσε από τα ρουθούνια μου, η χθεσινή μυρωδιά επέστρεψε. Ήταν ακόμα πιο ασθενής από εχθές, αλλά ήταν εκεί. Σηκώθηκα από τον καναπέ και άρχισα να μυρίζω τον αέρα του σαλονιού. Ο καπνός του μπαμπά είχε ποτίσει το δωμάτιο και το φαγητό είχε γεμίσει όλο το σπίτι με την μυρωδιά του, όμως μπορούσα να νιώσω το απαίσιο λιβάνι στον αέρα, δίχως να καταλαβαίνω από που ερχόταν. Βρήκα ένα μικρό «μονοπάτι» της μυρωδιάς και η έρευνα μου με οδήγησε στο κεντρικό διάδρομο. Κρατούσα τη μυρωδιά στα ρουθούνια μου, και κινούμουν προς τους διαδρόμους που οδηγούσαν προς την κουζίνα και την τραπεζαρία.

 Πίσω μου άκουσα ένα κλειδί και η εξώπορτα άνοιξε. Ο μπαμπάς μπήκε μέσα και πίσω του ήταν μια κυρία με ένα παιδάκι γραπωμένο πίσω από τη φούστα της. Στην αρχή δεν κατάλαβα το γένος τους, καθώς και οι δύο είχαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Τα ρούχα τους ήταν ταλαιπωρημένα, με τρύπες και λιγοστά μπαλώματα πάνω τους και με μαύρους λεκέδες στις άκρες των φουστανιών τους. Και οι δύο είχαν καστανά μαλλιά και τα μάτια της μητέρας ήταν καταγάλανα. Δε μπορούσα να δω τα μάτια της μικρής. Η κυρία είχε τα χέρια της μαζεμένα μπροστά από το στήθος της και το κοριτσάκι παρέμενε κρυμμένο πίσω από τη μητέρα του.

 «Εδώ είναι το σπίτι,» ο μπαμπάς με το που πέρασε την πόρτα γύρισε ώστε να κοιτάει τις δύο φιλοξενούμενες, με τα χέρια του να κινούνται συνεχώς. «Πάνω είναι τα δωμάτια και το μπάνιο. Κάτω στο διάδρομο, δεξιά είναι η κουζίνα και στα αριστερά είναι η τραπεζαρία, εδώ είναι το καθιστικό,» ο μπαμπάς γύρισε και αντιλήφθηκε ότι ήμουν πίσω του. «Κι αυτός εδώ ο νεαρός είναι ο γιος μου ο Λεωνίδας,» ο πατέρας γονάτισε μπροστά μου και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Λεωνίδα χαιρέτησε τις κυρίες!» έγνεψα νευρικά προς το μέρος τους κοιτώντας το πάτωμα. «Να σου συστήσω τη κυρία Αριάδνη και την Ελένη».

 Δε μιλούσα. Απλά προσπαθούσα να μην τις κοιτάξω στα μάτια. Είχα ένα βάρος μέσα στο στήθος μου. Είχα δέσει τα χέρια μου σε κόμπο πίσω από τη πλάτη μου και πάλευα να ξεφύγω από την άβολη κατάσταση. Ξαφνικά ένιωσα όλες τις τρίχες του σώματος να ταράζονται και το στήθος μου να τρεμοπαίζει. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή! Αυτή ήταν η ευκαιρία μου! Κοιτώντας το πάτωμα και με γοργό βηματισμό κατευθύνθηκα προς την ανοιχτή πόρτα και κάθισα στη καρέκλα δίπλα από τον πάγκο. Βήματα ακούγονταν να ανεβαίνουν τη ξύλινη σκάλα.

 Η μαμά γύρισε και με κοίταξε, αφήνοντας τη κατσαρόλα μόνη της στη φωτιά. Μου χάρισε ένα χαμόγελο και μου χάιδεψε το μάγουλο, καθώς έσκυβε στο ύψος μου. Τα μάτια της είχαν μια περίεργη απόχρωση. Το γνωστό απαλό καστανό των ματιών της, είχε γίνει ένα σκούρο καφέ. «Μη ανησυχείς αγάπη μου», μου είπε με την απαλή φωνή της, που σπάνια χρησιμοποιούσε. «Δε θα μείνουν για πολύ μαζί μας». Με καθησύχαζε αυτό λίγο η αλήθεια είναι. Φοβόμουν με ξένους μες το σπίτι μας.

ΥΓΤΚΡ

 Το μεγάλο ρολόι της πλατείας χτύπησε και πάλι, μόνο ένας γρήγορος χτύπος. Η μαμά είχε στρώσει το τραπέζι με δύο επιπλέον σερβίτσια και καρέκλες. Ο μπαμπάς, η μαμά και εγώ είχαμε καθίσει και περιμέναμε τους φιλοξενούμενούς μας να κατέβουν.

 «Τα βλέπεις!» η μαμά μιλούσε σχετικά δυνατά, αλλά δε φώναζε. «Δε μας καταδέχονται!».

 «Παναγιώτα!» είπε αυστηρά ο μπαμπάς και μετά γύρισε προς το μέρος μου. «Λεωνιδάκο, θα πας να φωνάξεις την κυρία Αριάδνη και την Ελένη για φαγητό;»

 Έγνεψα καταφατικά και σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Ανέβηκα αργά τα σκαλοπάτια και κοντοστάθηκα έξω από τον ξενώνα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και χτύπησα την πόρτα. Μια γλυκιά, απαλή φωνή ακούστηκε από μέσα καλώντας με να περάσω. Μπήκα στο ξενώνα. Η κυρία Αριάδνη καθόταν στο πλάι του κρεβατιού, τα μάτια της ήταν κόκκινα, ενώ η Ελένη καθόταν στη μέσα πλευρά του δωματίου και έπαιζε με τα δάχτυλα της. «Το φαγητό είναι έτοιμο», είπα κοιτάζοντας το πάτωμα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος τους, «Σας περιμένουμε». Η κυρία Αριάδνη με ευχαρίστησε που την ειδοποίησα και μου είπε πως έρχονται. Έριξα μια τελευταία κλεφτή ματιά στις δυο τους. Είχαν βγάλει τα ρούχα με τα οποία ήρθανε. Η κυρία Αριάδνη φόραγε ένα παλιό φουστάνι της μαμάς και η Ελένη φορούσε κάποια παλιά δικά μου ρούχα, που είχα διαλέξει εχτές για να τους δώσουμε.

 Έκλεισα την πόρτα και κατέβηκα στη τραπεζαρία. Λίγες στιγμές αργότερα οι δυο τους κατέβηκαν και κάθισαν στις καρέκλες τους. Το γεύμα ήταν σχετικά ήσυχο. Κανένας δε μιλούσε, όλοι απλά μασούσαν. Όταν όλοι είχαν τελειώσει η κυρία Αριάδνη προσφέρθηκε να μαζέψει το τραπέζι.

 «Κυρία Αριάδνη, δεν είναι ανάγκη,» είπε ο μπαμπάς. «Είστε φιλοξενούμενή μας».

 «Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω,» απάντησε η κυρία Αριάδνη με την ήπια και μαλακή φωνή της, καθώς έπαιρνε τα άδεια πιάτα.

 «Μα δεν είναι ανάγκη,» ο μπαμπάς έπιασε το πιάτο του, κρατώντας το κάτω.

 «Άφησε την!» η μαμά είχε ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη της. «Άμα θέλει να βοηθήσει, τότε ας το κάνει».

 «Παναγιώτα!» ο μπαμπάς μιλούσε μέσα από τα δόντια του.

 «Δεν πειράζει, σας είπα, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω,» η κυρία Αριάδνη πήρε το πιάτο του μπαμπά και βγήκε προς την κουζίνα, με τη μαμά από πίσω της να περπατά με τα χέρια της ανάλαφρα και το κορμί της να κινείται παράξενα, σχεδόν σα να χορεύει.

 Μόλις πήγαν μέσα στη κουζίνα, η μυρωδιά επέστρεψε, πιο δυνατή από ποτέ! Πλέον μπορούσα να τη νιώσω πολύ κοντά μου.

 «Μπαμπά το μυρίζεις αυτό;» τον ρώτησα όσο πιο ήσυχα μπορούσα μιας και η Ελένη ήταν ακόμη εκεί.

 «Ποιο;» ο μπαμπάς προσπάθησε να βρει τη μυρωδιά στον αέρα. «Δε μυρίζω κάτι».

 «Είναι απαίσιο! Μυρίζει σα λιβάνι, πώς γίνεται να μην το μυρίζεις;».

 Πιάτα να σπάνε ακούστηκαν από το διπλανό δωμάτιο. Τρέξαμε όλοι προς την κουζίνα. Η κυρία Αριάδνη είχε σωριαστεί στο πάτωμα! Το πρόσωπο της περιβαλλόταν από έναν λευκό καπνό, ο οποίος εξαφανίστηκε μέσα στη μύτη της μόλις μπήκαμε μέσα. Η μαμά ήταν από πάνω της και προσπαθούσε να τη συνεφέρει και όλη η κουζίνα ήταν πλημμυρισμένη με αυτήν την απαίσια μυρωδιά.

 «Παναγιώτα, τί έγινε;» ο πατέρας φαινόταν ταραγμένος στο θέαμα της αναίσθητης γυναίκας.

 «Δεν ξέρω!» απάντησε η μητέρα κουνώντας μπερδεμένη τα χέρια της και κάνοντας αέρα στο πρόσωπο της μαμάς της Ελένης. «Έγινε ξαφνικά, έχασε τις αισθήσεις της! Δημήτρη, πάρε το γιατρό, τώρα!».

 Ο μπαμπάς έτρεξε προς το καθιστικό. Η Ελένη άρχισε να κλαίει και έπεσε στα γόνατα, τραντάζοντας το μπράτσο της αναίσθητης μητέρας της. «Μαμά, ξύπνα, σε παρακαλώ, ξύπνα! ΞΥΠΝΑ!» φώναζε το κορίτσι μέσα από τα αναφιλητά της…

ΨΩΤΦΥΗΝ

 Το ρολόι της πλατείας ακούστηκε και πάλι, αυτή τη φορά χτυπώντας τρεις φορές. Ο κύριος Στράτος ήρθε μαζί με άλλους άνδρες και πήραν την κυρία Αριάδνη με το φορείο. Η Ελένη πλάνταζε και προσπάθησε να τους ακολουθήσει, η μαμά όμως τη σταμάτησε, κρατώντας τη στην αγκαλιά της. Δε μιλούσα καθόλου. Καθόμουν στη σκάλα, με τα γόνατα μου στην αγκαλιά μου και δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου. Η μυρωδιά ήταν ακόμα εκεί! Έκαιγε τα ρουθούνια μου και θόλωνε τα μάτια μου! Ο μπαμπάς ακολούθησε τους γιατρούς. Μας είπε πως θα βεβαιωθεί ότι η μαμά της Ελένης είναι καλά και θα επιστρέψει.

 Μόλις έφυγαν οι γιατροί, η Ελένη πέρασε τρέχοντας από δίπλα μου χτυπώντας την πόρτα του ξενώνα. Η μαμά έσκυψε και χάιδεψε το μάγουλο μου, κοιτώντας με στα μάτια. Κάτι υπήρχε στα μάτια της. Το χρώμα των ματιών της είχε αλλάξει και πάλι, από σκούρο καφέ σε ένα ξεθωριασμένο γκρίζο. Χαμογελούσε. Δεν έλεγε λέξη, απλά έτριβε το χέρι της στο μάγουλο μου.

 Ακολούθησα το παράδειγμα της Ελένης και έτρεξα κι εγώ προς το δωμάτιο μου. Μόλις βρέθηκα στον πάνω όροφο η μυρωδιά έγινε πιο ήπια. Στάθηκα στο διάδρομο και έριξα μια ματιά γύρω μου. Κάτι ήταν λάθος! Η μόνη κλειστή πόρτα ήταν η δικιά μου. Οι πόρτες του ξενώνα, αλλά και του δωματίου των γονιών μου ήταν ανοιχτές. Κοίταξα μέσα στον ξενώνα, αλλά η Ελένη δεν ήταν μέσα.

 Μπήκα στο δωμάτιο των γονιών μου. Η μυρωδιά ήταν λίγο πιο έντονη σε αυτό το δωμάτιο. Η Ελένη βρισκόταν κοντά στον καθρέφτη της μαμάς και προσπαθούσε να πιάσει ένα μικρό κουτί.

 «Τι κάνεις εκεί;» πρέπει να την τρόμαξα γιατί παραπάτησε για λίγο.

 «Έρχεται από εδώ!» μου απάντησε δείχνοντάς μου το μικρό κουτί στον καθρέφτη, η φωνή της βραχνή από το κλάμα και τα μάτια της κατακόκκινα.

 «Τι έρχεται από εκεί;» ρώτησα τρίβοντας το κεφάλι μου με το δεξί μου χέρι.

 «Το λιβάνι» μου απάντησε και μάζεψε τα χέρια της μπροστά από το στήθος της.

 «Το μυρίζεις κι εσύ;» ρώτησα με ενθουσιασμό και εκείνη μου χάρισε ένα καταφατικό νεύμα με το κεφάλι της.

 Χωρίς να σκέφτομαι πήγα κοντά στον καθρέφτη και έπιασα το μικρό, ξύλινο κουτάκι. Δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα μπισκότο και πάνω είχε ξυλόγλυπτο ένα άστρο με πέντε ακτίνες, με χαραγμένα κάποια γράμματα απάνω. Το έδωσα στην Ελένη και εκείνη το άνοιξε. Μέσα υπήρχε μια βελούδινη, ξεθωριασμένη, μωβ επένδυση με μια στρογγυλή λακκούβα στο κέντρο. Το κουτί έζεχνε από το περίεργο λιβάνι. Το θυμόμουν τούτο το κουτί. Μας είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη όταν είχε πεθάνει η γιαγιά. Δεν είχα δει ποτέ τη μαμά να το ανοίγει. Τότε είχε πει πως δε θα το άνοιγε ποτέ. Γιατί να μη θέλει να ανοίξει ένα άδειο κουτί;

 Η Ελένη μου έγνεψε καταφατικά καθώς έβαζε το κουτί στη τσέπη της, με τα γαλανά της μάτια να κοιτούν τα δικά μου. Έγνεψα κι εγώ. Γυρίσαμε να φύγουμε και στην πόρτα βρισκόταν η μαμά, τα πόδια της σε ανάπαυση, ένα περίεργο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο της, τα μάτια της πλέον είχαν πάρει το χρώμα του γάλακτος και στο χέρι της βρισκόταν ένα κέρμα, το οποίο έπαιζε στα δάχτυλα της, αφήνοντας έναν λευκό καπνό πίσω του.

 «Γεια σας παιδάκια! Θέλετε να παίξουμε ένα παιχνίδι;» είχαμε κοκκαλώσει και οι δύο! Η μαμά άρχισε να κινείται προς το μέρος μας με βήματα αργά, αλλά σταθερά. Όταν έφτασε κοντά μας έσκυψε στο ύψος των προσώπων μας, μας έδειξε το κέρμα και η μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια μας πιο δυνατή απ’ ό,τι πριν. «Να πώς παίζεται το παιχνίδι. Διαλέγετε κορώνα ή γράμματα. Αν το κέρμα προσγειωθεί σε αυτό που διαλέξατε, η κυρία Παναγιώτα έρχεται πίσω. Αν όχι, τότε συναντάτε την κυρία Αριάδνη. Καταλάβατε;».

 «Μαμά, σταμάτα! Με τρομάζεις!» φώναξα χωρίς να έχω καταλάβει ότι δάκρυα είχαν αρχίσει να κυλούν και πάλι στο πρόσωπό μου.

 «Ω, γλυκό μου αγόρι» η μαμά μου χάιδεψε ξανά το μάγουλο. «Η μαμά σου είναι μέσα στο κέρμα μου. Τη θέλεις; Έλα να παίξουμε!» είπε η μαμά και έγλειψε τα χείλη της. «Κορώνα,» μας έδειξε τη μία πλευρά του νομίσματος, που είχε σκαλισμένο το κεφάλι ενός άνδρα. «Ή γράμματα,» είπε γυρίζοντας το κέρμα, δείχνοντας μας την πλευρά όπου υπήρχαν σημειωμένα κάποια γράμματα.

 «Κορώνα!» απάντησα γρήγορα, χωρίς καν να σκέφτομαι! Ήθελα απλά να σταματήσει η μαμά να συμπεριφέρεται έτσι!

 «Ας είναι λοιπόν!» η μαμά πέταξε το κέρμα στον αέρα, έχοντας ακόμα το γόνατό της στο πάτωμα και το πρόσωπο της στο ύψος μας.

 Καθώς το κέρμα στριφογύριζε στον αέρα άφηνε το λευκό καπνό που δημιουργούσε ένα μονοπάτι άσπρης ομίχλης. Σε κάθε στροφή του κέρματος η ομίχλη έλαμπε, κάθε φορά όλο και πιο έντονα. Η μαμά άνοιξε την παλάμη της κάτω από εκεί που θα έπεφτε το κέρμα. Λίγο πριν το νόμισμα ακουμπήσει το δέρμα της, η Ελένη το άρπαξε και το κράτησε στη χούφτα της, κοντά στο στήθος της.

 «Το κέρμα δεν έπεσε ούτε στη κορώνα ούτε στα γράμματα!» φώναξε η Ελένη. «Τώρα πήγαινέ με να δω τη μαμά μου!».

 «Τι έκανες παλιοκόριτσο!» η μαμά είχε μια ταραγμένη έκφραση στο πρόσωπό της.

 Σηκώθηκε γρήγορα και προσπάθησε να φύγει από το δωμάτιο, αλλά μέρος της λαμπερής ομίχλης της έκλεισε την πόρτα! Το νόμισμα άφησε τη χούφτα της Ελένης και αιωρήθηκε στο κέντρο του δωματίου, δημιουργώντας όλο και περισσότερη ομίχλη. Ένιωσα μεγάλη ποσότητα αέρα να μπαίνει μέσα στα ρουθούνια μου, μύριζε σαν λιβάνι, αλλά του έλειπε η γνωστή και συνήθως ευχάριστη μυρωδιά του λιβανιού. Ήταν ξινό και γέμιζε τους πνεύμονες μου. Το ένιωθα να μου καταστρέφει τα σωθικά. Έβηξα και το κόκκινο του αίματός μου κάλυψε για λίγο το ημιδιάφανο λευκό της ομίχλης.

 Γύρισα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά. Στα αριστερά μου, δύο μεγάλα πλοκάμια από καπνό είχαν διεισδύσει στη μύτη της μητέρας μου, η οποία κουνιόταν μανιωδώς, παράγοντας ακατανόητες κραυγές. Στα δεξιά βρισκόταν η Ελένη. Είχε κι εκείνη δύο παρόμοια πλοκάμια να μπαίνουν στα ρουθούνια της. Μόνο που εκείνη δεν πάλευε. Φαινόταν να γαληνεύει. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Αίμα έτρεχε στο σαγόνι της. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν την Ελένη να προφέρει την τελευταία της λέξη…μαμά.

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories:

Κ7,2

Fantasy & Horror Short Stories – Συλλογή «Η Κρύπτη», Ιστορία Νο 7 2/2, «Η Νύχτα της Πεταλούδας»

Το τελευταίο της στοιχείο οδηγεί τη Βαλέρια σε αδιέξοδο. Επιστρέφει απογοητευμένη και προσπαθεί να επανέλθει στη ρουτίνα της, δίχως επιτυχία. Ο κόσμος που ήξερε γκρεμίζεται και καλείται να ανασύρει τον…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Προειδοποίηση