Fantasy & Horror Short Stories
Συλλογή “Η Κρύπτη”
Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.
Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.
Διαβάστε και στο Wattpad
Πεταλούδα της Νύχτας
Αθήνα, άνοιξη του 2017
Οι καμπάνες του Αγίου Ιωάννη χτυπούσαν πένθιμα. Έτσι συνέβαινε τις τελευταίες μέρες. Το φέρετρο του Παρασκευά στεκόταν στο κέντρο του ναού. Γύρω μου βρισκόντουσαν γριές και γέροι, που δε νομίζω να είχαν πει ούτε καλημέρα στον καημένο τον άνθρωπο. Όχι, προφανώς ήταν εκεί για το κουτσομπολιό. Τέταρτη κηδεία στη γειτονιά, δεν τη περνάς στο ντούκου. Κρίμα. Του άξιζε κάτι καλύτερο του Παρασκευά. Κανένας συγγενής του δεν ήρθε στην κηδεία. Μονάχα η χήρα του ήταν στο ναό, ριγμένη πάνω στο νεκρό του σώμα σαν σάβανο, να κλαίει με αναφιλητά, το μακιγιάζ της να τρέχει σε όλο της το πρόσωπο, με ένα κωμικό καπέλο, βγαλμένο από τηλεοπτική εκπομπή, να κρύβει τα καστανά μαλλιά της και ένα στενό μαύρο φόρεμα να διαγράφει τις καμπύλες της. Ήξερα πολύ καλά τα κόλπα της Μαρίας. Μελόδραμα και πειρασμός, μια παράσταση που είχε παίξει πολλές φορές στο παρελθόν.
Οι άνδρες του γραφείου τελετών σήκωσαν το φέρετρο και το έβαλαν στη νεκροφόρα, με όλο το συρφετό να τους ακολουθεί. Κάποιες γιαγιάδες προσποιούνταν πως έκλαιγαν, ενώ άλλες απλά ψιθύριζαν σχόλια για την εμφάνιση της χήρας. Όταν πια η νεκροφόρα χάθηκε από το οπτικό πεδίο όλων, ο μικρός όχλος άρχισε να διαλύεται. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η επιθυμία τους για κουτσομπολιό, δεν επρόκειτο να ακολουθήσουν στη ταφή. Μπήκα στο αμάξι μου, με το Μανώλη στη θέση του συνοδηγού και έθεσα πορεία για το νεκροταφείο.
«Λοιπόν…», είπε ο Μανώλης, με χέρια του τεντωμένα και στερεωμένα πάνω στα γόνατα του, κάνοντας ένα κλακ με τη γλώσσα του. «…Πάει και ο Παρασκευάς. Πιστεύεις ακόμα πως είναι σύμπτωση;»
«Δε ξέρω πια.», τα δάκτυλα μου τρεμόπαιζαν πάνω στο τιμόνι. «Η νεκροψία είπε ανακοπή.»
«Ναι, όπως και για τους υπόλοιπους! Κάποιος μας σκοτώνει, Αλέκο! Κάτι πρέπει να γίνει! Είμαστε πλέον εσύ και εγώ!», μιλούσε με έναν συνδυασμό ψίθυρου και κραυγής, γέρνοντας τη πλάτη του προς το μέρος μου.
«Λες να μην ανησυχώ! Προσπαθώ να βάλω χέρι στα αρχεία της αστυνομίας, αλλά δεν είναι εύκολο ξέρεις!», χτύπησα το χέρι μου στο τιμόνι και πάτησα φρένο στο φανάρι. «Δεδομένης της κατάστασης θα πρέπει να καθυστερήσουμε την επόμενη φουρνιά.»
«Συμφωνώ! Δε γίνεται να συνεχίζουμε τη μπίζνα λες και δε τρέχει τίποτα. Θα συνεννοηθώ με τον Μαρίνο.», είπε καθώς πατούσα το γκάζι στο πράσινο του φαναριού.
«Πάντως πρέπει να ομολογήσω, έκανες καλή τη τελετή.»
«Δε τσιγκουνεύτηκε και το Μαράκι! Όλα cash και φτάσαμε τετραψήφιο, με την φιλική έκπτωση!»
«Έλα τώρα! Δε σου έκανε και καμία ειδική εξυπηρέτηση το Μαράκι;»
«Business is business, and sex is sex, my friend!», είπε με την πιο ελληνική αγγλική προφορά που είχα ακούσει στη ζωή μου, σηκώνοντας τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του. «Στο Γραφείο Τελετών Εμμανουήλ Καράμενου δε κάνουμε εξαιρέσεις! Επίσης ήθελα να πάρω κι ό,τι μας είχε κλέψει ο Παρασκευάς στις μοιρασιές. Αυτό το κάθαρμα στάνταρ έπαιρνε μεγαλύτερη πραμάτεια απ’ τα κορίτσια!», είχε σφιγμένη τη γροθιά του και μιλούσε μέσα από τα δόντια του.
«Δε νομίζω, ο Παρασκευάς ήταν τίμιο λαμόγιο.», ο Μανώλης μαζεύτηκε στη θέση του χωρίς να μιλήσει για τη συνέχεια της διαδρομής. Σύντομα ήμασταν έξω από το νεκροταφείο. Με τόσες κηδείες είχα μάθει πια το δρόμο απ’ έξω κι ανακατοτά.
Βρήκα να παρκάρω πολύ εύκολα. Δεν ήταν πολλά άτομα στην κηδεία και -πέρα από δύο τρία αμάξια- το πάρκινγκ ήταν άδειο. Περάσαμε μέσα από τα μνήματα μέχρι που φτάσαμε στον ανοιχτό τάφο του Παρασκευά. Οι υπάλληλοι του Μανώλη έβαζαν το φέρετρο στο λάκκο. Η Μαρία είχε πλαντάξει. Χτυπούσε το στήθος της μανιασμένα και φώναζε «Γιατί τον πήρες μακριά μου!!!». Πήγα κοντά της και την έπιασα από τους ώμους σε μια εμψυχωτική αγκαλιά. Φαινόταν να ηρεμεί λίγο. Μόλις ο Παρασκευάς πάτησε στο χώμα μια γυναίκα με προσπέρασε και πήγε προς τον τάφο. Φαινόταν γύρω στα σαράντα πέντε, το πολύ πενήντα, με ξανθά μαλλιά μπούκλες. Φορούσε ένα μαύρο ταγιέρ και το πρόσωπο της καλυπτόταν από ένα λεπτό μαύρο τούλι. Στα χέρια της κρατούσε μια ανθοδέσμη από χρυσάνθεμα, τα οποία και πέταξε πάνω στο φέρετρο. Ύστερα απλά γύρισε την πλάτη της στον νεκρό και αποχώρησε. Δεν την είχα ξανά δει ποτέ αυτή τη γυναίκα, κι απ’ ό,τι αντιλαμβανόμουνα δεν ήμουν ο μόνος. Κι όμως, παρότι ήμουν βέβαιος πως δεν την είχα ξανά δει, κάτι πάνω της ήταν οικείο. Η ταφή συνεχίστηκε όπως συνηθίζεται. Όταν πια τελείωσε είχε αρχίσει να πέφτει ο ήλιος, με τον ουρανό να παίρνει το γνωστό πορτοκαλί και βιολετί χρώμα.
Ο Μανώλης πήρε τη νεκροφόρα και πήγε σπίτι του. Η Μαρία μου ζήτησε να τη συνοδέψω στο σπίτι της. Ποιος είμαι εγώ για να απογοητεύσω μία χήρα; Η διαδρομή ήταν σιωπηλή, με τη Μαρία να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Όταν φτάσαμε στο νεοκλασικό στη Νέα Σμύρνη είχε πια νυχτώσει. Πάρκαρα κάπως άτσαλα, τολμώ να ομολογήσω, και μπήκαμε μέσα.
Ο χώρος δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η κουζίνα που έβλεπε στο σαλόνι ήταν η ίδια, ο πάγκος μαζεμένος, τα πιάτα πλυμένα και στον φούρνο θα ορκιζόμουν πως υπήρχε κάποιο κρασάτο. Το σαλόνι στην πένα, με την εξαίρεση ότι το χαλί που οδηγούσε από το καθιστικό στο διάδρομο και στα μέσα δωμάτια ήταν ελάχιστα εκτός της θέσης του. Στους τοίχους οι κορνίζες με τον Παρασκευά παρέμεναν εκεί που ήταν όσο ζούσε, καμία δεν είχε φύγει. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού ήταν ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί με δύο άδεια ποτήρια κι έναν ογκώδη φάκελο. Αν κάποιος δεν ήξερε τη Μαρία θα παραξενευόταν που δεν είχε εκτονώσει τη θλίψη της στο διαμέρισμα της, αλλά όποιος είχε ζήσει τη σχέση της με το Παρασκευά, ήξερε πως δεν υπήρχε και πολλή θλίψη για εκτόνωση ούτως ή άλλως.
Η Μαρία κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι του σαλονιού και γέμισε τα δύο ποτήρια, σκύβοντας προκλητικά. Έπειτα ήρθε κοντά μου και μου έδωσε το ένα.
«Στον Παρασκευά!», είπε και σήκωσε το ποτήρι της.
«Στον Παρασκευά! Θεός σχωρέστον!»
«Ούτε ο Θεός δεν έχει τόσο μεγάλη καρδιά…», είπε χαχανίζοντας, «…Ξέρουμε και οι δύο πως αυτό το παλιοτόμαρο καίγεται στη κόλαση.», άφησε το κρασί να κυλήσει από το ποτήρι κατευθείαν στο στόμα της, αδειάζοντας το μονομιάς.
«Μαρία, σε παρακαλώ. Ο Παρασκευάς ήταν φίλος μου.», δε μπορούσα να βλέπω κόσμο να τον προσβάλει έτσι. Μπορεί να ήταν καθίκι, αλλά κατά βάθος είχε χρυσή καρδιά και με πονούσε που δεν το έβλεπε κανείς αυτό.
«Κοίτα να δεις, κάποιος που λυπάται για το Παρασκευά! Θες να πάρω εγώ όλη τη λύπη μακριά;», πέρασε τα χέρια της πάνω από το σβέρκο μου και κρεμάστηκε πάνω μου, το κορμί της κολλημένο στο δικό μου.
«Δε νομίζω πως πρέπει…», παρά την άρνηση μου δεν την απομάκρυνα. Η θέρμη που εξέπεμπε το σώμα της με σαγήνευε. Δεν ήθελα να φύγει, αλλά δε μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο τη μέρα της κηδείας του φίλου μου.
«Έλα τώρα, από πότε έγινες ντροπαλός;», τα χέρια της κινήθηκαν σε όλη τη πλάτη μου, ώσπου σταμάτησαν λίγο πιο πάνω από τη μέση μου. Ξεκούρασε το κεφάλι της στο στήθος μου και με κοίταξε επικλητικά.
«Θα το έχω βάρος. Όχι απόψε. Αν θες μπορώ να μείνω, αλλά δε μπορώ να υποσχεθώ τίποτα άλλο.», έπρεπε να αντισταθώ στη σειρήνα. Για το Παρασκευά!
«Καλά. Κάτι είναι κι αυτό, υποθέτω…», με άφησε επιτέλους και κατευθύνθηκε πάλι προς το τραπεζάκι. «Ξέχασα να σου πω…», είπε σηκώνοντας το φάκελο, «…Ήρθε αυτό που περίμενες.», έτεινε το φάκελο προς το μέρος μου. Επιτέλους λίγο φως στο σκοτάδι αυτών των ημερών! Πήγα να πιάσω το φάκελο, αλλά τον πήρε πάλι κοντά της «Μη βιάζεσαι! Αν το θες, θα πρέπει να το κερδίσεις…», τον τοποθέτησε πίσω της, μπροστά από τους γλουτούς της.
«Αυτό λέγεται εκβιασμός.», είπα αργά σηκώνοντας το κεφάλι της από το σαγόνι με ένα απαλό άγγιγμα. Παραδίνομαι.
«Έμαθα από τους καλύτερους!», είπε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο και τα χείλη μας ενώθηκαν.
Τη σήκωσα από τη μέση, χωρίς να απομακρύνω τα χείλη μου από τα δικά της. Τα πόδια της τυλίχθηκαν στη μέση μου και κρατήθηκε από το σβέρκο μου, πετώντας το φάκελο στο πάτωμα. Πήγα στο διάδρομο και έκλεισα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας με το πόδι μου, αφήνοντας μοναδικούς μας μάρτυρες τη νύχτα και το φεγγάρι…
ΚΙΡΠΓΦ
Τρέχω! Τρέχω σε μια άδεια αλάνα! Την ξέρω αυτήν την αλάνα. Εδώ φέρνουμε τις κοπέλες. Τρέχω! Σκοτάδι. Είναι νύχτα. Δεν υπάρχουν αστέρια. Τρέχω! Βγαίνω από την αλάνα και κατευθύνομαι προς την πόλη. Κάποιος με κυνηγά! Δε μπορώ να τον δω! Τρέχω! Περνά πάνω από το κεφάλι μου. Τα φτερά της μου κλείνουν το δρόμο! Το σώμα της έχει μια γυναικεία σιλουέτα, αλλά δεν είναι γυναίκα! Είναι κατάμαυρη, ένα πρόσωπο με τα μάτια της βαθιά μέσα στο κρανίο και σαγόνια εντόμου στη θέση του στόματος της. Προσπαθώ να τρέξω, αλλά παγώνω! Το χέρι της είναι τεντωμένο προς το μέρος μου, με ένα από τα δάχτυλα της να με δείχνει. Ανοίγει τα σαγόνια της. Δεν ακούω κάτι. Το κεφάλι μου πονάει. Δεν αντιδρώ. Νιώθω αίμα να τρέχει απ’ τα αυτιά μου. Δεν αντιδρώ. Πονάω! Πονάω πολύ! Δε μπορώ να κουνηθώ! Οι παλμοί μου επιταχύνουν! Η όραση μου αρχίζει και θολώνει. Κλείνει τα φτερά της. Ξέρει πως δε μπορώ να ξεφύγω. Νιώθω τη καρδιά μου έτοιμη να σπάσει! Μια χρυσή λάμψη εμφανίζεται στο πεδίο όρασης μου. Φωτιά! Δεν αντέχω άλλο! Φωνάζω! Κάτι μου λέει! Το ψιθυρίζει, κι όμως το ακούω ξεκάθαρα! Η καρδιά μου σπάει καθώς φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ!
Ήμουν λουσμένος στον ιδρώτα. Η Μαρία μπήκε στο δωμάτιο φορώντας ένα ελαφρύ νυχτικό, εγώ τυλιγμένος με το σεντόνι στο οποίο πλαγιάσαμε εχτές, ολόγυμνος και, αν κρίνω από την έκφραση της, πρέπει να έμοιαζα εντελώς ταραγμένος. Ήλιος έμπαινε από την μπαλκονόπορτα και έπεφτε πάνω στα μάτια μου.
«Τι συνέβη; Γιατί φωνάζεις;», με ρώτησε τρομαγμένη.
«Τίποτα, ένας εφιάλτης ήταν…», προσπάθησα να την καθησυχάσω, αλλά τα τελευταία λόγια του πλάσματος έπαιζαν σε επανάληψη στο κεφάλι μου.
«Έχω φτιάξει καφέ.», μου προσέφερε ένα μισό χαμόγελο. Μάλλον δε φάνηκα αρκετά πιστικός.
«Πλένομαι κι έρχομαι!», της απάντησα καθώς πετούσα το σεντόνι από πάνω μου.
Μπήκα στη ντουζιέρα και άφησα το νερό να πέσει πάνω στο κεφάλι και το πρόσωπο μου. «Είσαι ο επόμενος…» οι θάνατοι των τελευταίων ημερών με έχουν επηρεάσει. «Είσαι ο επόμενος…» Αλέκο χρειάζεσαι επειγόντως διακοπές! Ήταν απλά ένα κακό όνειρο. Θα περάσει.
Καθώς λουζόμουν είδα κάποιες μικρές κόκκινες κηλίδες να πέφτουν στο πλακάκι. Έβαλα το δάχτυλο μέσα στο αυτί μου. Αίμα! Είχα αρχίσει να χάνω τα λογικά μου! Ήταν όνειρο! Ήταν απλά ένα όνειρο!
Πλύθηκα και έβαλα μια πετσέτα γύρω από τη μέση μου. Κάτω από την νιπτήρα ήταν η παντόφλες του Παρασκευά. Τις αγνόησα εντελώς. Σκούπισα τα πόδια μου όσο πιο καλά μπορούσα και επέστρεψα στο δωμάτιο για να ντυθώ. Πολύ γρήγορα ήμουν στη κουζίνα. Πάνω στο πάγκο με περίμενε μια κούπα με γαλλικό καφέ και ο φάκελος από χθες. Κάθισα σε μια από τις υπερυψωμένες καρέκλες και ήπια τη πρώτη γουλιά καφέ. Η Μαρία απλώς με κοίταζε με το κεφάλι της στηριγμένο στο δεξί της χέρι. Προσπάθησε να μου μιλήσει για τον εφιάλτη μου, αλλά δεν είχα καμία όρεξη να το συζητήσω.
Άνοιξα το φάκελο και κοίταξα τα χαρτιά που είχε μέσα. Ήταν τα αρχεία για τους θανάτους και των τεσσάρων. Άρχισα να διαβάζω προσεκτικά τις ιατροδικαστικές αναφορές. Κάθε συλλαβή ήταν σημαντική! Κάποια στιγμή η Μαρία έφυγε από δίπλα μου. Λίγες στιγμές αργότερα επέστρεψε και μου είπε πως έπρεπε να φύγει. Είχε συνάντηση με το συμβολαιογράφο του Παρασκευά για να διευθετήσουν τα της διαθήκης. Μου άφησε το κλειδί και βγήκε έξω.
Μετακόμισα τα έγγραφα στη τραπεζαρία, χρειαζόμουν περισσότερο χώρο. Έψαχνα για αυτό το κάτι. Ίσως κάποια ίχνη τοξίνης να είχαν βρεθεί στα σώματα τους, συνδέοντας τους θανάτους. Τίποτα. Κάποια υπόνοια στραγγαλισμού ή δεσίματος, πάλι τίποτα. Όλα τα δεδομένα έδειχναν πως η παλιοπαρέα είχε φύγει από ανακοπή, σαν να μας τιμωρούσε ο Θεός για τις αμαρτίες μας. Η Μαρία είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει και φωτογραφίες. Πήρα τις φωτογραφίες και τις κοίταξα μία προς μία, ανοίγοντας το κινητό μου, έτσι ώστε να ψάχνω οτιδήποτε μου φαινόταν παράξενο.
Κοιτούσα προσεκτικά τις φωτογραφίες από τις καρδιές τους, τοποθετημένες σε πιατέλες, λες και ήταν ορεκτικά. Το χθεσινοβραδινό κρασί προσπαθούσε να βρει το δρόμο του έξω από το στόμα μου. Κοίταξα τις φωτογραφίες προσεκτικά. Οι καρδιές τους φαινόντουσαν άψογες, με εξαίρεση κάποιες μικροσκοπικές πληγές, η μία δίπλα από την άλλη. Ήταν στις καρδιές όλων τους. Έψαξα στο Internet για να δω αν η καρδιακή ανακοπή μπορεί να δημιουργήσει τέτοια τραύματα στη καρδιά, αλλά δυστυχώς δε μπόρεσα να βρω κάτι.
Ο ήχος κλήσης μου με τρόμαξε καθώς έκανα την αναζήτηση μου. Ήταν ο Μαρίνος. Περίεργο. Συνήθως μιλούσε με το Μανώλη. Σήκωσα το τηλέφωνο και τον ρώτησα τι θέλει. Μιλούσε γρήγορα και μπέρδευε τα λόγια του. Του είπα να ηρεμήσει και να το πάρει από την αρχή. Ένιωσα έναν κρύο αέρα να με διαπερνάει. Το στόμα ξαφνικά στέγνωσε και άρχισα να ζαλίζομαι! Είχε μπει μόλις στο γραφείο, όπου και είχε βρει το πτώμα του Μανώλη…
ΤΡΕΖ
Τον είχαν κάνει όμοιο με ζωντανό. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να βγει από την κάσα και να έρθει με χαστουκίσει που δεν ανησυχούσα αρκετά. Ο Μανώλης ήταν εργένης. Δεν είχε κανέναν. Οι γονείς του είχαν πεθάνει προ πολλού και η μόνη του οικογένεια ήμασταν εμείς και το γραφείο. Ο Μαρίνος οργάνωσε την κηδεία του. Τόσα χρόνια συνεργάτες ήξερε τα κόλπα.
Η Μαρία είχε γραπωθεί από το μπράτσο μου. Σχεδόν μπορούσα να νιώσω τα νύχια της να τρυπάν το σακάκι μου. Έκλεισαν τη κάσα και τον βάλανε στο χώμα. Πολλοί πελάτες του Μανώλη είχαν έρθει στη κηδεία του. Η ουρά για την κατάθεση των λουλουδιών ήταν κάπως μεγάλη. Με την Μαρία είχαμε μπει από τους πρώτους, οπότε απλά καθόμασταν στην άκρη και παρακολουθούσαμε τον κόσμο και ταυτόχρονα κάπνιζα μανιωδώς. Κάτι τράβηξε τη προσοχή μου. Η ίδια φιγούρα από τη κηδεία του Παρασκευά. Φορούσε ακριβώς τα ίδια ρούχα και κρατούσε μια ίδια ανθοδέσμη με λουλούδια. Αφού την έριξε στο τάφο ήρθε κοντά σε εμένα και τη Μαρία.
«Συλλυπητήρια!», η φωνή της ήταν βελούδινη και νέα. Από αυτήν την απόσταση μπορούσα να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά της κάτω από το τούλι. Δεν είχε πολλές ρυτίδες για την ηλικία της, τα μάτια της ήταν μια σκούρα απόχρωση του γαλάζιου και τα χείλη της σαρκώδη και κατακόκκινα. Ο χρόνος της είχε φερθεί καλά.
«Ευχαριστούμε, αλλά δεν είμαστε η οικογένεια του.», απάντησε η Μαρία, που πλέον έσφιγγε το χέρι της στο μπράτσο μου με όλη της τη δύναμη.
«Συγχωρήστε με…», είπε η γυναίκα με ένα απολογητικό βλέμμα. «…Απλά φαίνεστε αρκετά συντετριμμένοι από το θάνατο του και υπέθεσα…»
«Ήμασταν συνεργάτες και καλοί φίλοι.», τη διέκοψα απότομα, έχοντας ένα περίεργο προαίσθημα στο στομάχι μου, αλλά προσπάθησα να μη δείξω τη δυσαρέσκεια μου. «Χάσαμε πολλούς φίλους πρόσφατα και είναι δύσκολο για όλους μας. Νομίζω ήσασταν και στη κηδεία του κυρίου Μαρμίδη, έτσι δεν είναι;»
«Ω ναι. Τον καημένο το Παρασκευά… και δεν ήταν πολύ μεγάλος…», κοιτούσε στο έδαφος, σα να προσπαθούσε να αποφύγει τα βλέμματα μας. Σήκωσε το χέρι της και σκούπισε το πρόσωπο της.
«Συγγνώμη για την ευθύτητα, αλλά ποια είστε και από πού γνωρίζετε τους φίλους μου;»
«Έχετε δίκιο, δε συστήθηκα! Τατιάνα!», έτεινε το χέρι της προς το μέρος μας για χειραψία. Της δώσαμε κι εμείς τα ονόματα μας. Τατιάνα; Κάτι μου έλεγε αυτό το όνομα, αλλά δε μπορούσα να θυμηθώ πολλά. «Όσο για το πώς γνωριστήκαμε με το Παρασκευά και τον Μανώλη είναι μεγάλη ιστορία. Αν έχετε χρόνο για έναν καφέ, ίσως μπορέσω να σας την πω…», η πρόταση της ακουγόταν σα να γινόταν και στους δυο μας, αλλά τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Μπορούσα να δω τη λαγνεία στο βλέμμα της να με προσκαλεί.
«Ευχαρίστως, έχω όλη την ημέρα κενή.», δε μπόρεσα να αντισταθώ στο πειρασμό. Όχι μόνο στην εμφάνιση της, αλλά και στην περιέργεια μου, που με καλούσε να μάθω κι άλλα. «Μαρία, θα μας κάνεις παρέα;»
«Θα το ήθελα πάρα πολύ, αλλά τρέχω ακόμα με το ειρηνοδικείο. Θα σε βρω μετά όμως…», με τράβηξε κοντά της και μου ψιθύρισε στο αυτί, «Και πρόσεχε!», της έγνεψα καταφατικά, χτυπώντας το σακάκι μου, στο σημείο που είχα το όπλο μου. Ό,τι και να είχε σκοπό να κάνει, δε θα ήταν πιο γρήγορη από μια σφαίρα. Η Μαρία έφυγε άρον άρον. Ήμασταν πλέον οι δυο μας.
«Πάμε λοιπόν;», είπα προτείνοντας τον αγκώνα μου.
«Φυσικά!», μου απάντησε πιάνοντας με αγκαζέ.
Υπήρχαν αρκετές καφετέριες κοντά στο νεκροταφείο, οπότε άφησα το αμάξι στο πάρκινγκ και περπατήσαμε προς τη κοντινότερη καφετέρια. Όλη την ώρα ακουμπούσα το εσωτερικού του χεριού μου στο όπλο για να βεβαιωθώ πως ήταν εκεί. Καθίσαμε σε ένα εξωτερικό τραπεζάκι, δικής μου επιλογής, αρκετά κοντά στο δρόμο. Δε φάνηκε να έχει κάποια αντίρρηση. Παραγγείλαμε τους καφέδες μας και αρχίσαμε να μιλάμε.
Γνώρισε τον Παρασκευά κατά τη θητεία του στο Κ.Ε. Πόρος. Έμενε στο νησί και μια μέρα που ο Παρασκευάς ήταν εκτός γνωρίστηκαν και άρχισαν να βγαίνουν. Είχαν μια περιπετειούλα, αλλά δε τράβηξε πολύ και αποφάσισαν να μείνουν φίλοι. Αργότερα, εκείνος απολύθηκε και εκείνη έτυχε να μετακομίσει στην Αθήνα, οπότε συνέχισαν να κάνουν παρέα. Κάποια στιγμή ο Παρασκευάς τη σύστησε και στο Μανώλη.
Όσο πιο πολύ μιλούσε τόσο πιο πολύ την εμπιστευόμουν. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί, αλλά κάτι σε αυτή τη γυναίκα, κάτι που είχα αγνοήσει προηγουμένως, με έκανε να πάψω να την φοβάμαι. Ίσως ήταν η αύρα της, ίσως ήταν η εμφάνιση της. Επιπλέον η ιστορία της φάνταζε αληθινή και δε φαινόταν για δολοφόνος. Ήπιε τις τελευταίες γουλιές του καφέ της.
«Κρίμα πάντως που γνωριστήκαμε κάτω από αυτές τις περιστάσεις. Ο Μανώλης και ο Παρασκευάς μιλούσαν πάντα καλά για σένα».
«Αλήθεια ε; Και τι έλεγαν;», μου ένευσε με το δάχτυλο της να χαμηλώσω το κεφάλι μου. Έφερε το στόμα της στο επίπεδο του αυτιού μου.
«Ότι δεν υπάρχει καλύτερος νταβάς στην πιάτσα…»
Έμεινα στήλη άλατος! Ελάχιστοι ήξεραν για τη δουλειά μας και σίγουρα δεν ήταν γένους θηλυκού! Πήγα για το όπλο μου, αλλά πριν το καταλάβω τα χείλη της είχαν ενωθεί με τα δικά μου. Το στόμα της είχε μια πικρή γεύση. Τα χέρια μου μούδιασαν και το κεφάλι μου χτύπησε το τραπέζι. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν τη Τατιάνα να φωνάζει για βοήθεια…
ΖΗΤΦΨΖΗΟΚ
Άρχισα να ανακτώ τις αισθήσεις μου. Τα μάτια άνοιξαν, αλλά δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο άμορφους σβόλους. Μετά από μερικές στιγμές οι σβόλοι άρχισαν να παίρνουν μορφή. Μπροστά μου είχα μια βιβλιοθήκη με νομικά βιβλία. Τα χέρια μου ακουμπούσαν πάνω σε μια καφετιά επιφάνεια την οποία δε μπορούσα να διακρίνω καλά. Δύο καρέκλες βρισκόντουσαν μπροστά μου και στη μία από αυτές καθόταν η Τατιάνα. Στο τοίχο δίπλα της ήταν κρεμασμένο το πτυχίο μου, υπογεγραμμένο από τον πρύτανη της νομικής. Με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω. Συνειδητοποίησα πως δε μπορούσα να νιώσω την υφή των ρούχων μου στο σώμα μου ή το ξύλο του γραφείου μου. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά μάταια. Μόνο τα μάτια μου μπορούσαν να κουνηθούν. Κοίταξα κάτω. Από το λίγο που μπορούσα να δω δεν ήμουν δεμένος. Είχα μπερδευτεί. Μπορούσα να νιώσω τη καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή!
«Ξύπνησες. Χαίρομαι! Δεν ήθελα να πεθάνεις απλά στον ύπνο σου. Δεν έχει πλάκα έτσι!», η Τατιάνα είχε πλέον σηκωθεί όρθια και περπατούσε. Είχε μια περίεργη κινησιολογία. Σε κάθε βήμα της μια διάφανη μορφή της έμενε πίσω για ελάχιστα δευτερόλεπτα προτού εξαφανιστεί. Το πρόσωπο της φαινόταν να αναβοσβήνει και άσπρος καπνός έβγαινε από τα μάγουλα της.
«Στεναχωρήθηκα που δε με θυμόσουν. Από την άλλη το περίμενα. Σας έφερναν πολλά κορίτσια να δοκιμάσετε πριν τα βγάλετε στο πεζοδρόμιο…», τα ακροδάχτυλα της άτμιζαν και τα ρούχα της είχαν αρχίσει να καίγονται. Απ’ όποιο σημείο έπεφτε μέρος του ταγιέρ φανερωνόταν το κορμί της, μαύρο σαν το κάρβουνο και λευκός καπνός να βγαίνει από κάθε πόρο του. Ένα δυνατό κρακ ακούστηκε καθώς το πηγούνι της έσπαγε και αποκάλυπτε τα σαγόνια της, το σάρκινο περίβλημα τους να πέφτει προς το πάτωμα και να μετατρέπεται σε λευκό καπνό πριν φτάσει στο έδαφος. Αυτό το πλάσμα… ισχυριζόταν πως ήταν μια από τις κοπέλες που έφερνε ο Μαρίνος; Δεν είχε λογική! Κι όμως, οι λεπτομέρειες που είχε θα μπορούσαν να προέρχονται μόνο από κάποια που τα είχε ζήσει! Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει, ήμουν αβοήθητος, προσπαθούσα να κουνηθώ, προσπαθούσα να φωνάξω, αλλά δε γινόταν τίποτα!!!
«Φοβάσαι! Το βλέπω στα μάτια σου.», είπε με σταθερή και απαλή φωνή, καθώς η εμφάνιση της συνέχιζε να αλλάζει. «Τέλεια! Θέλω να μυρίσω το φόβο σου! Εσείς οι έξι καταστρέψατε τη ζωή μου! Καταστρέψατε τα ΠΑΝΤΑ!», με αυτή της τη κραυγή τα μάτια της συρρικνώθηκαν και μπήκαν μέσα στο κρανίο της. Αίμα πετάχτηκε από την πλάτη της καθώς κατακόκκινα φτερά βγήκαν βίαια μέσα από το σώμα της. Ο λευκός καπνός εξακολουθούσε να τη τυλίγει. Έμοιαζε με αιθέριο πνεύμα, παρά με δολοφονικό τέρας.
«Χάρηκα που τα είπαμε Αλέκο! Στείλε χαιρετίσματα στο διάολο!», άνοιξε το στόμα της και άφησε να πέσει στη παλάμη της μια μικρή λευκή κάμπια. Την τοποθέτησε πάνω στη μύτη μου. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει! Κούνησε τα δάχτυλα της και η αίσθηση της αφής μου επανήλθε, μόνο και μόνο για να νιώσω το ζωύφιο να μπαίνει μέσα στο σώμα μου από το ρουθούνι μου και να κατεβαίνει όλη τη ρινική μου κοιλότητα! Ξαφνικά αισθάνθηκα έναν πόνο στο στήθος μου! Από εκεί που η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο, σταμάτησε! Όλα άρχισαν να θολώνουν γύρω μου! Το κεφάλι μου έπεσε πάνω στο γραφείο μου. Η Τατιάνα έφερε το πρόσωπο της πάνω από το δικό μου, τα σαγόνια της να στάζουν πάνω μου και τα νεκρά γαλάζια μάτια της να με κοιτάζουν. Ένας ψίθυρος ακούστηκε καθώς όλα έσβηναν…
Ήσουν ο επόμενος, αλλά όχι ο τελευταίος…
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε κι άλλες Fantasy & Horror Short Stories: