Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Fantasy & Horror Short Stories

Συλλογή “Η Κρύπτη”

Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.

Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.

fantasy

Διαβάστε και στο Wattpad

Καμένη Γη

Μύλοι Αργολίδας, Καλοκαίρι 1822

 Κόσμος ήταν μαζεμένος στην πλατεία. Μόλις τα άλογα των κυβερνητών μπήκαν στον τόπο ο λαός που είχε μαζευτεί άρχισε να ζητωκραυγάζει. Ο πατέρας μου ακούμπησε το κρασοπότηρό του με φόρα, τα μάτια του καρφωμένα στα άλογα και στον όχλο. Ήξερα τι σκεφτότανε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μου είχε εξομολογηθεί πως ήθελε να πάρει το ντουφέκι του και να πιάσει τα βουνά λόγω της ανικανότητας των πολιτικών.

 «Ζήτω!» πρόφερε μέσα από τα δόντια του, σχεδόν δαγκώνοντας το λευκό μουστάκι του και σηκώνοντας ψηλά το άδειο του ποτήρι. «Ζήτω που ένα μάτσο κωθώνια μαζωχτήκανε στον τόπο μας! Ο Μαχμούτ Πασάς έχει φτάσει στο Ναύπλιο και τούτοι τρέχουν μακριά με τις ουρές στα σκέλια!» έπιασε την καράφα και γέμισε ξανά το ποτήρι του με κρασί.

 «Πατέρα, χαμήλωσε τον τόνο σου!» προσπάθησα να τον ηρεμήσω ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το τσούρμο. «Ξέρεις πόσο φανατικοί μπορεί να γίνουν οι κωλεττικοί».

 «Άσε το γέρο να εκφραστεί!» απάντησε μια τραχιά φωνή από το διπλανό τραπέζι. «Κάποιος πρέπει να τα πει!».

 Ο άνδρας σηκώθηκε σέρνοντας μαζί του και μια καρέκλα. Η εμφάνισή του πρόδιδε πως ήταν μαζί με τους κλέφτες πάνω στα βουνά· φορούσε πορφυρό φέσι με τη φούντα του να προσγειώνεται πάνω στην προβιά που φορούσε στη πλάτη του. Το λευκό του πουκάμισο ήταν μισάνοιχτο, φανερώνοντας ένα μικρό, χρυσό σταυρουδάκι να αναπαύεται στις τρίχες του στήθους του. Το σκούρο πράσινο γιλέκο του κάλυπτε τα δυο κουμπούρια στο ζωνάρι του και το γιαταγάνι του ακουμπούσε απαλά πάνω στη βαριά του φουστανέλα, ενώ οι φούντες από τα τσαρούχια του ήταν σχεδόν μαδημένες. Τα ρούχα του ήταν λεκιασμένα με χώμα και μπαρούτι, ενώ το πρόσωπο του ήταν εκείνο ενός ανθρώπου που έχει περάσει πολλές κακουχίες· μακρύ γένι με ένα τσιγκελωτό μουστάκι και αρκετά σημεία με ξεραμένο αίμα. Το δέρμα του ήταν πιο μελαμψό από του κλασικού αστού. Μαζεύτηκα λίγο καθώς ακουμπούσε την ψάθινη καρέκλα του μπροστά από το τραπέζι μας, καλύπτοντάς μας τη θέα προς τη μάζωξη.

 «Ανδρέας,» ο μεγαλόσωμος άνδρας έτεινε το χέρι του προς τον πατέρα μου, ο οποίος μισομεθυσμένος το έσφιξε με όση δύναμη είχε.

 «Άγης του Ζέμπελη!» απάντησε ο πατέρας μου και κοίταξε τον άνδρα από πάνω ως κάτω. Έπειτα ο άνδρας έτεινε το χέρι του προς εμένα και ξανά συστήθηκε.

 «Μιλτιάδης,» η φωνή μου έτρεμε κάπως καθώς ακουμπούσα την τραχιά παλάμη του με το μαλθακό και εύθραυστο χεράκι μου.

 «Τί σε φέρνει στην πολιτεία, παλικάρι μου,» ρώτησε ο πατέρας με ένα χαμόγελο στα χείλη του και φέρνοντας το ποτήρι του στο στόμα του.

 «Ξεχωρίζω αρκετά, ε γέρο;» απάντησε με ένα χαμόγελο ο κλέφτης.

 «Δεν έρχονται και πολλοί λεβέντες στους Μύλους».

 «Η αλήθεια είναι πως δεν ήρθα για το κρασί και τον καφέ,» ο άνδρας έσκυψε πάνω από το τραπέζι και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του ώστε να τον ακούμε μόνο εμείς. «Ο Γέρος του Μοριά ξαναστήνει την επανάσταση. Λέει πως του έστειλε όραμα ο Θεός με την νίλα του Δράμαλη! Ψάχνει κόσμο με καρδιά, για να πολεμήσει!» οι ψίθυροι του Ανδρέα εκφέρονταν με περισσό πάθος, χωρίς ποτέ να αυξάνουν σε ένταση.

 «Μη λες τίποτ’ άλλο!» είπε αποφασιστικά ο πατέρας και άδειασε το ποτήρι του. «Αν ο Κολοκοτρώνης έχει την ανάγκη των Ελλήνων, με χαρά να του τη δώσω!».

 «Πατέρα!» ανασηκώθηκα κάπως αναστατωμένος. «Δεν είναι λίγο παράτολμο όλο αυτό;».

 «Τι άλλο μένει Μιλτιάδη; Τους βλέπεις τους πολιτικούς, τρέχουν σα τα ποντίκια! Αν θέλουμε μια Ελλάδα δική μας, τότε πρέπει να πιάσουμε τα όπλα!» τα μάτια του έκαιγαν σαν κάρβουνα! Είχε δίκιο! Είχε απόλυτο δίκιο! Έγνεψα καταφατικά και κοιτάξαμε και οι δύο προς το μέρος του Ανδρέα, με βλέμματα που δήλωναν τη συμφωνία μας. Ο Ανδρέας δε μπόρεσε παρά να χαμογελάσει.

ΤΡΛΖΓΦΓ

 Είχαν περάσει αρκετές μέρες που είχαμε αφήσει την αίγλη του σπιτιού μας. Είχαμε ξεκινήσει κι εμείς παρόμοιο έργο με τον Ανδρέα, από πόλη σε πόλη και από λημέρι σε λημέρι, φέρναμε όλο και περισσότερο κόσμο στον αγώνα. Μπήκαμε έφιπποι στο κάστρο του Άργους και αναφέραμε στον Ανδρέα τι είχαμε κάνει. Κάτοικοι της Νεμέας είχαν δεχθεί να είναι σε επιφυλακή και να αναμένουν οδηγίες από τους οπλαρχηγούς. Ο Ανδρέας μας αγκάλιασε και στη συνέχεια ζήτησε να μας μιλήσει ιδιαίτερα. Τον ακολουθήσαμε σε ένα μικρό δωμάτιο του κάστρου, με ένα κρεβάτι, ένα γραφείο με ένα χάρτη της ευρύτερης περιοχής -από την Αργολίδα ως την Κόρινθο- και ένα λυχνάρι να φωτίζει το χώρο.

 «Τι συμβαίνει, αφεντικό;» ρώτησε ο πατέρας καθώς ο Ανδρέας έκλεινε την πόρτα του δωματίου, προσπαθώντας να εξασφαλίσει το ότι κανείς δε μας άκουγε.

 «Ακούστε με, γιατί πιάσαμε μεγάλο λαβράκι!» απάντησε ο ληστής τρίβοντας της πελώριες παλάμες του με ανυπομονησία. «Πριν κάποιες μέρες πέρασαν από το Άργος κάποιοι Αρμένιοι έμποροι. Μου είπαν πως πέρασαν από εδώ,» σήκωσε το χάρτη από το γραφείο και έβαλε το δάχτυλο του πάνω σε μια περιοχή λίγο πιο έξω από το Άργος προς τα ανατολικά. «Από το Μέρμπακα».

 «Και τι μ’ αυτό;» αυτές τις λίγες μέρες που ήμασταν εδώ, κάθε φορά που είχαμε μια αποστολή, ο Ανδρέας αργούσε να μπει στο ψητό και δε μπορούσα άλλο αυτό το παιχνίδι. «Πολλοί έμποροι κόβουν δρόμο από εκεί».

 «Αυτό είναι το σπουδαίο!» συνέχισε, μετακινώντας το δάχτυλο του λίγο πιο πάνω στον χάρτη. «Μου είπαν για ένα λήσταρχο που ζει στη σπηλιά λίγο πιο πάνω απ’ το χωριό. Οι ντόπιοι τον φωνάζουν Λαίλαπα! Μπορεί να χειριστεί τις φλόγες σα στοιχειό!» πρόσθεσε κουνώντας κυκλικά τα δάχτυλα του με την παλάμη να τα ακολουθεί.

 «Τι θέλουμε εμείς έναν πυρομανή;» ρώτησα μιας και το σχέδιο δε μου ήταν προφανές.

 «Γιατί νομίζετε πως είμαστε εδώ, βρε παλικάρια! Ο Γέρος σχεδιάζει να εμποδίσει το Δράμαλη να περάσει κι άλλο στο Μοριά! Και για να τον κάνει αυτό πρέπει να τον εγκλωβίσουμε εδώ! Στο Άργος!» χτύπησε το πόδι με δύναμη στο πέτρινο πάτωμα και κάνοντας έντονες κινήσεις με τα χέρια του για να δώσει ένταση στα λεγόμενα του. «Χωρίς νερό, χωρίς φαΐ! Ο Δράμαλης είναι κοντά, αν θέλουμε να καταστρέψουμε το κάμπο πριν έρθει εκείνο από ‘δω, χρειαζόμαστε το Λαίλαπα!».

 «Οπότε, θες να τον φέρουμε μαζί μας,» δήλωσε συμπερασματικά ο πατέρας, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

 «Ακριβώς! Αν πετύχει το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, θα είμαστε πολύ κοντά στη νίκη!» τα λόγια του ήταν όπως πάντα παθιασμένα, με τα χέρια του να κινούνται σε κάθε συλλαβή.

 «Τι μιλάμε τότε!» ο πατέρας μιλούσε κι εκείνος με πάθος, λύνοντας τα χέρια του από το στήθος του και σχηματίζοντας γροθιές μπροστά από το πρόσωπο του. «Δεν μένει χρόνος! Αύριο, μόλις χαράξει θα αναχωρήσουμε για τον Μέρμπακα!» δήλωσε αποφασιστικά ο πατέρας και εγώ απλώς ένευσα σε συμφωνία.

 «Καλή επιτυχία, φίλοι μου!» μας ευχήθηκε ο Ανδρέας. «Και η Παναγιά να σας φυλάει!».

ΡΖΒΤΜΞΑ

Νιώθω το μπαρούτι να μου γαργαλά τη μύτη. Το Άργος βρίσκεται σε πόλεμο! Οι στρατιές του Δράμαλη έχουν περικυκλώσει το κάστρο! Ντουφεκιές και χατζάρια ακούγονται από παντού. Στο παρασκήνιο ο κάμπος καίγεται! Τρεις μεγάλες σιλουέτες ξεπροβάλλουν μέσα από τις φλόγες. Μοιάζουν με σκυλιά της κολάσεως! Βρίσκομαι στην κορυφή ενός λόφου και παρακολουθώ την μάχη από ψηλά. Κάθομαι πάνω σε ένα μνήμα. Το δικό μου μνήμα. Το μάρμαρο ανοίγει και πέφτω απότομα! Μπορώ να δω τη γη να χάνεται, το σκηνικό μπροστά μου από χώμα αλλάζει σε λάβα και όσο κατεβαίνω τόσο πιο λίγο φως φτάνει στα μάτια μου! Πέφτω με έναν γδούπο πάνω σε κρύο και γλοιώδες μάρμαρο, τα σκυλιά από πριν είναι γύρω και με κοιτάζουν! Πέφτουν πάνω μου και κομματιάζουν τη σάρκα μου! Μια ανδρική φιγούρα ξεπροβάλλει στον ορίζοντα. Είναι καβαλάρης, πάνω σε ένα μαύρο άλογο. Οι πλάτες του είναι φαρδιές και η πανοπλία του χρυσή. Το πρόσωπο του σκοτεινό, με τα παχιά του γένια να κρύβουν τη μουτσούνα του. Τα μάτια του εκπέμπουν μια κίτρινη, απόκοσμη λάμψη! Κρατά ένα σακί, το οποίο πετά προς το μέρος μου! Είναι ένα κεφάλι! Του πατέρα μου το κεφάλι! Κοιτάζω τον διάολο στα μάτια! Ανοίγει το στόμα του και λέει πράγματα που δεν καταλαβαίνω (Ego dominus idearum sum, sed vos Graecia liberabitis!)!  Ένα από τα σκυλιά με σκουντά απαλά με τη μουσούδα του στον ώμο. Ανοίγω τα μάτια μου και ο πατέρας απομακρύνει το χέρι του από τον ώμο μου.

 «Σήκω!» μου φώναξε. «Ο Λαίλαπας δε θα έρθει μαζί μας από μόνος του!».

 Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και ξεκίνησα να ντύνομαι. Δεν είχα να φορέσω πολλά, δεδομένου ότι τα περισσότερα ρούχα τα αφήσαμε στους Μύλους. Έδεσα με προσοχή τη φουστανέλα γύρω από τη μέση μου και φόρεσα τα τσαρούχια μου. Έβαλα το καφέ γιλέκο μου και πέρασα δυο κουμπούρες στο πορφυρό ζωνάρι μου, αφού πρώτα τις γέμισα με βόλια και μπαρούτι. Τέλος πέρασα τη χατζάρα μου στο θηκάρι της και φόρεσα το φέσι μου. Λίγες στιγμές αργότερα ήμουν στους στάβλους του κάστρου και σέλωνα το άλογό μου.

 Ο Μέρμπακας δεν ήταν πολύ μακριά από το Άργος. Παρόλα αυτά, έπρεπε να είμαστε επιφυλακτικοί για να μην πέσουμε πάνω στις στρατιές του Δράμαλη, που ξέραμε ότι κινούνταν προς το Άργος. Δεν πήραμε την οδό, αλλά περάσαμε μέσα από το δάσος. Η πυκνή φυλλωσιά των δέντρων μας βοήθησε να περάσουμε απαρατήρητοι με μόνο τίμημα μια μικρή καθυστέρηση.

 Όταν φτάσαμε στο Μέρμπακα ήταν πλέον νύχτα. Το χωριό έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Όλα τα σπίτια ήταν σκοτεινά και μισογκρεμισμένα, ενώ η περιοχή γύρω από τον οικισμό ήταν νεκρή, καμένη απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν υπάρχει θέμα, σκέφτηκα, θα αναζητήσουμε καταφύγιο στο λημέρι του Λαίλαπα. Σίγουρα θα είναι με το μέρος μας.

 Ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος, αλλά ο πατέρας μου κοιτούσε την καμένη γη με γουρλωμένα μάτια. Τότε ήταν που κατάλαβα τι περνούσε από το μυαλό του πατέρα μου! Τα σπίτια δεν ήταν απλώς μισογκρεμισμένα, αλλά είχαν και απομεινάρια στάχτης πάνω τους, καμένα κομμάτια πέτρας προεξείχαν από κάποιες οικίες. Ήταν δυνατόν ο Λαίλαπας να τα είχε κάνει όλα αυτά;

 Κατεβήκαμε από τα άλογα και αρχίσαμε να ερευνούμε. Χτύπησα την πόρτα ενός σπιτιού που φαινόταν κατοικήσιμο. Δεν έλαβα απάντηση. Έσπρωξα αργά την πόρτα, η οποία άφησε ένα τσιριχτό και μακρόσυρτο τρίξιμο καθώς άνοιγε. Ήταν σκοτεινά και δεν μπορούσα να δω καθαρά. Πολλά από τα έπιπλα έμοιαζαν απανθρακωμένα, τόσο στην υφή, όσο και στο ελάχιστο που μπορούσα να διακρίνω. Με δειλά βήματα μπόρεσα και έφτασα στην κρεβατοκάμαρα. Νόμιζα ότι υπήρχε μια σιλουέτα εκεί, ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ήταν κάποιος άνθρωπος, μέχρι που πλησίασα αρκετά για να δω τον μαύρο σκελετό πάνω στο κρεβάτι, το κόκαλο που συνέδεε τον ώμο με το υπόλοιπο χέρι του κάποτε έμβιου όντος κατεστραμμένο, σαν κάποιος να το είχε σπάσει με σφυρί!

 Έτρεξα αμέσως έξω και βρήκα τον γέροντα πατέρα μου να βγαίνει ταραγμένος έξω από ένα άλλο σπίτι!

 «Είναι νεκροί! Είναι όλοι νεκροί!» είπε με τις κόρες των ματιών του να τρεμοπαίζουν.

 «Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Λαίλαπα!» απάντησα με όσο θάρρος μπορούσα να μαζέψω. «Τέτοια σφαγή δε θα περάσει έτσι!».

 Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά και ανέβηκε στο άλογο του. Καβάλησα κι εγώ το δικό μου και καλπάσαμε προς τα εκεί που μας είχε πει ο Ανδρέας ότι βρισκόταν το λημέρι του. Τα δέντρα γύρω από τη σπηλιά που είχε επιλέξει να κρύβεται ο ληστής ήταν όλα καμένα, όπως και το έδαφος. Η γη ήταν νεκρή και, πέρα από τις οπλές των αλόγων μας, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο. Δέσαμε τα άλογα λίγο πιο μακριά από το άνοιγμα της σπηλιάς, όπου μπορούσαμε να δούμε αρκετές φωτιές να καίνε και λευκός καπνός να βγαίνει από μέσα της.

 Πλησιάσαμε αργά και αθόρυβα, τραβώντας τα σπαθιά μας, μόνο για να αντικρίσουμε κάτι το ακατανόητο! Δεν υπήρχαν άνθρωποι εκεί μέσα! Δεν υπήρχε κανένας να ζεσταίνεται κοντά στη φωτιά! Μπροστά μας είχαμε μια αγέλη λύκων, με ρωγμές γύρω από τη σάρκα τους από τις οποίες ξεχύνονταν φλόγες! Όλο τους το σώμα ήταν τυλιγμένο σε έναν λευκό καπνό, που φαινόταν να έρχεται από το πουθενά και από παντού! Ήταν ξεκάθαρα ζωντανοί! Τους βλέπαμε να αναπνέουν καθώς κοιμόντουσαν! Έμοιαζαν με σκυλιά της κολάσεως, απεσταλμένοι του διαβόλου στη γη των ανθρώπων!

ΞΩΜ

 Μας κυρίευσε το ένστικτο! Παρατήσαμε τα σπαθιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα άλογα! Πίσω μας μπορούσα να ακούσω τις ιαχές των λύκων καθώς ξυπνούσαν από το λήθαργο τους! Λύσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε τα ηνία των αλόγων και με ένα δυνατό παφλασμό άρχισαν να τρέχουν όπως δεν είχαν ξανά τρέξει!

 Τα απανθρακωμένα φύλλα ακούγονταν να καταστρέφονται πίσω μας από τις δρασκελιές των τεράτων! Ακούγονταν κοντά! Πολύ κοντά! Μια λάμψη πέρασε από τα δεξιά μου! Οι κινήσεις του πλάσματος ήταν ακριβείς και πίσω από κάθε βήμα του ακολουθούσε ένα λευκό ομοίωμα του ζώου, φτιαγμένο από καπνό. Το τέρας σταμάτησε μπροστά από το άλογο μου, το οποίο σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και αφού με πέταξε από τη ράχη του τράπηκε σε φυγή! Το τέρας ήρθε από πάνω μου! Προσπάθησα να το κρατήσω μακριά μου, η πύρινη ανάσα του να μου καίει το πρόσωπο και τα χάλκινα δόντια του να προσπαθούν λυσσασμένα να γευτούν τη σάρκα μου! Τα αχνά, γαλανά και δίχως κόρες μάτια του κτήνους μου τρυπούσαν τη ψυχή και έφερναν στην επιφάνεια κάτι πρωτόγονο! Το στήθος μου είχε γίνει πολεμικό τύμπανο! Νόμιζα πως η καρδιά μου θα πεταγόταν μέσα από το στήθος μου! Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και η φλόγα έσβησε αστραπιαία, μαζί με τα νεκρά μάτια που με τρομοκρατούσαν. Ο πατέρας με ανέβασε στο άλογο του. Ήταν δύσκολο με τις νέες μου πληγές, εγκαύματα και ουλές από τα δόντια του κτήνους. Κρατήθηκα από τη μέση του με το ένα μου χέρι, ενώ με το άλλο έβγαλα το κουμπούρι μου από το ζωνάρι.

 Χτύπησε τα ηνία και το άλογο συνέχισε να τρέχει! Κάποιοι λύκοι ήταν ακόμα πίσω μας, ενώ μερικοί κυνηγούσαν το άλογο μου. Σημάδεψα έναν και με ένα τράβηγμα της σκανδάλης το μπαρούτι πήρε φωτιά και οι φλόγες του τελωνίου έσβησαν. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να μας ακολουθούν! Έτεινα το χέρι μου προς το ζωνάρι μου, αλλά ο πατέρας με σταμάτησε.

 «Μη τους σκοτώνεις!» μου φώναξε ενώ περνούσαμε μέσα από την εγκαταλελειμμένη πόλη για άλλη μια φορά, με τους δαίμονες ξοπίσω μας.

«Τί πράγμα;» απάντησα πετώντας την άδεια κουμπούρα μου στο έδαφος και σφίγγοντας περισσότερο τον πατέρα μου. «Άμα δεν τους σκοτώσω, θα πεθάνουμε!».

 «Πρώτα τους οδηγούμε στον κάμπο, μετά τους σκοτώνουμε!».

 Η ιδέα του ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνη! Τα δαιμόνια μπορούσαν να μας καταβροχθίσουν προτού βγούμε από το Μέρμπακα! Όμως ήταν η μόνη μας ελπίδα να κάψουμε έγκαιρα όλο τον κάμπο. Μόλις βγήκε από την πόλη ο πατέρας τράβηξε τα γκέμια του αλόγου, αναγκάζοντάς το να στρίψει δεξιά.

ΟΝΦΩΙ

 Καλπάζαμε για αρκετή ώρα με τους δαίμονες συνεχώς από πίσω μας. Είχα χρησιμοποιήσει και το δεύτερο κουμπούρι μου για να τους καθυστερήσω λίγο, αλλά πλέον το άλογο είχε αρχίσει να κουράζεται και οι λύκοι κέρδιζαν έδαφος, ακούραστοι και αλώβητοι!

 Μπορούσα να δω τον κάμπο στον ορίζοντα, μαζί με τις πρώτες δειλές ακτίνες του ηλίου! Ξαφνικά το άλογο τινάχτηκε! Η μυρωδιά καμένης σάρκας γέμισε τη μύτη μου, καθώς ένας από τους λύκους μας είχε προφτάσει και είχε δαγκώσει ένα από τα πόδια του αλόγου! Το ξαφνικό τράνταγμα μας έστειλε και τους δύο στον αέρα. Έχασα για λίγο τις αισθήσεις, μόνο και μόνο για να τις ανακτήσω όταν τα μεταλλικά σαγόνια των δαιμόνων μπήγονταν στο πόδι μου! Αντέδρασα αμέσως και έδωσα από μια γροθιά στα τρία τέρατα που με είχαν περικυκλώσει, καίγοντας το χέρι μου, ενώ αίμα έτρεχε από το πόδι μου και κοκκίνιζε κάλτσα και φουστανέλα! Ο πόνος ήταν αβάσταχτος για να σηκωθώ! Αναζήτησα με το βλέμμα μου τον πατέρα. Είχε απομείνει μόνο το κεφάλι του καθώς τα πλάσματα της κολάσεως τον είχαν κατασπαράξει, η βαριά του φουστανέλα τυλιγμένη στις φλόγες, μαζί με όλα του τα ρούχα!

 Τα θεριά συνέχισαν την επίθεση τους. Η γροθιά μου μάλλον δεν ήταν αρκετή για να τα κρατήσει μακριά. Παραδόθηκα στη μοίρα μου. Ένιωσα κάθε αποτρόπαιη στιγμή, τα τελώνια να τραβάν τη σάρκα μου, ενώ ταυτόχρονα καυτηρίαζαν τη κάθε μου πληγή, και όλη την ώρα είχα το κεφάλι μου γυρισμένο προς το νεκρό σώμα του πατέρα μου. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια μικρή έκρηξη από το φλεγόμενο σώμα του. Οι μικρές σπίθες που εξαπόλυσε συνάντησαν κάποια ξεραμένα χόρτα, ξεκινώντας μια άγρια φωτιά. Έκλεισα τα μάτια μου καθώς με τύλιγαν οι φλόγες. Πρόφερα με δυσκολία τα τελευταία μου λόγια:

Τα καταφέραμε…

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories:

Κ7,2

Fantasy & Horror Short Stories – Συλλογή «Η Κρύπτη», Ιστορία Νο 7 2/2, «Η Νύχτα της Πεταλούδας»

Το τελευταίο της στοιχείο οδηγεί τη Βαλέρια σε αδιέξοδο. Επιστρέφει απογοητευμένη και προσπαθεί να επανέλθει στη ρουτίνα της, δίχως επιτυχία. Ο κόσμος που ήξερε γκρεμίζεται και καλείται να ανασύρει τον…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Προειδοποίηση