Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Fantasy & Horror Short Stories

Συλλογή “Η Κρύπτη”

Ο κόσμος είναι μέρος επικίνδυνο. Αν τέρατα κρύβονται σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, τότε κάποιος μπορεί να υποθέσει πως το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η Κρύπτη είναι μία συλλογή ιστοριών μικρού μήκους στο genre του cosmic horror με αρκετά στοιχεία fantasy και urban fantasy. Κάθε ιστορία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική χρονική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας, ξεναγώντας τον από τις πλαγιές της Αμφίπολης στις όχθες της Ύδρας.

Ενημερωθείτε για τα νέα της Κρύπτης στο Instagram, στο Facebook, στο Twitter και στο Tumblr.

fantasy

Διαβάστε και στο Wattpad

Μύρισε Λιβάνι

Αθήνα, Χειμώνας 2020

     Σταμάτησε το περιπολικό μπροστά από την πολυκατοικία. Η ανάσα της έκανε μικρά συννεφάκια καθώς έβγαινε από τα χείλη της. Η επιθεωρητής Αλαφούζου ανέβηκε στον τρίτο όροφο από τις σκάλες, αγνοώντας εντελώς το ασανσέρ. Όταν έφτασε πλέον στο διαμέρισμα με την κίτρινη ταινία στη πόρτα του το σώμα της είχε ζεσταθεί. Ξεκούμπωσε την καμπαρντίνα της.

     Πριν καλά καλά μπει στο διαμέρισμα την χτύπησε η μυρωδιά του λιβανιού, συνοδευόμενη από την βίαιη οσμή της σήψης. «Τρίτο αυτό το τρίμηνο…» σκέφτηκε καθώς σήκωνε την κορδέλα και περνούσε στη σκηνή του εγκλήματος. Οι συνάδελφοί της είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύουν στοιχεία. Ο Παπαοικονόμου είχε φέρει την κάμερα από το τμήμα και φωτογράφιζε τα σπασμένα γυαλιά μπροστά από το ντιβάνι με την τηλεόραση, με την Κωστελένου να ψάχνει για δακτυλικά αποτυπώματα στα έπιπλα γύρω από τον καναπέ όπου είχαν βρεθεί τα πτώματα. Πλέον οι σοροί των Μάρκου και Ελπίδας Ακαδαμοπούλου βρίσκονταν σε μεγάλες μπλε σακούλες πάνω στο κόκκινο, περσικό χαλί τους, με δύο συναδέλφους να είναι έτοιμοι να τους μεταφέρουν στο νεκροτομείο. Η Αλαφούζου τους ένευσε να περιμένουν λίγο, φόρεσε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια και πήγε πάνω από τα πτώματα.

     «Φονικό όπλο;», ρώτησε έναν από τους δύο αστυνομικούς, ενώ μελετούσε την σορό του Μάρκου Ακαδομοπούλου, ψάχνοντας για μώλωπες και ουλές. 

     «Δεν ξέρουμε ακόμα. Τίποτα εδώ δεν έχει σημάδι αίματος και οι μόνοι μώλωπες είναι γύρω από τον λαιμό του άνδρα.», της απάντησε εκείνος κρατώντας τον καρπό του.

     «Σε σχήμα χεριού», συμπλήρωσε εκείνη. «Το σημάδι είναι μικρό. Μάλλον πρόκειται για γυναίκα ή για έφηβο αγόρι. Πάρτε τους», είπε κάνοντάς τους ένα νεύμα.

     Η Λίνα Κωστελένου είχε τελειώσει με τα δακτυλικά και είχε βάλει τα ευρήματά της στις απαραίτητες θήκες. Η Αλαφούζου την πλησίασε και τη ρώτησε: «Τί άλλο έχουμε;»

     «Βρήκαμε πατημασιές στο μπαλκόνι, το σχήμα είναι σχετικά μικρό, μάλλον νούμερο τριάντα οχτώ με τριάντα εννιά», η Κωστελένου έδειξε προς κάποιες σπασμένες γλάστρες δίπλα από τις οποίες υπήρχαν πατημασιές λάσπης που οδηγούσαν προς το μπαλκόνι. «Θα το στείλουμε στο κέντρο για εξακρίβωση μάρκας μόλις πάρει φωτογραφίες ο Παπαοικονόμου.»

     Γρανάζια είχαν αρχίσει ήδη να γυρνούν στο κεφάλι της και προσπαθούσε να δημιουργήσει μια καθαρή εικόνα στο μυαλό της. «Μάλιστα. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή όταν μπήκατε;»

     «Ναι, αν κρίνουμε από τις πατημασιές μάλλον ο δράστης την χρησιμοποίησε για να ξεφύγει.»

     «Το βλέπω, το βλέπω», είπε η Αλαφούζου και περπάτησε λίγο προς το κέντρο του σαλονιού ξύνοντας το πηγούνι της. «Σπασμένη γλάστρα, σαματάς στο χώρο, ο θύτης πατάει το χώμα και αφήνει πατημασιές οι οποίες οδηγούν προς το μπαλκόνι και ύστερα εξαφανίζονται. Η πόρτα…», πλησίασε την πόρτα και έσκυψε για να δει καλά την κλειδαρότρυπα, «…είναι μια χαρά, κανένα σημάδι παραβίασης. Δεν αποκλείεται να καταρριχήθηκαν προς τον πεζόδρομο. Χρειαζόμαστε μάρτυρες. Ποιος μας κάλεσε;»

     «Ένας γείτονας που άκουσε την επίθεση από κάποιο διαμέρισμα. Το τηλεφώνημα ήταν ανώνυμο.»

     «Σκατά!», αναφώνησε η Αλαφούζου, με τη μυρωδιά του λιβανιού να της έχει διεγείρει το μυαλό.

     «Εμ, παιδιά», ακούστηκε η φωνή του Παπαοικονόμου κοντά από το μπαλκόνι. «Βρήκα κάτι περίεργο.»

     Η Κωστελένου και η Αλαφούζου πλησίασαν στο μπαλκόνι. Ο Παπαοικονόμου τους έδειχνε μια αλυσίδα πάνω στα φύλλα μιας αλόης που κρεμόταν από τη μπροστινή πλευρά του μπαλκονιού. Η Αλαφούζου πήγε κοντά και πήρε την αλυσίδα στο χέρι της. Στην άκρη της αντίκρισε ένα μικρό, τερατόμορφο αγαλματίδιο. Είχε γυναικείο σώμα με τα πόδια του τεντωμένα και κολλημένα το ένα με το άλλο. Τα χέρια του πλάσματος ήταν ανοιχτά με κατεύθυνση προς τα κάτω, λες και υποδεχόταν κάποιον στην αγκαλιά του. Το κεφάλι του ήταν μεγάλο και κωνικό με δύο μεγάλες τρύπες για μάτια και τη γνάθο ενός εντόμου. Στην πλάτη του αγάλματος υπήρχαν δύο μεγάλα, κυκλικά φτερά, παρόμοια με εκείνα μιας πεταλούδας.

     Επεξεργάστηκε το περιδέραιο στο χέρι της. Ήταν από φθηνό ασήμι, και η αλυσίδα αλλά και το στολίδι. Μπορούσε να δει κάποια μικρά σημάδια διάβρωσης, συγκεκριμένα γύρω από την αλυσίδα και στην πλάτη της πεταλούδας. Η Παναγιώτα Αλαφούζου το έδωσε στην Κωστελένου η οποία το έβαλε σε μια πλαστική σακούλα, συμπληρώνοντας τα απαραίτητα στοιχεία για το αρχείο. 

     Συνελεξαν ό,τι είχε απομείνει από στοιχεία και άρχισαν να τα βάζουν στα περιπολικά. Η Παναγιώτα έβαλε το καλούπι του χναριού στο πορτμπαγκάζ του Παπαοικονόμου και πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς κατέβασε την πόρτα. Κοίταξε λίγο τη γειτονιά. Ήταν μια από τις κλασικές γειτονιές του κέντρου, χωμένη σε ένα στενό με τις περισσότερες πολυκατοικίες να είναι ίδιες ή να χάνονται μέσα στα graffities. Άρχισε να κοιτάει σε παράθυρα και μπαλκόνια. Συνήθως όταν εμπλέκεται η αστυνομία πολλοί από τους γείτονες προσπαθούν να κλέψουν δυο τρεις ματιές από το επεισόδιο CSI που εκτυλίσσεται ζωντανά μπροστά στα μάτια τους. Πράγματι σε κανά δυο μπαλκόνια υπήρχαν άτομα να βλέπουν τα περιπολικά στο δρόμο, να τραβούν βίντεο και να στέλνουν μηνύματα, αλλά οι περισσότεροι είχαν ηρεμήσει. Στο μπαλκόνι ακριβώς απέναντι από το διαμέρισμα του ζεύγους στεκόταν ένα αγοράκι, δεν πρέπει να ήταν πιο μεγάλο από επτά χρονών. Αντί να κοιτάζει το σούσουρο με τους αστυνομικούς κοιτούσε προς τα πάνω, στον μουντό και γκρίζο ουρανό. Κινούνταν δεξιά και αριστερά, αλλάζοντας την οπτική του γωνία. Σαν να έψαχνε κάτι στους αιθέρες.

     Ένιωσε τη γνώριμη έξαρση αδρεναλίνης να κυριεύει το σώμα της. Το ένστικτο της δεν θα την άφηνε να φύγει, όχι ακόμα τουλάχιστον. Κοίταξε τους συναδέλφους της που επιβιβάζονταν στα οχήματά τους. Είχαν εντολές να συνεχίσουν με τις καταθέσεις των γειτόνων την επόμενη μέρα. «Θα υπάρξει όμως επόμενη μέρα;», σκέφτηκε. «Οι άλλες δύο υποθέσεις σφραγίστηκαν πολύ γρήγορα… αλλά εδώ υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία μάχης… και πάλι, δε μπορώ να το ρισκάρω!». 

     Χαιρέτησε τους συναδέλφους της και όταν εξαφανίστηκαν στην στροφή άρχισε να χτυπά τα κουδούνια της πολυκατοικίας. Τα κουδούνια με τα ονόματα Ρεΐζης και Παπασταύρου αρνήθηκαν να της ανοίξουν ύστερα από συζήτηση μέσω θυροτηλεφώνου. Σειρά είχε το κουδούνι με όνομα Ζαφειροπούλου.

     «Π… παρακαλώ;», η φωνή στην άλλη άκρη του θυροτηλεφώνου ακουγόταν γυναικεία με αρκετή τραχύτητα στη χροιά της, αλλά όχι γήρας. Ήταν επίσης φανερά ταραγμένη. Η Παναγιώτα μπορούσε να φανταστεί το πρόσωπο της λευκό σαν το πανί.

     «Καλησπέρα σας και συγγνώμη για την ενόχληση.», απάντησε η Παναγιώτα, «Ονομάζομαι Παναγιώτα Αλαφούζου, είμαι από την Ελληνική Αστυνομία. Έχετε δύο λεπτά να σας κάνω μερικές ερωτήσεις;»

     Μια μικρή παύση ακολούθησε. «Είναι σχετικά με τους απέναντι;», η φωνή της ήταν πιο ήρεμη απ’ ό,τι πριν.

     «Μάλιστα.», απάντησε η Παναγιώτα και η καρδιά της αύξησε παλμούς. 

     Ακούστηκε ένα κλακ από το θυροτηλέφωνο και ύστερα η πόρτα της πολυκατοικίας άνοιξε με ένα ηχηρό μπαζ.

     «Τρίτος όροφος, η πόρτα στο τέλος του διαδρόμου.», ακούστηκε και πάλι η γυναίκα στο θυροτηλέφωνο.

     Η Παναγιώτα αγνόησε τον ανελκυστήρα, παρόλο που το ένστικτο της ήξερε ότι με το ασανσέρ θα έφτανε πιο γρήγορα, και ανέβηκε τις σκάλες μέχρι που έφτασε μπροστά από την πόρτα της Ζαφειροπούλου. Δεν χρειάστηκε καν να χτυπήσει το κουδούνι. Η κάπως πλαδαρή γυναίκα, με τα καστανά μαλλιά της άνοιξε, την έβαλε μέσα στο διαμέρισμά της και την κάθισε στο καναπέ. Της προσέφερε νερό και καφέ τα οποία η Παναγιώτα αρνήθηκε ευγενικά. 

     Απέναντι από τον καναπέ υπήρχε μια μισάνοιχτη πόρτα, που αν είχε υπολογίσει καλά πρέπει να οδηγούσε στο δωμάτιο που ήταν το αγοράκι. Η κυρία Ζαφειροπούλου κάθισε σε μια πολυθρόνα διαγωνίως του καναπέ και άλλαξε πολλές στάσεις σώματος, λες και δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια της.

     «Οπότε, είστε η κυρία Ζαφειροπούλου;», ρώτησε η Παναγιώτα βγάζοντας το σημειωματάριο της από την τσέπη της.

     «Βεβαίως, Αναστασία Ζαφειροπούλου, αυτή είμαι εγώ.», η γυναίκα μιλούσε γρήγορα και ανακαθόταν στη θέση της. Είχε καταλήξει στο να αφήσει τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά από το στήθος της.

     «Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεστε.», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Βρίσκομαι εδώ προς υπηρεσία της πολιτείας.»

     «Ταράζομαι; Εγώ;», αναφώνησε η γυναίκα και έφερε την παλάμη της στο στήθος της. Το χαμόγελο της δεν ήταν φυσικό, έμοιαζε σαν κάποιος να της το είχε κολλήσει στο πρόσωπο της με κόλλα και τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα. Η Παναγιώτα ένιωθε το ένστικτό της ανυπόμονο, σαν παιδί που του είχαν τάξει κουλούρι.

     «Ναι…», αναφώνησε, περισσότερο για εκείνη παρά για την κυρία Ζαφειροπούλου και ξεκίνησε με τις ερωτήσεις της. «Φαντάζομαι μάθατε τι συνέβη στο απέναντι διαμέρισμα;»

     «Ναι, ναι.», είπε και το πρόσωπό της πήρε μια θλιμμένη έκφραση. «Ήταν καλοί άνθρωποι ο Μάρκος και η Ελπίδα…»

     «Τους γνωρίζατε;», ρώτησε παρατηρώντας την οικειότητα με την οποία χρησιμοποιούσε τα ονόματα των θυμάτων.

     «Μα… μάλιστα.», είπε τραυλίζοντας η γυναίκα. «Η κόρη τους πρόσεχε κατά καιρούς τον Βασιλάκη μου. Αχ, πώς θα είναι τώρα το κοριτσάκι! Πρέπει να έχει πεθάνει από τη θλίψη της.»

     «Σας διαβεβαιώνω ότι η κοπέλα είναι καλά.», είπε ψέματα. Δεν ήξερε καν για την κόρη μέχρι πρότινος. «Ήσασταν εδώ όταν συνέβη η επίθεση στο σπίτι τους;»

     «Εδώ ήμουν ναι…», έκανε μια παύση και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Άκουσα τη Νάντια να φωνάζει κάτι, μετά το Μάρκο και στο τέλος μια δυνατή τσιρίδα από την Ελπίδα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα ότι ήταν κάτι σοβαρό… Τσακώνονταν αρκετά συχνά, οπότε είχαμε μάθει να ζούμε όλοι με τις φωνές τους…», έστρεψε το βλέμμα της προς τα πόδια της. Ήξερε ότι ήταν λάθος που δεν είπε κάτι όταν είχαν ξεκινήσει οι καβγάδες. Η Παναγιώτα την έκρινε σιωπηρά στο κεφάλι της, χωρίς βέβαια να ξέρει αν θα είχε πράξει το ίδιο στη θέση της.

     «Και μετά;», ρώτησε η Παναγιώτα όταν η σιωπή είχε γίνει ανυπόφορη.

     Το βλέμμα της Παναγιώτας έπεσε στην μισάνοιχτη πόρτα. Στο άνοιγμα είχε σταθεί το καστανομάλλικο αγοράκι που είχε παρατηρήσει στο μπαλκόνι. Κρυφοκοίταζε και κρατούσε στο χέρι του ένα λούτρινο λαγουδάκι. Ό,τι τρίχες υπήρχαν στην πλάτη της είχαν σηκωθεί και χόρευαν τσιφτετέλι.

     «Μετά…», την επανέφερε στη συζήτηση η κυρία Ζαφειροπούλου. «Μετά επικράτησε σιωπή. Ξαφνική σιωπή. Βγήκα στο μπαλκόνι να δω τι συμβαίνει και…», η γυναίκα είχε χλωμιάσει, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί νωρίτερα η Παναγιώτα. Έβγαλε μερικά αναφιλητά και προσπάθησε να βγάλει τις λέξεις χωρίς κάποια επιτυχία.

     «Με την ησυχία σας. Πείτε μου, τί είδατε;»

     «Δε… Δεν ξέρω αν είδα καλά.», έμοιαζε πιο φοβισμένη από πριν, τα χέρια της έτρεμαν και τα μάτια της είχαν αρχίσει να γεμίζουν με δάκρυα. «Πρέπει τα μάτια μου να κάνουν πουλάκια, έχω κι ένα ιστορικό σχιζοφρένειας στην οικογένειά μου…», ήταν έτοιμη να σηκωθεί από την θέση της. Η Παναγιώτα έβαλε το χέρι της στο γόνατό της. 

     «Κυρία Ζαφειροπούλου. Δεν είμαι εδώ για να σας κρίνω. Ό,τι και αν είδατε όσο απίθανο και αν φαντάζει, θα το πιστέψω και θα το καταγράψω.»

     «Είδα…», αναφιλητά άρχισαν να επιστρέφουν. Η γυναίκα πήρε πολλές βαθιές ανάσες. «Είδα ένα δαιμόνιο.»

     «Δαιμόνιο;», η Παναγιώτα ξαφνιάστηκε. Δεν ήξερε τι περίμενε, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτό. «Μπορείτε μήπως να μου το περιγράψετε;»

     Η κυρία Ζαφειροπούλου άρχισε να μιλάει ανάμεσα σε αναστεναγμούς και δάκρυα. «Είχε μεγάλο κεφάλι, με σάρκα κατράμι και κολλημένη στο σκελετό του. Τα μάτια του ήταν μαύρα και σχεδόν έλαμπαν. Είχε δύο πελώρια, στρογγυλά φτερά και στην άκρη του προσώπου του είχε δύο τέτοια, πως τα λένε, αυτά που έχουν τα έντομα για στόμα τέλος πάντων. Κοίταξε προς το μέρος μου και μετά πέταξε.»

     «Η Νάντια ήταν!», φώναξε ο μικρός Βασιλάκης μπαίνοντας μέσα στο σαλόνι.

     «Βασίλη! Τι κάνεις εδώ; Σου είπα να μείνεις στο δωμάτιο σου!», η κυρία Ζαφειροπούλου σηκώθηκε και πήγε προς τον γιο της.

     «Μα αφού την είδα, με κοίταξε, η Νάντια ήταν!», επέμενε ο μικρός, κουνώντας το λούτρινό του πάνω κάτω μαζί με τα χέρια του σε μια προσπάθεια του να τον πάρουν οι μεγάλοι στα σοβαρά. 

     «Μη λες χαζαμάρες παιδί μου.», η κυρία Ζαφειροπούλου άρχισε να κάνει νεύματα προς το παιδί για να πάει προς το δωμάτιο του, αλλά η Παναγιώτα την σταμάτησε.

     «Όχι, όχι, δεν πειράζει.», σηκώθηκε από τον καναπέ και στάθηκε στο ένα γόνατο, στο ύψος του μικρού Βασίλη. «Γεια σου Βασίλη. Είμαι η Παναγιώτα. Άκουσες όλα όσα είπε η μαμά σου;», το αγόρι ένευσε καταφατικά αγκαλιάζοντας σφιχτά το λαγουδάκι του.

     «Είδες κι εσύ αυτό το οποίο περιέγραψε η μαμά;», ήλπιζε να μη χρησιμοποιεί πολύ περίπλοκες λέξεις για το παιδί.

     «Ναι, και ήταν η Νάντια, το ξέρω ότι ήταν! Φορούσε το κολιέ της.», είπε ο Βασιλάκης και η καρδιά της πετάρισε τόσο ξαφνικά που πέταξε το μολύβι από το χέρι της. 

     «Μάλιστα. Σε ευχαριστώ Βασίλη!», είπε αφού έπιασε το μολύβι από το χαλί.

     Η κυρία Ζαφειροπούλου τον πήγε στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα. Ύστερα έκατσε πάλι στην πολυθρόνα της και η Παναγιώτα επέστρεψε στον καναπέ, σημειώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες στο σημειωματάριό της.

     «Μας πιστεύετε δηλαδή;», είπε η Ζαφειροπούλου, περίεργη που άκουσε τον μικρό. 

     «Θα πρέπει να το διερευνήσουμε περισσότερο για να μπορέσω να σας απαντήσω ειλικρινά.», πάλι ψέματα, αλλά μικρότερα. Ήξερε πως η αστυνομία δε θα καθόταν να ασχοληθεί με πεταλουδόμορφα δαιμόνια. Η διαίσθηση της όμως δεν την είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί, οπότε πίστευε πως βρισκόταν σε καλό δρόμο. «Πάντως με βοηθήσατε αρκετά. Σας ευχαριστώ πολύ.»

     «Χαρά μου.», απάντησε λίγο πιο καθησυχασμένη. «Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.»

     Η Παναγιώτα κατέβηκε στο δρόμο και μπήκε στο αμάξι της. Κάθισε για λίγη ώρα και διάβασε τις σημειώσεις της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άναψε τη μίζα. «Ας ελπίσουμε να μην θαφτεί κι ετούτη η υπόθεση λόγω νεκροψίας. Είμαι κοντά σου λιβανοφόρε! Θα σε βρω!», σκέφτηκε ενώ πατούσε ελαφρά το γκάζι.

     Μπήκε φουριόζα στην αίθουσα συνεδριάσεων και κάθισε δίπλα από την Λίνα στο οβάλ τραπέζι. Μίλησαν για λίγο, όχι τίποτα το σημαντικό, καλημέρες και κουτσομπολιά, μέχρι που ο διευθυντής του τμήματος, ο Αναξίμανδρος Φαιωνίδης,  ήρθε και κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού, ακουμπώντας έναν ογκώδη, κόκκινο φάκελο με λάστιχο μπροστά του. Άρχισε να αναθέτει εργασίες στους αστυνομικούς και να τους διώχνει έναν έναν, μέχρι που είχε μείνει μόνο η ομάδα που ερευνούσε την υπόθεση Ακαδαμοπούλου.

     Ο Φαιωνίδης άνοιξε τον φάκελό του και άρχισε να μοιράζει χαρτιά. Η Παναγιώτα τα έπιασε στα χέρια της και τα ξεφύλλισε λιγάκι. Ήταν η νεκροψία και κάποια χημικά δείγματα από το κολιέ που είχε βρεθεί στη σκηνή του εγκλήματος, καθώς και οι εκτυπωμένες φωτογραφίες του Παπαοικονόμου.

     «Ουφ…», ο Φαιωνίδης έριξε μια κλεφτή ματιά προς την Παναγιώτα καθώς έβγαζε αυτό το επιφώνημα, «…λοιπόν, τα βασικά. Οι ουλές στο λαιμό του Μάρκου Ακαδαμοπούλου είναι ξεκάθαρα από στραγγαλισμό, η λαβή δεν ήταν αρκετά σφιχτή για να αφήσει κάποιο δακτυλικό αποτύπωμα.», στο κούτελο του Φαιωνίδη είχαν σχηματιστεί μικρές στάλες ιδρώτα και το γαλάζιο πουκάμισό του είχε αρχίσει να γίνεται σκούρο μπλε στις μασχάλες, λίγο παράλογο για την κακοθερμαινόμενη αίθουσα.

     «Αιτία θανάτου;», ρώτησε η Παναγιώτα με ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπο της.

     Ο Φαιωνίδης ξεφύσηξε. «Αυτό είναι το θέμα. Παρά τα εμφανή σημάδια βίας η αιτία θανάτου είναι ανακοπή, κανένα δείγμα δηλητηρίασης.», είπε σε μια απόπειρα να την προλάβει. 

     Η Παναγιώτα έβγαλε μια κοροϊδευτική ανάσα διατηρώντας το χαμόγελό της, τα μάτια της γεμάτα αυτοπεποίθηση.

     «Μη με κοιτάς έτσι!», είπε ο Φαιωνίδης, εμφανέστατα κουρασμένος.

     «Γιατί;», ρώτησε δίχως να αλλάζει την έκφρασή της και σταυρώνοντας τα χέρια της. «Πώς σε κοιτάω;»

     «Ξέρεις πολύ καλά.»

     «Ας προχωρήσουμε λέω εγώ.», προσπάθησε να αλλάξει θέμα ο Παπαοικονόμου και έπιασε τα χαρτιά του. «Υπάρχει και μια χημική ανάλυση στα αρχεία, περί τίνος πρόκειται;»

     «Ναι.», συνέχισε ο Φαιωνίδης και καθάρισε το λαιμό του. «Είναι για την ελαφρά διάβρωση που είχε υποστεί το μενταγιόν που βρήκατε, τί την προκάλεσε. Και τα αποτελέσματα είναι… ιδιαίτερα.»

     «Θα παραξενευόμουν αν δεν ήταν.», απάντησε η Λίνα.

     «Ναι, όχι με τον τρόπο που πιθανόν φαντάζεστε. Η αλυσίδα και το μέταλλο έχουν αλλοιωθεί από ένα μείγμα ιδρώτα και… φερομονών.»

     «Φερομονών;», πετάχτηκε η Παναγιώτα, ταράζοντας λίγο τους συναδέλφους της, καθώς η διαίσθηση της ξυπνούσε.

     «Ναι…», απάντησε ο Φαιωνίδης, τραβώντας τα λόγια του, «…συγκεκριμένα Ferrulactone ΙΙΙ. Παράγεται από το θηλυκό ενός είδους πεταλούδας υπό εξαφάνιση ενδημική στην Ιταλία.»

     «Αυτό σε συνδυασμό με το κολιέ κάτι μας λέει. Υπάρχει ένα μοτίβο;», πρόσθεσε ο Παπαοικονόμου καταβροχθίζοντας τη γόμα του μολυβιού του. 

     «Ίσως είναι το ίδιο με τις υποθέσεις Συριοπούλου και Πανάγ-» 

     «Εκεί δεν ήθελα να το πας!», διέκοψε την Αλαφούζου ο Φαιωνίδης χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι.

     «Μα γιατί; Και σε αυτή την περίπτωση βρήκαμε μυρωδιά σήψης χωρίς να έχει ξεκινήσει να σαπίζει το σώμα, και υπήρχε έντονη μυρωδιά λιβανιού, ακριβώς όπως και στις άλλες δύο υποθέσεις. Και στις άλλες δύο υποθέσεις τα θύματα πέθαναν από ανακοπή, όπως κι σ’αυτή. Κι αν το πάρουμε ως υπόθεση κατά συρροή δολοφονιών, έχουμε φτάσει ήδη στο σημείο όπου ο δολοφόνος έχει αρχίσει να γίνετ-»

     «Αλαφούζου αρκετά!», την ξανά διέκοψε, «Παραληρείς πάλι.»

     «Κύριε διοικητά να με συγχωρείτε, αλλά νομίζω ότι η Αλαφούζου έχει δίκιο.», είπε η Κωστελένου. «Μιλάμε για ένα ξεκάθαρο μοτίβο και για πρώτη φορά έχουμε στοιχεία που φανερώνουν την ύπαρξη τρίτου στο χώρο.»

     «Μόνο που εδώ έχουμε και ξεκάθαρο ύποπτο.», ο Φαιωνίδης μίλησε με ένταση, σχεδόν φώναξε στην ομάδα του.

     Σιωπή επικράτησε στην αίθουσα. Ο Φαιωνίδης προσπέρασε κάποιες σελίδες από το αρχείο του και σταμάτησε στις τελευταίες και αφού φόρεσε τα γυαλιά του άρχισε να παραφράζει μέσα από το χαρτί.

     «Η Νάντια Ακαδαμοπούλου, κόρη του ζεύγους, δεκαέξι χρονών, καστανά μαλλιά και μάτια με διχρωμία, ένα πράσινο κι ένα καστανό, δεν έχει βρεθεί από χθες το βράδυ. Η πατημασιά που βρέθηκε στο χώρο του εγκλήματος ήταν νούμερο τριάντα οκτώ από παπούτσι Converse. Όλως τυχαίως ένα άδειο κουτί Converse υπήρχε στο δωμάτιο της κοπέλας. Αν δείτε τις φωτογραφίες που παρέχει ο συνάδελφός σας θα παρατηρήσετε πως πρόκειται για το ίδιο νούμερο. Τα σημάδια στο λαιμό του πατέρα μοιάζουν σαν να μπορούσαν να γίνουν από έφηβη κοπέλα, οπότε δε θέλει πολύ.», έβγαλε τα γυαλιά του και τα πέταξε μπροστά από τα χέρια του.

     «Άρα πιστεύετε πως η κόρη είναι ο δράστης;», ρώτησε ο Παπαοικονόμου, με το νου της Παναγιώτας να ανατρέχει σε όσα είχε μάθει από την Ζαφειροπούλου. 

     «Η θεωρία μου είναι ότι είχαν έναν αρκετά μεγάλο καβγά με τους γονείς της που οδήγησε σε καρδιακό επεισόδιο και τους δύο της γονείς. Χωρίς να ξέρει τι να κάνει η μικρή την κοπάνησε. Αλλά αυτή είναι μόνο μια θεωρία. Μέχρι στιγμής είναι η νούμερο ένα ύποπτος.», μάζεψε τα γυαλιά του και έτριψε το σημείο της μύτης του όπου στηρίζονταν πριν τα φορέσει. «Θέλω να πάρετε καταθέσεις από τους γείτονες. Να μάθετε ποια ήταν η σχέση μεταξύ γονιών και κόρης, αν υπήρχε κάποιος που θα ήθελε να βλάψει το ζεύγος και τα λοιπά. Θα φροντίζω να ανασύρω το ιατρικό ιστορικό των θυμάτων για να δω αν είχαν κάποιο καρδιολογικό θέμα. Έχετε εντολές. Είστε ελεύθεροι.»

     Οι Κωστελένου και Παπαοικονόμου μάζεψαν τα χαρτιά τους γρήγορα και εγκατέλειψαν την κακοκλιματιζόμενη αίθουσα. Οι σκέψεις της Παναγιώτας την επιβράδυναν. Είχε ένα προαίσθημα ότι κάτι της ξέφευγε. Προσπαθούσε να ενώσει τα στοιχεία· η οικογένεια Ζαφειροπούλου είχε περιγράψει το «δαιμόνιό» τους με στοιχεία πεταλούδας, το κολιέ, οι φερομόνες… προσπαθούσε να παραμείνει στη λογική.

     «Μήπως έχουμε να κάνουμε με κάποια αίρεση;», ρώτησε τον Φαιωνίδη καθώς μάζευε κι εκείνος τα πράγματά του.

     «Τι λες πάλι Αλαφούζου;»

     «Εννοώ, οι πεταλούδες, οι φερομόνες, το λιβάνι. Μοιάζει αρκετά τελετουργικό, δε νομίζετε;», σκεφτόταν και πιθανότατα στολές ιεροτελεστίας, καθώς ήταν το μόνο που έβγαζε νόημα από τα λόγια της Ζαφειροπούλου.

     «Δεν νομίζω τίποτα Αλαφούζου! Πρέπει να μείνουμε στο δρόμο της λογικής και να κινηθούμε με τα στοιχεία που έχουμε. Όχι να κυνηγάμε φανταστικούς κατά συρροή δολοφόνους.»

     «Μα-»

     «Δε θέλω μα και μου!», την διέκοψε και πάλι φανερά εκνευρισμένος. «Τους ζυγούς λύσατε!»

     Ο Φαιωνίδης έκλεισε το φάκελο του και βγήκε έξω από το δωμάτιο, σχεδόν ποδοπατώντας την Κωστελένου που περίμενε απ’έξω. Η Παναγιώτα μάζεψε τα τελευταία χαρτιά της και συνάντησε την Λίνα πέρα από την πόρτα για να πάνε στα γραφεία τους.

     «Δεν τον καταλαβαίνω ώρες ώρες.», είπε η Παναγιώτα κοπανώντας τα χαρτιά της στο γραφείο. Άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε τον εναπομείναντα φάκελο με λάστιχο.

     «Μην τον αποπαίρνεις.», της απάντησε η Λίνα Κωστελένου καθώς έβαζε τα χαρτιά της σε έναν χάρτινο ταχυδρομικό φάκελο. «Μάλλον θα θέλει να ξεμπερδεύουμε με τους συνήθεις υπόπτους για να εξετάσουμε κι άλλες υποθέσεις.»

     «Κι αν είναι αργά μέχρι τότε;», η Παναγιώτα μιλούσε με πάθος στη φωνή της, η καρδιά της να επιταχύνει με κάθε φράση. «Αν όντως το κοριτσάκι έχει μπλέξει με καμιά αίρεση και κάνει τίποτα χειρότερο; Ή ακόμα χειρότερα, αν όντως έχουμε να κάνουμε με κατά συρροή δολοφόνο;»

     «Ήρεμα ρε Παναγιώτα ήρεμα!», είπε η Λινα μέσα από σφιγμένα δόντια, βάζοντας το δάχτυλό της μπροστά από το στόμα. «Δε λέμε τέτοια πράγματα στο τμήμα, μπαινοβγαίνουν και πολίτες!»

     «Συγγνώμη, συγγνώμη…», είπε σηκώνοντας τα χέρια τις πάνω από το κεφάλι της, «…αλλά έχω ένα άσχημο προαίσθημα. Το ένστικτό μου με έχει ταράξει από χθες.», έξυσε το σβέρκο της σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει το δικό της δαιμόνιο.

     Φόρεσαν τα παλτό τους, πήραν τα μαγνητόφωνα και τους φακέλους τους και προχώρησαν προς τις σκάλες. Τα χέρια της Παναγιώτας είχαν αναπαυθεί γλυκά στις τσέπες της καφετιάς της καμπαρντίνας, μειώνοντας λίγο τους παλμούς της και αφήνοντάς της χώρο να σκεφτεί. Φτάσανε στο ισόγειο και η Παναγιώτα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, επιτρέποντας στον παγωμένο αέρα της ανοιχτής πόρτας να την διαπεράσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνάντησε την Λίνα έξω. 

     «Θέλω μια χάρη.», της είπε καθώς ξεκλείδωνε το αμάξι της.

     «Αν μπορώ…», απάντησε διστακτικά η Λίνα.

     «Θα μπορέσεις να πας μόνη σου για τις καταθέσεις; Θέλω να πάω από το σπίτι να ρίξω μια ματιά στις υποθέσεις Συριοπούλου και Σουγιά. Μήπως μας ξέφυγε κάτι ή κάποια σύνδεση στην αρχή.»

     Η Λίνα παρέμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά, το ξέρεις αυτό;»

     «Ναι, ναι το ξέρω, αλλά είσαι πολύ καλή και θα με καλύψεις στον Φαιωνίδη.», απάντησε γουρλώνοντας τα μάτια της και βάζοντας τα χέρια της κάτω από το σαγόνι της. 

     «Καλά, καλά, σταμάτα με τα κουταβίσια μάτια!», είπε η Λίνα. «Αλλά χρωστάς σουβλάκι!»

     «Είσαι η καλύτερη!», της χάρισε μία αγκαλιά και έτρεξε προς το σημείο που είχε παρκάρει εκείνη.

     Ύστερα από αρκετή ώρα στους γεμάτους δρόμους της πρωινής Αθήνας κατόρθωσε να φτάσει στο διαμέρισμα της στου Ζωγράφου. Έβαλε το αμάξι στο parking και ανέβηκε στο δεύτερο όροφο από τις σκάλες. Ξεκλείδωσε την πόρτα της και κρέμασε το παλτό της στην χειροποίητη κρεμάστρα που είχε φτιάξει ο Τάσος. Προσπέρασε γοργά το στενό σαλόνι με το μεγάλο τραπέζι πίσω από τον καναπέ και μπήκε στην πόρτα στο βάθος του διαδρόμου.

     Το γραφείο της φωτίστηκε με το πάτημα του διακόπτη. Άνοιξε έναν από τους φωριαμούς στα δεξιά της, απέναντι από τη βιβλιοθήκη της και ύστερα από μια μικρή αναζήτηση έβγαλε τα αρχεία των υποθέσεων. Άνοιξε το λάπτοπ της και ακούμπησε τα έγγραφα στο ξύλινο έδρανο, με σκόνη να πετάγεται καθώς φάκελοι και γραφείο ερχόντουσαν σε επαφή. Είχε καιρό να καθαρίσει. 

     Ξεκίνησε με την παλαιότερη υπόθεση: Μυρτώ Συριοπούλου, ετών εξήντα επτά. Η γυναίκα είχε βρεθεί νεκρή στην ντουζιέρα της με το νερό να τρέχει. Μια γειτόνισσα είχε δει το νερό να βγαίνει από την εξώπορτα του διαμερίσματός της και ειδοποίησε τον διαχειριστή. Όταν είχαν πάει να επιθεωρήσουν τη σκηνή του εγκλήματος όλο το διαμέρισμα μύριζε λιβάνι, με την οσμή να γίνεται πιο έντονη στο μπάνιο. Στην αρχή οι αστυνομικοί νόμιζαν ότι η γυναίκα ήταν νεκρή για κάποιες μέρες, καθώς υπήρχε μια ασθενής μυρωδιά σάπιου κρέατος όταν μπήκαν στο χώρο η οποία γινόταν πιο έντονη στο μπάνιο, αλλά το χρώμα της σορού φανέρωνε ότι είχε περίπου έξι ώρες νεκρή. Η νεκροψία έδειξε ανακοπή και έτσι η υπόθεση μπήκε στο ράφι.

     Μελετούσε τις φωτογραφίες που είχε δώσει ο ιατροδικαστής. Τα χείλη της ηλικιωμένης γυναίκας ήταν ελαφρώς ερεθισμένα και στην φωτογραφία της καρδιάς της, το αριστερό της αγγείο είχε μια μικρή ουλή με διακλαδώσεις που άνθιζαν σαν δένδρο. Πήγε στην κουζίνα και αφού έφερε μια μεγάλη κούπα καφέ εστίασε ξανά στην ουλή στην καρδιά της Συριοπούλου. «Ένα τέτοιο σημάδι προκύπτει συνήθως από ηλεκτροπληξία, δεν θα μπορούσε να είναι συγκεντρωμένο μόνο σε μια τόσο μικρή περιοχή.», σκεφτόταν όσο διάβαζε ιατρικά περιοδικά.

     Προχώρησε στην χημική ανάλυση. Τίποτα το αφύσικο δεν υπήρχε στο σώμα της γυναίκας πέρα από το Ferrulactone ΙΙΙ. Προσπάθησε να δει τι θα μπορούσε να έχει προκαλέσει το πρήξιμο των χειλιών, αλλά δε μπορούσε να βρει τίποτα. Παρατηρώντας καλύτερα την φωτοτυπία που τους είχε δώσει ο Φαιωνίδης τότε διαπίστωσε ότι ένα από τα κουτιά ήταν κενό, με μικρές λευκές γωνίες να εισβάλουν στα παράπλευρα κουτιά. «Μπλάνκο;», απόρρησε στο κεφάλι της και οι τρίχες στην πλάτη της βάρεσαν προσοχή. Κάτι είχε αφαιρεθεί από τις χημικές αναλύσεις.

     Άφησε ανοιχτά τα χαρτιά της και ανέτρεξε στις χημικές αναλύσεις των άλλων δύο υποθέσεων και βρήκε το ίδιο ακριβώς κουτί κενό, με το μπλάνκο να εισβάλλει άγαρμπα στα άλλα αποτελέσματα. «Πώς δεν το είδα αυτό νωρίτερα;», οι ώμοι της και σιγά σιγά τα χέρια της είχαν αρχίσει να ανατριχιάζουν.

     Έτρεξε στην κρεμάστρα κι έβγαλε το σημειωματάριο της από την καπαρντίνα. Επέστρεψε στην καρέκλα της και την έφερε πιο κοντά στο γραφείο. Δε χρειάστηκε να περάσει πολλά φύλλα, καθώς δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα που είχε πάρει το μπλοκ από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ανακρίσεις για την εν λόγω υπόθεση. Πάντα υπήρχαν κουτσομπόληδες γείτονες, χρήσιμοι σε τέτοιες υποθέσεις και πρόθυμοι να βγάλουν στη φόρα τα άπλυτα όσων ζούσαν δίπλα τους. Σε αυτή την περίπτωση μια Φρόσω Ζαζάγου της είχε δώσει όλη τη ζωή της κυρίας Συριοπούλου. Είχε μετακομίσει στο διαμέρισμα που έγινε ο τύμβος της μόλις στα είκοσί της χρόνια, μαζί με την τότε πεντάχρονη κόρη της. Συνήθιζε να καθυστερεί να πληρώσει τις υποχρεώσεις της -ενοίκια και κοινόχρηστα- και έφερνε άνδρες και γυναίκες στο σπίτι της σχεδόν κάθε βράδυ, κάθε φορά και διαφορετικό πρόσωπο. Όσα μεσημέρια ήταν ξύπνια ακούγονταν πάντα φωνές και βρισιές, όλες απευθυνόμενες προς την κόρη της.

     Η Λίνα είχε αναλάβει να μιλήσει με την κόρη, Αντιγόνη Συριοπούλου. Φαινόταν συντετριμμένη και δήλωσε ότι ενώ η μητέρα της δεν ήταν και ο πιο συμπαθής άνθρωπος στον κόσμο, κανένας δε θα έφτανε στο σημείο να τη σκοτώσει. Διαβεβαίωσε κιόλας πως τα τελευταία έτη η γυναίκα υπέφερε από καρδιολογικά ζητήματα, κυρίως αυξημένη πίεση.

     Άρχισε να κολλάει χαρτάκια σε έναν ασπροπίνακα πάνω από το γραφείο. Έγραψε με κόκκινο μαρκαδόρο ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ και από κάτω κόλλησε τα κύρια στοιχεία της, εκείνα τα οποία είχε ξεχωρίσει το ένστικτο της. Ένα έγραφε ΜΠΛΑΝΚΟ ΧΗΜΙΚΟ, δύο άλλα έγραφαν ΑΝΑΚΟΠΗ και ΧΕΙΛΗ ΠΡΗΣΜΕΝΑ, συνοδευόμενα από ΛΙΒΑΝΙ και ΜΠΟΧΑ ΔΙΧΩΣ ΣΗΨΗ. Τέλος κόλλησε ένα χαρτάκι που έγραφε ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΚΟΡΗ ΚΑΚΗ κι άλλο ένα που είχε γράψει LICHTENBERG ΣΤΟ ΑΓΓΕΙΟ.

     Προχώρησε στην υπόθεση του Μάριου Πανάγου, ή του Μαίρη του Σουγιά όπως τον ήξεραν στο δρόμο. Ο Σουγιάς ήταν γνωστός στο τμήμα. Ο εικοσιεπτάχρονος είχε συλληφθεί πολλές φορές για διάφορα μικροεγκλήματα και είχε εκτίσει και λίγους μήνες για διακίνηση ναρκωτικών. Το πτώμα του το βρήκε ένας αστυνομικός που έκανε τον ναρκομανή ώστε να τον πιάσει επ’ αυτοφώρω. Είχαν πει να συναντηθούν στο διαμέρισμά του, μια τρύπα στην Φωκίωνος Νέγρη, για να γίνει η συναλλαγή. Όταν έφτασε ο αστυνόμος, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ο Σουγιάς ήταν νεκρός στον καναπέ του, με ένα κομμάτι καουτσούκ δεμένο στο μπράτσο του και μια σύριγγα στην ανοιχτή παλάμη του.

     Ξανακοίταξε τις εικόνες από την νεκροψία του. Σχεδόν κανείς δεν ενδιαφερόταν να μελετήσει την υπόθεση ως φόνο και ήταν ό,τι πιο εύκολο να την σφραγίσουν όταν ο ιατροδικαστής όρισε την αιτία θανάτου ως ανακοπή. Οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι ήταν από υπερβολική δόση, μα η νεκροψία και η χημική ανάλυση έλεγαν μια άλλη ιστορία. Ήταν καθαρός εκείνη την ημέρα, με εξαίρεση την ελάχιστη ηρωίνη στο σύστημά του. Ένα από τα κουτιά είχε σβηστεί, όπως και στης Συριοπούλου, ενώ στις φωτογραφίες μπορούσε να δει πάλι την ουλή σε σχήμα δέντρου που ανοίγει τα κλαδιά του, μαύρη λες και ήταν καμένη. «Πώς γίνεται μια τέτοια πληγή σε ένα τόσο στοχευμένο μέρος; Ίσως κάποιος τρύπησε το στήθος, έριξε ηλεκτροσόκ, τόσο δυνατό ώστε να σταματήσει μια καρδιά;», είπε δυνατά ξύνοντας τον καρπό της σε μια απόπειρα να ηρεμήσει την τριχοφυΐα της. Έδιωξε την υπόθεσή της αμέσως. Τα στήθη των θυμάτων ήταν άθικτα και οι ουλές ήταν τόσο ακριβείς στο σημείο που ήταν αδύνατο να το κάνει κάποιος από την εξωτερική πλευρά. 

     Κοίταξε τις καταθέσεις της από εκείνη την υπόθεση, τις λίγες τις οποίες είχε πάρει εκείνη μόνο. Κάποιοι γείτονες την είχαν ενημερώσει πως ο Μάριος, παρά το τρομακτικό παρουσιαστικό του, ήταν ήσυχο παιδί. Ποτέ δεν έκανε φασαρία και οι λίγες επισκέψεις που είχε φρόντιζε να μην ενοχλούν. Αχ και να ‘ξεραν. Γύρισε την σελίδα και έπεσε στην κατάθεση του Σπύρου Χατζηπαύλου, του άνδρα που διέμενε στο ακριβώς δίπλα διαμέρισμα. Είχε πει τα ίδια με τους υπόλοιπους γείτονες, με μια σημαντική διαφορά: ο Χατζηπαύλου είχε περιγράψει τον άνδρα και την κοπέλα του ως “βιτσιόζους”. Όταν του είχε ζητήσει να εξηγήσει, εκείνος της είπε ότι συχνά μπορούσε να ακούσει από την άλλη πλευρά του σχεδόν ανύπαρκτου τοίχο που χώριζε τα διαμερίσματά τους την κοπέλα του Σουγιά να φωνάζει «Άσε με» και «Δε θέλω σου λέω» ενώ εκείνος της έλεγε, σχεδόν ψιθυριστά, «Ξέρω ότι το θες μωρή», συνοδευόμενο από χτυπήματα. ‘Οταν ο Χατζηπαύλου είχε ζητήσει το λόγο από τον Σουγιά, εκείνος τον διαβεβαίωσε πως δεν τρέχει τίποτα, κι ότι απλά ήταν ένα «erotic role play» το οποίο έκανε το ζευγάρι.

     Κάθισε για λίγο στην πλάτη της καρέκλας της και πήρε βαθιές ανάσες. Θυμήθηκε πόσο την είχε ταράξει και τότε αυτή η κατάθεση. Για κάποιο λόγο οι περιγραφές ήταν πολύ γλαφυρές στο κεφάλι της. Προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό της για να μην σκίσει τη σελίδα, μαζί με το έγγραφο της υπόθεσης. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και υπενθύμισε στον εαυτό της ότι πιθανότατα ένας κατά συρροή δολοφόνος ή μια παραθρησκευτική οργάνωση βρίσκονται ελεύθεροι και πιθανότατα μια νεαρή κοπέλα κινδυνεύει.

     Το κενό που παρέμενε ήταν ότι κανένας δεν είχε περιγράψει το Σουγιά ως θρήσκο και η απουσία λιβανιστηριού παραξένεψε λίγο τους αστυνομικούς που είχαν φτάσει στο χώρο του εγκλήματος και τον βρήκαν να ζέχνει από λιβάνι και σάπια σάρκα, λόγω όμως του ιστορικού του θύματος κανείς δεν το διερεύνησε περισσότερο. 

     Έγραψε δίπλα από τα χαρτάκια της Συριοπούλου ΣΟΥΓΙΑΣ. Σημείωσε σε χαρτάκια τα κοινά σημεία που είχαν με την υπόθεση της ηλικιωμένης γυναίκας. Όλα ταίριαζαν, με μόνη διαφορά ότι εκεί που η γριά είχε άσχημη σχέση με την κόρη της, εκείνος κακοποιούσε την κοπέλα του. Το έβαλε κι αυτό, μετά από εντολή της διαίσθησής της. Αν η κοπέλα τον είχε σκοτώσει, υπήρχε κίνητρο, δικαιολογημένο στα μάτια της Παναγιώτας, μα κίνητρο. 

     Δεν άφησε το μαρκαδόρο. Έγραψε αμέσως σε μια νέα στήλη ΑΚΑΔ/ΠΟΥΛΟΥ και μετέφερε σε χαρτάκια όσα ήξερε καθώς και όσα της είχαν πει ο Φαιωνίδης και η κυρία Ζαφειροπούλου. Κάποια ταίριαζαν ήδη μόνο από την επιφανειακή της μελέτη πάνω στην υπόθεση, όπως ΛΙΒΑΝΙ, ΜΠΟΧΑ ΔΙΧΩΣ ΣΗΨΗ και ΑΝΑΚΟΠΗ. Ξεκίνησε να ελέγχει τα αρχεία και σύντομα βρήκε και τα υπόλοιπα στοιχεία που εμφανίζονταν στις άλλες δύο υποθέσεις: οι μικρές ουλές, το σβησμένο στοιχείο στην χημική ανάλυση, ακόμα και τα χείλη των σορών είχαν πρηστεί από την τελευταία φορά που τα είδε. 

     Πρόσθεσε και το τελευταίο που έμοιαζε να επαναλαμβάνεται και στις άλλες υποθέσεις, ΑΣΧΗΜΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΚΟΡΗ, και μετά άρχισε να κολλάει τα παράλογα: ΔΑΙΜΟΝΙ-ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, ΚΟΛΙΕ ΠΕΤΑΛΟΥΔΟΜΟΡΦΗΣ και ΦΕΡΟΜΟΝΗ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑΤΟΣ. 

     Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να ψάχνει για το αν είναι εφικτή η σύνθεση φερομονών ή η απόσταξή τους από τα ίδια τα έντομα. Βρήκε αρκετές μελέτες που υποστήριζαν ότι και τα δύο ήταν εφικτά μέχρι που κοντοστάθηκε να πιει μια γουλιά καφέ και μια εύλογη απορία εμφανίστηκε στο κεφάλι της: «Γιατί;»

     Απ’ ό,τι διάβαζε οι φερομόνες δεν είχαν επιδράσεις σε ανθρώπους, μόνο σε άλλα έντομα του ίδιου είδους, άρα δεν υπήρχε λόγος κάποιος να μπει σε τέτοιο κόπο. «Εκτός κι αν ήταν τελετουργική η φύση…», σκέφτηκε. Πήρε ένα μαγνητάκι και έβαλε την φωτογραφία με το κολιέ δίπλα από το χαρτάκι που έγραφε ΦΕΡΟΜΟΝΗ FERRULACTONE ΙΙΙ. Σηκώθηκε και περπάτησε λίγα βήματα προς την πόρτα της ώστε να δει όλο τον πίνακα. Υπήρχαν κοινά στοιχεία, αλλά κάτι της είχε ξεφύγει. Έλειπε εκείνη η λεπτομέρεια που θα την καθοδηγούσε σε έναν ένοχο, ή έστω σε κάποια κατεύθυνση στην οποία θα μπορούσε να ψάξει. Περπατούσε πάνω κάτω στο χώρο του γραφείου σε βαθύ συλλογισμό. Άνοιξε και πάλι το μπλοκ της για να δει μήπως κάτι της είχε ξεφύγει, μήπως δεν είχε διαβάσει κάτι σωστά ή είχε παραβλέψει κάτι. Τότε από το πίσω μέρος του μπλοκ της έπεσε ένα κομμάτι χαρτί.

     Μια αναλαμπή της ήρθε στο μυαλό. Κατά την κατάθεση του Χατζηπαύλου έγραφε πιέζοντας το στυλό της στο χαρτί, τραβώντας τόσο πολύ που ένα κομμάτι απέδρασε από τα κρικάκια του μπλοκ και το είχε αποθηκεύσει στο τέλος του σημειωματαρίου για να μην το χάσει. Το έπιασε από το πάτωμα κι άρχισε να διαβάζει. Ήταν η περιγραφή της κακοποιημένης κοπέλας. Ο Χατζηπαύλου την είχε περιγράψει ως κοντούλα με μαύρα μαλλιά και μάτια. Το ντύσιμό της ήταν απλό, συνήθως στις αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου, και «…τώρα τελευταία…» είχε αρχίσει να το συνδυάζει με ένα περίεργο κολιέ, που στον Χατζηπαύλου έμοιαζε παγανιστικό. Στην αρχή το είχε περάσει για πεταλούδα, μέχρι που είδε ότι στο κέντρο των φτερών υπήρχε η μορφή μιας γυναίκας.

     Πήδηξε από τη χαρά της! Πήρε το κομμάτι χαρτί και το έβαλε στη στήλη του Σουγιά και πήγε να συγχαρεί τον εαυτό της με μια γουλιά καφέ, μόνο για να καταλάβει ότι η κούπα της είχε αδειάσει. Επέστρεψε στην κουζίνα κι έβαλε τον βραστήρα μπρος. Όσο περίμενε σκεφτόταν. Δύο διαφορετικές γυναίκες με το ίδιο κολιέ σήμαινε ότι ανήκαν στην ίδια οργάνωση και δεδομένου του λιβανιού ίσως επρόκειτο για παραθρησκευτική οργάνωση που προσελκύει τα θύματα κακοποίησης, εκμεταλλεύεται ότι είναι σε ευάλωτη κατάσταση και τα εξαναγκάζει να διαπράττουν τέτοιες δολοφονίες. Της φαινόταν λίγο εξωφρενικό, αλλά όχι απίθανο. 

     Ένα κλειδί ακούστηκε στην πόρτα και ο Τάσος μπήκε στο χώρο. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν βρεγμένα και κάλυπταν τα γαλανά του μάτια. Τα ρούχα του ήταν επίσης μουσκίδι, το παντελόνι και το παλτό του τουλάχιστον. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα άφησε έξω από το διαμέρισμα, ενώ έβαλε το πανωφόρι του στην κρεμάστρα.

     «Γύρισες κιόλας από το σχολείο;», ρώτησε παραξενεμένη. Ήξερε καλά ότι το Γυμνάσιο τελείωνε γύρω στις δύο και ότι δίδασκε μέχρι και τις τελευταίες ώρες.

     «Τι κιόλας καλέ;», της είπε και κοίταξε το ρολόι του. «Είναι τρεις και μισή.»

     «Πλάκα κάνεις;», ο βραστήρας έκανε ένα μπλινκ και η Παναγιώτα σκέφτηκε ότι θα πήγαινε χαμένο. 

     «Πέρασες τη μέρα σου στο γραφείο, ε;», την ρώτησε χαμογελώντας με το μαλλί του να στάζει.

     «Ένοχη.», απάντησε καθώς έβαζε την κούπα της στο νεροχύτη.

     «Μη μου πεις ότι ο Φαιωνίδης άνοιξε τα γκαβά του!»

     «Πήγαινε εσύ να αλλάξεις και θα στα πω όλα ενώ τρώμε, θα βάλω να βράσω μακαρόνια.»

     Δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχαν στρώσει κι έτρωγαν. Ο Τάσος της είπε για την ημέρα του στο σχολείο, πως τον ζάλισε λίγο η Α’, κάποια παιδιά είχαν μπερδέψει τελείως τα αντώνυμα και τα συνώνυμα, αλλά έκαναν ωραία κουβέντα με την Γ’ πάνω στον Πρώτο Παγκόσμιο. Έπειτα εκείνη άρχισε να του λέει τί είχε γίνει μέσα στη μέρα, όλα τα στοιχεία τα οποία ήταν μπροστά στα μάτια του Φαιωνίδη, αλλά αρνούνταν να δει και τα λοιπά και τα λοιπά. Άφησε έξω το «δαιμόνιο» της Ζαφειροπούλου και το κομμάτι με τα σβησμένα κομμάτια στις χημικές αναλύσεις. Δεν ήθελε να κινήσει υποψίες διαφθοράς στο τμήμα, όχι χωρίς να ξέρει αν όντως επρόκειτο για διαφθορά ή αν ήταν απλά ένα στατιστικό το οποίο θεωρούνταν απαρχαιωμένο και δεν μπορούσαν να το αφαιρέσουν αλλιώς.

     «Απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον θα τη συνεχίσω μόνη μου την έρευνα και όταν θα έχω αρκετά στοιχεία θα την παρουσιάσω στον Φαιωνίδη.», είπε κι έφαγε την τελευταία πιρουνιά από τα ορφανά μακαρόνια της.

     «Δεν είναι κι άσχημη ιδέα, αρκεί να μην παραβείς κανά νόμο.», είχε τελειώσει προ πολλού τα μακαρόνια του οπότε έτεινε το πιάτο του προς την Παναγιώτα. «Και πάντα να προσέχεις μην γίνει καμιά πατάτα. Δε ξέρω τι θα κάνω άμα σε χάσω.»

     «Δε θα απαλλαγείς από μένα τόσο εύκολα, χρυσέ μου.», του απάντησε περιπαικτικά καθώς έβαζε τα πιάτα στο νεροχύτη.

     «Είπες βρήκατε ένα μεταγιόν στην σκηνή του εγκλήματος;», ο Τάσος φαινόταν σκεπτικός, με το χέρι του πάνω στο σαγόνι του. «Ένα που σου έμοιαζε για αιρετικό σύμβολο; Εκείνο που ήταν πεταλούδα και γυναίκα μαζί;»

     «Περισσότερο με πεταλουδόμορφο τέρας, αλλά ναι, γιατί ρωτάς;», στάθηκε πίσω από την καρέκλα της και στηρίχθηκε στην ξύλινη πλάτη της.

     «Το έχεις μαζί σου;», το πόδι του Τάσου τρεμόπαιζε κάτω από το τραπέζι, σαν να προσπαθούσε να ανοίξει τρύπα.

     «Το έχω σε φωτογραφία.», ήταν λίγο παραξενεμένη με την αντίδρασή του. Δεν είχε ξανά δείξει τόσο ενδιαφέρον για άλλες υποθέσεις.

     «Μπορείς να μου το δείξεις, αν γίνεται;»

     Η Παναγιώτα πήγε στο γραφείο της και κατέβασε την εικόνα από τον πίνακα. Όταν την έδωσε στο Τάσο, εκείνος την άρπαξε και την κοίταξε από απόσταση, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι. Μόνο οι κόρες των ματιών του κινούνταν, μία πάνω και μία κάτω, τα φρύδια του συνοφρυωμένα. 

     «Χμμμ…», ήταν το μόνο που είπε μετά από λίγες στιγμές σιωπής. 

     «Τι χμμμ;», αποκρίθηκε η Παναγιώτα, λίγο εκνευρισμένη με την όλη μυστικότητα. «Το αναγνωρίζεις;»

     «Ναι. Είναι παλιό. Ένα από τα σύμβολα μιας αίρεσης πάνω στην οποία έκανα την πτυχιακή μου.»

     «Και; Τι ξέρεις για αυτή; Υπάρχει περίπτωση να είναι ακόμα σε ισχύ;», η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει, οι τρίχες σε όλο της το σώμα ήταν κάγκελο και οι λέξεις έβγαιναν πολύ γρήγορα από το στόμα της.

     «Περίμενε, περίμενε!», της είπε ο Τάσος. «Ένα ένα!», έτριψε το μέτωπό του και προσπάθησε να ανακαλέσει τις παλιές του γνώσεις. «Πρόκειται για μια αίρεση η οποία ξεκίνησε περίπου το δώδεκα μετά Χριστόν, νομίζω λεγόταν Liberae Papiliones, αν θυμάμαι καλά. Σχηματίστηκε από κάποιες σκλάβες που κατόρθωσαν να αποδράσουν και να σκοτώσουν τον αφέντη τους, έναν ρωμαίο εκατόνταρχο Marc Homer, Miro Homer, δεν θυμάμαι καλά, αλλά θυμάμαι το προσωνύμιο του: Cruentus.», η Παναγιώτα τον κοίταζε με ένα βλέμμα χαμένο. Ποτέ δεν ήταν της ιστορίας και σε συνδυασμό με τα λατινικά μπερδευόταν ακόμα περισσότερο. «Λατινικό για το αιμοδιψής.», θεώρησε ο Τάσος ότι ήταν το κομμάτι που χρειαζόταν επεξήγηση. «Οι σκλάβες απέδρασαν κατά την εκστρατεία του στη Μακεδονία, όπου έχουν βρεθεί κάποια από τα τελετουργικά τους αντικείμενα, μα τα περισσότερα έχουν βρεθεί στην Τροιζήνα και στις γύρω περιοχές, όπου και μετακινήθηκε η αίρεση στην προσπάθεια των γυναικών να ξεφύγουν από τον Cruentus.»

     «Υπάρχει περίπτωση να τελούν ακόμη μυστήρια;», καλό το ιστορικό πλαίσιο, αλλά δεν την βοηθούσε ιδιαίτερα να λύσει μια σειρά δολοφονιών.

     «Απ’ όσο γνωρίζω όχι, αλλά ποτέ δε ξέρεις. Δεν είμαι και κανένας μεγάλος γνώστης στις ενεργές αιρέσεις της Ελλάδας.»

     «Το μοτίβο ταιριάζει πάντως…», συμπλήρωσε η Παναγιώτα, ξύνοντας το σαγόνι της και κάνοντας τις μικρές, σχεδόν αόρατες τριχούλες του να ηρεμήσουν λίγο, «…μια αίρεση από σκλαβωμένες γυναίκες σκοτώνουν αυτόν που τις κακοποιούσε. Όλα τα θύματα είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κακοποιήσει κάποια γυναίκα και βγάζει νόημα αν οι θύτες ήταν κοντινά πρόσωπα δεδομένου ότι δεν υπήρχαν σημάδια διάρρηξης. Αλλά πώς σκοτώνουν δίχως να φαίνεται η χημική ανάλυση;», το μυαλό της πήγε κατευθείαν στα σβησμένα κουτιά. Ίσως εκεί υπήρχε μια τοξίνη, ένα δηλητήριο κάτι το οποίο θα οδηγούσε στο θάνατο. Αλλά όχι, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αλλαγή ολόκληρου του αρχείου, όχι απλώς ενός κουτιού.

     «Well…», απάντησε ο Τάσος και ύστερα σιώπησε, κοιτώντας το τραπέζι. 

     «Τί;», η καρδιά της κόντευε να σπάσει με αυτή τη σύγχυση. Πρώτη φορά ήταν πλήρως συγκεντρωμένη όταν ο Τάσος μιλούσε για ιστορία και αρχαιολογία και δεν έκανε καθόλου καλό στην πίεσή της. 

     «Αυτά που σου είπα είναι κυρίως τι έχουν καταγράψει οι ιστορικοί από τις λίγες τοιχογραφίες και απεικονίσεις που έχουν επιβιώσει. Έχουν επιβιώσει βέβαια και αρκετά γραπτά, αλλά αυτά είναι πιο πολύ στα πλαίσια του μύθου.»

     «Δηλαδή;»

     «Τα γραπτά λένε ότι ο Cruentus στη Μακεδονία βρήκε κάτι… Μια πηγή δύναμης που τον συνέδεε κατευθείαν με το Αγαθό του Πλάτωνος…»

     «Αυτό δεν είναι αλληγορία;», κάτι της έλεγε ο όρος, μάλλον από μια τις παλιές τους συζητήσεις. «Ή ήταν αρχαίο ανέκδοτο; Δε θυμάμαι για να είμαι ειλικρινής.»

     «Είναι και τα δύο, ο Πλάτωνας το είχε χρησιμοποιήσει για να περιγράψει την “απόλυτη ιδέα” κάτι το οποίο δεν μπορούσε να περιγραφεί ούτε να κατανοηθεί από τον άνθρωπο και οι σύγχρονοί του το χρησιμοποίησαν για να αναφέρονται σε κάτι όταν δεν το καταλάβαιναν. Στα γραπτά τους φαίνεται ότι τα πρώτα μέλη της αίρεσης θεωρούσαν ότι το Αγαθό… υπήρχε; Δε το θεωρούσαν ακριβώς θεότητα, θεωρούσαν ότι ήταν όντως αληθινό και ότι ο Cruentus είχε βρει τρόπο να το επηρεάζει, δημιουργώντας τερατουργήματα για να τον βοηθούν στη μάχη και στην κατασκοπεία. Οι σκλάβες του ήταν ένα από αυτά τα τερατουργήματα, είχε ενώσει έντομα και γυναίκες ώστε να δημιουργήσει “τον τέλειο δολοφόνο”. Κάποια κείμενα έλεγαν ότι η πρώτη ήταν μια ηθοποιός η οποία αρνήθηκε την πρόταση γάμου του Cruentus, αλλά είναι λίγο απίθανο καθώς οι εκατόνταρχοι δεν μπορούσαν να παντρευτούν ηθοποιούς. Οι σκλάβες είχαν δύο μορφές, η μία της γυναίκας και η άλλη της πεταλούδας, η μια πανέμορφη και ικανή να παραλύσει άνθρωπο με ένα μόνο φιλί και η άλλη τόσο άσχημη που έκανε την καρδιά να σταματάει.»

     Άσπρισε για λίγο. Ένιωσε λίγο τις ρίζες των μαλλιών της να προσπαθούν να το σηκώσουν δίχως καμία επιτυχία. Το δαιμόνι της Ζαφειροπούλου της ήρθε στο μυαλό. Κι αυτό ήταν που την ανησυχούσε. Το λογικό της κομμάτι προσπαθούσε να βρει μια εξήγηση πέρα από το μύθο, ότι επρόκειτο για τελετουργική αμφίεση, αλλά το ένστικτο της δεν άφηνε αυτή την ιδέα να ωριμάσει μέσα της. Το ένστικτό της την οδηγούσε αλλού. Σε μύθους στους οποίους δεν ήξερε αν ήθελε να είναι αληθινοί. 

     «Είσαι καλά;», ρώτησε ο Τάσος βλέποντάς την να ασπρίζει. «Δε πιστεύω να τρόμαξες τώρα με έναν μύθο.»

     «Όχι, όχι, κάτι άλλο είναι…», τον καθησύχασε η Παναγιώτα. «Πρέπει να μιλήσω με τη Λίνα!»

    Πήγε στο γραφείο της και πληκτρολόγησε τον αριθμό της συναδέλφου της. Κάθε χτύπημα του ακουστικού ήταν κι άλλο ένα ρίγος στη σπονδυλική της στήλη. Δυστυχώς δεν είχε βρει κάτι το καινούργιο, μόνο περισσότερες καταθέσεις που επιβεβαίωναν τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των γονιών και της μικρής. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο κάθισε στην καρέκλα της, χέρια μπροστά από το στόμα της και αγκώνες στα γόνατα. Άφησε μια τεράστια ανάσα να βγει από τη μύτη της. Ο Τάσος εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου. 

     «Συμβαίνει κάτι;», τη ρώτησε ο Τάσος μπαίνοντας στον ημιφωτισμένο χώρο, όπου και μπορούσε να δει καθαρά τον πίνακα με όλες τις σημειώσεις.

     «Ω…», ήταν η μόνη λέξη που κατόρθωσε να βγάλει. Δεν ήταν έκπληξης ή τρόμου, αλλά κατανόησης. Κατανόηση για το πώς η Παναγιώτα είχε φτάσει σε ό,τι συμπέρασμα είχε φτάσει.

     «Στα λόγια μου έρχεσαι.», του απάντησε. 

     «Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω;», τη ρώτησε μελετώντας τον πίνακα.

     «Αν δε σου κάνει κόπο να ψάξεις λίγο παραπάνω για την αίρεση. Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι αυτό είναι αρκετά μεγαλύτερο απ’ ό,τι νόμιζα…», είπε καθώς έπιανε την χημική αναφορά και κοίταξε το λευκό κουτί.

     «Τάσο, φοβάμαι.»

     «Εγώ είμαι εδώ. Μη φοβάσαι.»

     Ο χώρος γύρω της είναι μαύρος. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά, αλλά δε μπορεί να αντικρύσει κάτι. Μια μικρή λάμψη φωτός εμφανίζεται από το πουθενά. Την καλεί. Της ζητά να την ακουλουθήσει. Η λάμψη δε βγάζει φωνή, μα η Παναγιώτα γνωρίζει το αίτημά της. Περπατά στο σκοτάδι μέχρι που γύρω της εμφανίζονται πετρώματα. Τα τοιχώματα μιας σπηλιάς. Η μικρή λάμψη προχωρά σε μια φωτόλουστη έξοδο. Η Παναγιώτα δεν κλείνει τα μάτια της. Το φως δεν την ενοχλεί.

     Βγαίνει από την σπηλιά. Νιώθει μια περίεργη αίσθηση να την κατακλύζει. Αυτό που αντικρίζει κατά την έξοδό της είναι… άσπρο. Απλά ένα τεράστιο άσπρο. Κοιτάζει γύρω της. Στέκεται στην άκρη μιας γκρεμίλας, φαινομενικά απύθμενης, η οποία περιβάλλει το άσπρο. Η μικρή λάμψη αρχίζει και περιπλανιέται προς τα δεξιά της λευκής σφαίρας. Την ακολουθεί. Το μονοπάτι που έχουν πάρει είναι πέτρινο, με διάφορες μικρές εισόδους στα τοιχώματά του.

     Την σταματάει σε μια είσοδο διαφορετική από τις άλλες. Οι υπόλοιπες είναι φυσικά ανοίγματα, σπήλαια, αλλά αυτή είναι παραλληλόγραμμη, με μαρμάρινους κίονες να την στηρίζουν. Πέρα από αυτήν φαίνεται να υπάρχει ένα σκοτεινό δωμάτιο, μα τα μάτια της Παναγιώτας αγνοούν το σκοτάδι. Πέτρα παλιά και μουχλιασμένη καλύπτει όλο το χώρο και στο κέντρο μια τελετουργική τράπεζα. Πάνω στην τράπεζα κάθεται μια κοπέλα, είναι δεν είναι είκοσι χρονών. Μιλάει σε μια γλώσσα την οποία η Παναγιώτα αναγνωρίζει ως λατινικά, μα δε καταλαβαίνει. Το σώμα της δημιουργεί μια διπλή σκιά, μόνο που δεν υπάρχει πηγή φωτός μέσα στο χώρο. Θα την έβλεπε αν υπήρχε.

     Απότομα η κοπέλα σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάζει προς το μέρος της. Δεν μπορεί να την δει. Είναι αδύνατον να τη δει. Η κοπέλα δαγκώνει τον αντίχειρά της, ξεριζώνοντάς τον από το υπόλοιπο χέρι της και φτύνοντάς το προς τα ‘κείνη. Το δάχτυλο χτυπά σε ένα αόρατο για την Παναγιώτα πεδίο και πέφτει στο πάτωμα. Το λεκιασμένο αίμα στο πεδίο αρχίζει να λάμπει και πλέον φαίνεται να λούζει με φως όλο το χώρο πέρα από την πόρτα. Πίσω της η άσπρη σφαίρα αρχίζει και συσσωρεύει μια γκρίζα αύρα στο σημείο όπου στέκεται.

     Η κοπέλα χαμογελάει. Σηκώνει το χέρι της και κάνει ένα βήμα προς την Παναγιώτα. Ανοίγει το στόμα της και η φωνή της αντηχεί στο σπηλαιώδη χώρο.

     «Χαίρε άνθρωπε καλέ καγαθέ!»

     Ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν ξυπνήσει ιδρωμένη στο κρεβάτι της, ο Τάσος ακόμα ήσυχος δίπλα της. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Η θερμοκρασία του σώματός της ήταν αρκετά υψηλή ώστε το δροσερό νερό να της προκαλέσει ένα μικρό σοκ.

     Ένιωσε το γνώριμο μούδιασμα στο χέρι της. Με τις πιτζάμες της ακόμα κινήθηκε προς το γραφείο της και έκατσε μπροστά από τον υπολογιστή που ήταν ακόμα ανοιχτός. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αφέθηκε τελείως στο μούδιασμα. Άφησε το ένστικτό της να πάρει τον έλεγχο.

     «Και τι θες να του πω δηλαδή;», η φωνή της ήταν λίγο τσιριχτή, αλλά με χαμηλό τόνο λες και προσπαθούσε να φωνάξει ψιθυρίζοντας. 

     «Πες του ότι αρρώστησε μια θεία μου και έπρεπε να φύγω αυθημερόν ρε Λίνα!», της απάντησε η Παναγιώτα και ανακάθισε στην άβολη καρέκλα του ιπτάμενου. 

     «Καλά να του το πω, αλλά είσαι σίγουρη για ό,τι κάνεις;», πλέον η Λίνα ακουγόταν ταραγμένη. «Έχεις σκεφτεί τί θα κάνεις σε περίπτωση που πάνε σκούρα τα πράγματα;»

     «Θα είμαι καλά, μη φοβάσαι…», είπε και έπιασε το όπλο της μέσα από το παλτό της για να βεβαιωθεί πως ήταν στη θέση του, «…κάνε τα κουμάντα σου με τον Φαιωνίδη και άσε με ‘μένα.»

     «Μια κουβέντα είναι αυτό…», απάντησε και για λίγο επικράτησε σιωπή και στις δύο άκρες του ακουστικού. «Πρόσεχε κακομοίρα μου!»

     «Θα βάλω τα δυνατά μου… Κράτα με ενήμερη αν βρεθεί η μικρή.», της απάντησε κι αφού έκλεισε το κινητό πήρε μια βαθιά ανάσα.

     Το flying dolphin έδεσε στον Πόρο και οι ελάχιστοι επιβάτες, νέοι οι περισσότεροι -μάλλον φοιτητές που έρχονταν να δουν τους συγγενείς τους- αποβιβάστηκαν. Είχε ξανά έρθει στον Πόρο ένα καλοκαίρι, μα το νησί ήταν αγνώριστο σε σχέση με εκείνο τον Ιούλιο. Μαύρα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό που λαμποκοπούσε το καλοκαίρι και το κεντρικό μέρος του νησιού (που όλως τυχαίως ήταν και το μέρος που προσάραζαν τα πλοία) ήταν σχεδόν έρημο, σε τεράστια αντίθεση με την καλοκαιρινή πραγματικότητα όπου το νησί πνιγόταν στον κόσμο.

     Περπάτησε για λίγο στην παραλία του νησιού σε μια προσπάθεια να θυμηθεί το πώς να κατευθύνεται στον Πόρο και μόλις έφτασε σε μία από τις πλατείες του νησιού, εκείνη που έβλεπε το δημαρχείο, οι διαδρομές άρχισαν να επιστρέφουν στο μυαλό της, μαζί με το μούδιασμα στο σβέρκο της. Περπάτησε στον κεντρικό δρόμο, ώστε να χαζεύει λίγο τη θάλασσα και γιατί θυμόταν τα σοκάκια του νησιού ως πολύ στενά για το γούστο της. Δεν περπάτησε ούτε δέκα λεπτά μέχρι να βρεθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου, το μέρος με τα περισσότερα ευρήματα σχετικά με τις Liberae Papiliones σύμφωνα με την αναζήτησή της το προηγούμενο βράδυ. Η μπροστινή πόρτα του μουσείου ήταν κλειδωμένη.

     Το μελέτησε από την πλευρά που έβλεπε σε μια μικρή πλατειούλα. Κάποιοι από τους ντόπιους γέροντες της φώναξαν πως τέτοια εποχή ήταν κλειστό το μουσείο. Τους ευχαρίστησε και συνέχισε να παρατηρεί για λίγο τα παράθυρα. Στο δίπατο κτίσμα όλα τα παράθυρα προστατεύονταν από κάγκελα. Δε μπορούσε να διακρίνει αν υπήρχε συναγερμός ή όχι. Σκέφτηκε να πάει προς την πίσω πλευρά του μουσείου, κάτι το οποίο ήλπιζε ότι δε θα χρειαζόταν, καθώς θα έπρεπε να μπει σε ένα από τα σοκάκια του νησιού.

     Πήρε μια βαθιά, ένρινη ανάσα και περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο σοκάκι. Προς μεγάλη της έκπληξη το σοκάκι ανοιγόταν μόλις έφτανε πίσω από το μουσείο. Ήταν σε μια ανοιχτή περιοχή στην οποία ενώνονταν τρία άλλα, μικρότερα σοκάκια, με ένα εκκλησάκι στο κέντρο. Επεξεργάστηκε το χώρο με μεγαλύτερη ψυχραιμία. Στο πίσω μέρος του κτιρίου παρατήρησε μια σκάλα η οποία κατέβαινε πέρα από το επίπεδο του δρόμου, στη πόρτα ενός υπογείου. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπε κανείς την κατέβηκε γοργά και βρέθηκε μπροστά από μια βαριά μεταλλική πόρτα. Η κλειδαριά της έμοιαζε με οποιαδήποτε άλλη. Η Παναγιώτα έβγαλε τα σύνεργά της από την τσάντα και σε δύο με τρία λεπτά η πόρτα ήταν ανοιχτή.

     Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς ο παγωμένος αέρας του υπογείου ερχόταν σε επαφή με το δέρμα της. Έκανε το πρώτο της βήμα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Κράτησε το βήχα της καθώς ανέπνευσε τη απότομα τη σκόνη που υπήρχε στο χώρο. Η μυρωδιά του λιβανιού ήταν εντονότατη. Ήξερε πως ήταν στο σωστό μέρος.

     Έφεξε με την οθόνη του κινητού της. Το αδύναμο αυτό φως έλαμψε πάνω στο προσωπείο του “δαιμονίου” όπως το είχε περιγράψει η Ζαφειροπούλου. Μια προτομή, με κενά, βαθουλωτά μάτια και στόμα εντόμου, σκαλισμένη πάνω σε μάρμαρο κιτρινισμένο και διαβρωμένο από το χρόνο. Έστρεψε τη λάμψη της στο χώρο και αντίκρισε κι άλλα αντικείμενα αρχαιολογικού χαρακτήρα· ένα σχεδόν άθικτο άγαλμα μιας πεταλουδόμορφης γυναίκας, με μόνο το δεξί της χέρι να λείπει, διάφορες ανάγλυφες αναπαραστάσεις ενός άνδρα με το πρόσωπο του ξυσμένο από την πετρά να σκοτώνει γυναίκες και ζώα και άλλες που απεικόνιζαν, απ’ ό,τι καταλάβαινε, τελετές με ανθρώπινες θυσίες, όπου τα πεταλουδόμορφα τέρατα φιλούσαν και έπειτα γευμάτιζαν με άνδρες.

     Το τεχνητό φως της οθόνης έπεσε πάνω σε μια στήλη η οποία φαινόταν παράταιρη με τα υπόλοιπα ευρήματα. Στην κορυφή της ήταν οι ανάγλυφες μορφές μιας κουστωδίας ανθρώπων με έναν να έχει γονατίσει μπροστά από έναν γυμνό, ψηλό άνδρα που κρατούσε σταφύλια. Κάτω από το ανάγλυφο υπήρχε με μεγάλα κεφαλαία γράμματα χαραγμένη η λέξη ΠΡΟΦΗΤΗΣ και πιο κάτω της διάσπαρτες λέξεις που η φθορά του χρόνου έκανε δυσανάγνωστες. Δεν ήξερε για πόση ώρα κοιτούσε αυτή τη στήλη. Ούτε γιατί το ένστικτό της επέμεινε τόσο έντονα στην μορφή του γονατισμένου άνδρα. 

     Μετακινώντας το κινητό της, το φως χτύπησε μια επιφάνεια που το αντανάκλασε. Η Παναγιώτα πλησίασε και δίπλα από μία κατηφορική σκάλα υπήρχε μία προθήκη γεμάτη με πεταλουδόμορφα μενταγιόν, ίδια με εκείνο που είχε βρεθεί στη σκηνή του εγκλήματος. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Στην οθόνη του κινητού της εμφανίστηκε ο αριθμός του Τάσου. Το άφησε να πάει στον τηλεφωνητή. Ήταν αδύνατο να μιλήσει.

      Κατευθύνθηκε πιο βαθιά στην αίθουσα, προσπερνώντας αρκετά γλυπτά μέχρι που έφτασε στη άλλη άκρη του δωματίου. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι, με διάφορες σκαλισμένες πλάκες πάνω του. Έμοιαζε πολύ με μισοτελειωμένο πάζλ, καθώς αρκετές πλάκες έλειπαν και δε σχηματιζόταν μια ολοκληρωμένη εικόνα. Από τα λίγα πράγματα έμοιαζε με την αναπαράσταση ενός δάσους, με ένα άτομο στο κέντρο του οποίου ελάχιστα χαρακτηριστικά ήταν εμφανή από τις συγκεντρωμένες πλάκες. Γύρω από αυτό το άτομα υπήρχαν επιγραφές, σε ένα αλφάβητο το οποίο ήταν ξεκάθαρα ελληνικό. Λίγες λέξεις ήταν αναγνώσιμες. «Άλσος, καρδιά, Διόνυσος…», επαναλάμβανε στο κεφάλι της καθώς διάβαζε, «…προφήται.». Ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο στο κεφάλι της. Παραπάτησε λίγο, σχεδόν ρίχνοντας το κινητό της, αλλά κατόρθωσε να μην κάνει πολλή φασαρία. Στη μνήμη της επανήλθε το όνειρο που είχε δει. Ο πονοκέφαλος έγινε πιο οξύς και τα αυτιά της άρχισαν να βουίζουν. Αυτή τη φορά έπεσε η ίδια κάτω, χωρίς να αντιλαμβάνεται τον ηχηρό γδούπο με τον οποίο προσγειώθηκε. 

     Πέρασαν μερικές στιγμές μέχρι να επανέλθει και να μπορέσει να σηκωθεί. Μόλις πάτησε καλά στα πόδια της τα φώτα της αποθήκης άναψαν, τυφλώνοντάς τη για μια μικρή στιγμή. Άκουσε βήματα να την πλησιάζουν γρήγορα. Κοίταξε ενστικτωδώς προς τη σκάλα και αντίκρισε μια νεαρή κοπέλα. Στεκόταν με το ένα της πόδι μπρος κι το άλλο πίσω, τα χέρια της στο επίπεδο του στήθους της και λυγισμένα προς το πρόσωπο της σε κατάσταση σοκ. «Νάντια;», αναφώνησε η Παναγιώτα και η κοπέλα έτρεξε προς την σκάλα από την οποία ήρθε.

     Η Παναγιώτα έτρεξε πίσω της με όση δύναμη είχε. Μόλις έφτασε στο τέλος η ανάσα της άρχισε να γίνεται πιο δύσκολη. Ο διάδρομος που κατέληξε ήταν αρκετά στενός ώστε να μπορεί να ακουμπήσει και τους δύο τοίχους χωρίς να τεντώσει τα χέρια της. Η κοπέλα είχε γονατίσει λίγα μετρά μπροστά της. Από την πλάτη της Νάντιας πετάχτηκαν δύο φτερά πεταλούδας. Η μυρωδιά του λιβανιού με την σάπια σάρκα γέμισε το χώρο. Μετά σκοτάδι.

     Ανακτούσε σιγά σιγά τις αισθήσεις της. Ένιωθε σε όλο της το σώμα ένα άγνωστο μούδιασμα, πολύ πιο επιθετικό από εκείνο του ενστίκτου της. Μια μεθυστική μυρωδιά υπήρχε στον γεμάτο σκόνη αέρα. Προσπάθησε να βήξει, αλλά η παράλυση δεν της το επέτρεψε. Τα μικρά σωματίδια ήταν επώδυνα μέσα στα πνευμόνια της, σχεδόν την έκαιγαν. Κατόρθωσε να ανοίξει τα μάτια της και αντίκρυσε την μεταλλική πόρτα, κλειστή και ασφαλισμένη με έναν σύρτη. Κούνησε λίγο τις κόρες των ματιών της και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν ακόμα μέσα στον υπόγειο χώρο του μουσείου· μπορούσε να διακρίνει τα γλυπτά με την άκρη του ματιού της. Επίσης με την άκρη του ματιού της μπορούσε να δει τη γυάλινη προθήκη, αλλά δυστυχώς ο έλεγχος του λαιμού της δεν είχε επανέλθει.

     Μπορούσε να ακούσει φωνές πίσω της· και οι δύο ήταν θηλυκές με τη μία να έχει ακόμα τη γλύκα και τη ζωντάνια της νιότης και την άλλη να είναι αργή και ζορισμένη από το χρόνο.

     «Τι θα την κάνουμε τώρα;», ρώτησε με αναστατωμένο τόνο η νεαρή φωνή.

     «Πρώτα θα πρέπει να την μελετήσουμε. Δεν είναι κάθε μέρα που μια προφήτης έρχεται στην πόρτα μας. Μετά όπως έχει την πετάμε στη θάλασσα.», η καρδιά της Παναγιώτας ξεκίνησε ένα πιο ταχύ καρδιοχτύπι. Άρχισε να κοιτά γύρω της καθώς το μούδιασμα της παράλυσης άρχισε να την ελευθερώνει. «Έχει ώρα μέχρι να ξυπνήσει. Όσο δεν αντιδρά κανείς δεν θα ακούσει τίποτα. Ακόμα και να καταλάβει κάποιος κάτι δεν υπάρχει θέμα.», την καθησύχασε η γηραιότερη φωνή.

     «Πάπι, φοβάμαι!», η νεαρή φωνή ακουγόταν πιο ανήσυχη από πριν. «Είχε σήμα πάνω της. Και όπλο! Ήξερε ποια είμαι! Κι αν δεν είναι μόνη της;», προσπάθησε με τις περιορισμένες αισθήσεις να νιώσει το όπλο της. Τότε κατάλαβε πως τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της. Κοίταξε κάτω και είδε πως ήταν καθηλωμένη σε μία καρέκλα, με τα πόδια της επίσης δεμένα με ένα σκοινί που έφευγε προς την πλάτη της.

     «Ηρέμησε κόρη μου…», είπε με έναν πιο γλυκό τόνο η γηραιά φωνή, «…όσο βρίσκεσαι κοντά μας δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Πήγαινε τώρα την φιλοξενούμενη μας σε ένα πιο ήσυχο μέρος..»

     Άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος της. Αμέσως έκλεισε τα μάτια της και έμεινε όσο πιο ακίνητη μπορούσε, μόνο που η παραλυμένη αίσθηση του σώματος της δεν τη βοηθούσε. Ένιωσε τα δεσμά των χεριών της να χαλαρώνουν και ύστερα ένα χέρι να την πιάνει από τη μέση και τα πόδια της, να την σηκώνει από τη θέση της και να την μετακινεί.

     Περίμενε μέχρι να έχει μια καλύτερη αίσθηση του σώματός της. Με κάθε βήμα η καρδιά της έστελνε όλο και περισσότερο αίμα στο σώμα της και με κάθε παλμό ανακτούσε λίγο ακόμα έλεγχο. Άκουσε τον σύρτη να ανοίγει και το κλειδί να μπαίνει στην κλειδαρότρυπα. Πλέον η κοπέλα την είχε τοποθετήσει σαν σακί με πατάτες στον ώμο της, δίνοντάς της την τέλεια ευκαιρία.

     Με την όποια ταχύτητα της επέτρεπε το κορμί της τη χτύπησε στη σπονδυλική στήλη. Το χτύπημα έκανε την Νάντια να καταρρεύσει και μαζί της έπεσε και η Παναγιώτα. Καπνός άρχισε να μαζεύεται πίσω από την καρέκλα που την είχαν δέσει και απ’ όπου ακούγονταν οι φωνές προηγουμένως. Η μυρωδιά του λιβανιού και του σαπισμένου κρέατος γέμισε το χώρο. Η Παναγιώτα προσπαθούσε να λύσει το σχοινί από τα πόδια της, αλλά τα χέρια της δε συνεργάζονταν· έτρεμαν και δεν είχε ακόμα τον πλήρη έλεγχό τους και κάθε προσπάθεια να τραβήξει το χοντρό κόμπο κατέληγε σε αποτυχία.

     Μέσα από το νέφος ξεπρόβαλε ένα από αυτά. Οι απεικονίσεις του ήταν πιο ευχάριστες στο μάτι από το πραγματικό. Μπορούσε να διακρίνει φλέβες στο διογκωμένο του κρανίο που πάλλονταν με ταχύ ρυθμό· τα κόκκινα μάτια του πλάσματος ήταν μικρά και τοποθετημένα βαθιά μέσα στο κρανίο του. Η σιλουέτα του έμοιαζε θηλυκή, μα από το λίγο φωτισμό που υπήρχε μπορούσε να δει πως η κατάμαυρή του σάρκα δεν έφερε φυλετικά χαρακτηριστικά. Τελευταία από τον λευκό καπνό βγήκαν τα κατακίτρινα φτερά του πλάσματος, στρογγυλά με μυτερές άκρες. Το πλάσμα κινούνταν με σταθερό βηματισμό. Έμοιαζε να απολαμβάνει την ταραχή της Παναγιώτας. 

     «Δεν ήθελα να λερώσω τα σαγόνια μου…», είπε το τέρας καθώς περπατούσε αργά προς το μέρος της, τα σαγόνια του να ανοιγοκλείνουν με ανυπομονησία, «…αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή.»

     Η πεταλουδόμορφη έκανε ένα άλμα, επιστρατεύοντας ταχύτητα που δεν είχε επιδείξει μέχρι στιγμής. Προσγειώθηκε με τα αιχμηρά της πόδια παραπλήσια του σώματος της Παναγιώτας, έμπηξε το χέρι της στον ώμο της, αποσπώντας την από το χαλαρό πλέον, αλλά όχι λιτό σχοινί. Φρόντισε τα νύχια της να τραβήξουν αρκετή από τη σάρκα καθώς τη σήκωνε από το πάτωμα. Η Παναγιώτα φώναξε από τον πόνο. Ζήτησε βοήθεια, χωρίς να ξέρει αν κάποιος την άκουγε. Το πλάσμα είχε φέρει πλέον το κεφάλι της λίγα χιλιοστά μπροστά από τα σαγόνια του.

     Η Παναγιώτα πήρε μια βαθιά ανάσα και σαν εκκρεμές τα δεμένα της πόδια ενώθηκαν με την κοιλιά του τέρατος. Η Παναγιώτα έπεσε στο πάτωμα ξανά και η πεταλουδόμορφη εκσφενδονίστηκε πάνω σε ένα από τα αγάλματα, απαλλάσσοντάς το από το χέρι του. Μέσα στο κενό όπου πήρε στο τέρας να ξανά σταθεί στα πόδια του η Παναγιώτα κατόρθωσε να λύσει τα πόδια και έτρεξε προς την πόρτα. 

     Το κλειδί ήταν ακόμη πάνω της. Πήγε να το γυρίσει και ένιωσε μια λαβή να της κρατά σφιχτά τον δεξί αστράγαλο. «Δε θα σε αφήσω να διαλύσεις ό,τι φτιάξαμε!», η Νάντια είχε μίσος στο βλέμμα της και τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Το σώμα της κοπέλας ζεστάθηκε, το ένιωθε στο χέρι που της είχε πιάσει τον αστράγαλο. Κάθε πόρος του σώματός της έβγαζε λευκό καπνό και κομμάτια από τη σάρκα της άρχισαν να πέφτουν, μεταμορφώνοντας τη νεαρή κοπέλα σε ένα πεταλουδόμορφο τέρας. Με τα τερατίσια σαγόνια της δάγκωσε τον αστράγαλο της Παναγιώτας, κόβοντας το πόδι της και πετώντας το πίσω στο άλλο πλάσμα.

     Η κραυγή της Παναγιώτας δεν βγήκε από το δωμάτιο. Η αστυνόμος γονάτισε και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Προσπάθησε να αναρριχηθεί προς το κλειδί. Τα νύχια του τέρατος που κάποτε ήταν η Νάντια πέρασαν την ωμοπλάτη της σαν μαχαίρια, ρίχνοντας την Παναγιώτα και πάλι κάτω. Η πεταλουδόμορφη με τα κίτρινα φτερά ήρθε στο πλάι της μικρής. Έβαλε στοργικά το χέρι της στον ώμο της και μίλησε. «Έλα καλή μου… τελείωσέ την…»

     Η Παναγιώτα αποδέχτηκε τη μοίρα της και σταμάτησε να παλεύει. Απλά στεκόταν πάνω στο παγωμένο μέταλλο και περίμενε το θάνατο. Πέρασε περίπου μισό λεπτό όπου δεν συνέβαινε τίποτα. Η Παναγιώτα κοίταξε τους φονείς της και είδε πως είχαν κοκκαλώσει. Η πόρτα πίσω της εξαφανίστηκε. Η Παναγιώτα έπεσε πίσω και αντίκρισε ένα πρόσωπο που της έμοιαζε οικείο, αλλά δε μπορούσε να θυμηθεί από πού. Ήταν μια κοπέλα με καστανά μαλλιά και ωχρά γκρίζα μάτια. Το δέρμα της έμοιαζε ασθενικό και ολόκληρη η κοπέλα μύριζε σήψη. Ο αντίχειρας του δεξιού της χεριού είχε κοπεί, με την ουλή να στάζει με μαύρο υγρό. Τα ρούχα της έμοιαζαν πάρα πολύ με πιτζάμες, από εκείνες που είχε δει να μοιράζουν στις ψυχιατρικές κλινικές. Η κοπέλα της χαμογέλασε. «Χαίρε άνθρωπε καλέ καγαθέ!», της είπε σε σπαστά ελληνικά με μια βαθιά και παραμορφωμένη γυναικεία φωνή. Έπειτα κοίταξε προς τα τέρατα τα οποία έμοιαζαν να παλεύουν να ελευθερωθούν από το ξόρκι της κοπέλας. «Ω papiliones mei!», τους είπε και τα μάτια της κιτρινόφτερης πεταλουδόμορφης άστραψαν. «Κρου… Κρουέντους…», απάντησε η κιτρινόφτερη με εμφανείς στάλες ιδρώτα να έχουν σχηματιστεί το καρβουνένιο μέτωπο της. 

     Η κοπέλα περπάτησε ανενόχλητη μέσα στο χώρο. Οι πεταλουδόμορφες δε μπορούσαν να κουνηθούν και η Παναγιώτα είχε σαστίσει εντελώς. Ένιωθε σιγά σιγά ό,τι κι αν ήταν αυτό που την κατεύθυνε τόσο καιρό να έρχεται πάλι στο προσκήνιο με τις άκρες των δακτύλων της να μυρμηγκιάζουν. Η κοπέλα κατευθύνθηκε προς τις πλάκες και άρχισε να μιλά στα δύο πλάσματα που είχε παραλύσει. «Το να προσπαθείς να επικοινωνήσεις με όσους εγκατέλειψαν τον κόσμο αυτό είναι αφελές, papilio mio…», της είπε και εκείνη προσπάθησε με μεγαλύτερο μένος να ξεφύγει από ό,τι την κρατούσε στη θέση της. «Ο Διόνυσος νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του κι αυτό είναι κάτι που το ξέρουμε και οι δύο…», άφησε την πλάκα να πέσει στο πάτωμα. Το πέτρωμα έσπασε σε πέντε κομμάτια τα οποία η κοπέλα ποδοπάτησε σε σκόνη. «Και τί άλλο βλέπω εδώ;», είπε στεκόμενη μπροστά από την στήλη, «Ψάχνεις τρόπο να δημιουργήσεις δικό σου Προφήτη;», η κοπέλα έβγαλε έναν βρόγχο που θύμιζε γέλιο και θρυμμάτισε την πλάκα. «Πολύ φοβάμαι ότι δε μπορώ να επιτρέψω κάτι τέτοιο, papiliones mei!»

     Η κοπέλα γύρισε προς την Παναγιώτα. Με το ένα καλό της πόδι η αστυνόμος προσπάθησε να συρθεί προς τα πίσω, αλλά η κοπέλα της το έπιασε. Ένιωθε το χέρι της πορώδες, με διάφορα υγρά και κομμάτια σάρκας να κολλάνε στο παντελόνι της. «Δεν υπάρχει λόγος να με φοβάσαι Προφήτη του Αγαθού…», της είπε με ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπο, «…σε χρειάζομαι. Αλλά απ’ ό,τι βλέπω εδώ δεν είσαι τόσο ασφαλής…», της είπε και ομίχλη άρχισε να σχηματίζεται σε ακροδάχτυλά της. «Ας το αλλάξουμε αυτό, τι λες;»

     Η Παναγιώτα ήταν έτοιμη να φωνάξει όταν την ακούμπησε η κοπέλα με το καπνοφόρο χέρι της. Όλα γύρω της μαύρισαν. Ένιωθε λες και το σώμα της τραβιόταν ενώ έπλεε σε ένα αέναο πέλαγος. Όταν ξαναβρήκε την όρασή της βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου με μια πεταλούδα στον καρπό της να την τροφοδοτεί με ορό. Σήκωσε τα σκεπάσματα για να δει τα πόδια της. Το αριστερό είχε ακόμα σημάδια από τη μάχη. Στο δεξί της πόδι, από το γόνατο ως τον αστράγαλο ήταν καλυμμένο με γάζες και το πέλμα της έλειπε. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά κατά λάθος τράβηξε μαζί της τον ορό και γλίστρησε, προλαβαίνοντας όμως να πιαστεί από το κρεβάτι. Μια νοσοκόμα παρατήρησε ότι είχε ξυπνήσει και ήρθε να τη βοηθήσει.

     «Μη σηκώνεστε από το κρεβάτι σας!», της είπε η νοσοκόμα ενώ τη βοηθούσε να σταθεί.

     «Παναγιώτα Αλαφούζου, επιθεωρητής της Ελληνικής Αστυνομίας! Χρειάζομαι ένα τηλέφωνο, άμεσα!», την αποπήρε η Παναγιώτα, γεμάτη ακόμα από αδρεναλίνη.

     «Κυρία Αλαφούζου ηρεμήστε. Ξαπλώστε και θα σας φωνάξω αμέσως τον υπεύθυνο γιατρό.», η νοσοκόμα τη βοήθησε να ξαπλώσει και έτρεξε εκτός του θαλάμου. Μέσα σε δύο λεπτά είχε επιστρέψει με έναν παχουλό κύριο με λιγοστά μαλλιά στην κεφαλή του.

     «Κυρία Αλαφούζου, χαίρομαι για την ανάρρωσή σας, είμαι ο κ…»

     «Ναι, κι εγώ, χρειάζομαι αμέσως ένα τηλέφωνο!», τον διέκοψε η Παναγιώτα, μιλώντας γρήγορα από την ταραχή της. 

     «Κυρία Αλαφούζου θα σας ζητήσω να ηρεμήσετε.», της ζήτησε για άλλη μια φορά ο γιατρός.

     «Πρόκειται για δουλειά της αστυνομίας κύριέ μου!», είπε η Παναγιώτα, πλέον ο τόνος καθαρά θυμωμένος. «Οπότε αν δε θέλετε να υπάρξουν κυρώσεις σας παρακαλώ φέρτε μου ένα τηλέφωνο!»

     «Κυρία Αλαφούζου.», είπε άλλη μια φορά με σταθερή φωνή ο γιατρός. «Ηρεμήστε. Θα σας φέρουμε το τηλέφωνο, απλά πρώτα πρέπει να ξέρετε κάποια πράγματα.»

     «Όπως;»

     «Ήσασταν σε κόμμα για δύο μήνες.», αυτή η οβίδα έκανε την Παναγιώτα να αλλάξει έκφραση.

     «Βρίσκεστε στο νοσοκομείο Κατερίνης.», συνέχισε ο γιατρός μετά από το διάλειμμα σιωπής. «Ένας αγρότης σας βρήκε λίγα μέτρα από τον δρόμο προς το Πύθιο, δίχως το δεξί σας πέλμα και αρκετές ουλές. Σας φροντίσαμε και μιας και δεν φέρατε κανένα αναγνωριστικό πάνω σας ενημερώσαμε την αστυνομία για την εύρεση ενός εξαφανισμένου. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποιος που να σας αναγνωρίζει.»

     «Τι εννοείτε;», το τελευταίο την τάραξε περισσότερο απ’ όλα. «Έχει βγει σχετικό ενημερωτικό στην τηλεόραση; Έχει ενημερωθεί η Αστυνομία Αθηνών;», κάποιος θα είχε επικοινωνήσει αν είχε γνωστοποιηθεί· οι γονείς της, ο Τάσος, η Λίνα, κάποιος!

     «Ναι κυρία Αλαφούζου, όλοι είναι ενήμεροι. Μέχρι στιγμής όμως δεν υπάρχει κάποιος που να σας αναζητεί. Γι΄ αυτό ελπίζαμε και στην ανάρρωσή σας, για να μπορέσετε να διαφωτίσετε την υπόθεση.»

     Τα λόγια του γιατρού ήταν σαν βαριά πάνω στα καλάμια της. Προσπαθούσε να βρει τί είχε συμβεί, τί είχε κάνει η κοπέλα, η «Κρουέντους», αλλά όλα της έμοιαζαν θολά. Ο γιατρός έμοιαζε να προσπαθεί να της μιλήσει, αλλά εκείνη τον αγνοούσε. Προσπάθησε να βρει το ένστικτο της. Εκείνο το συναίσθημα που πάντα τη βοηθούσε να βγάλει άκρη με τα προβλήματά της. Το μούδιασμα ήρθε από τους ώμους της και προχώρησε στο κεφάλι της. Ένιωσε για πρώτη φορά το κεφάλι της να αδειάζει και στο πηδάλιο να κάθεται ό,τι κι αν ήταν αυτό που την καθοδηγούσε. Και με την καθοδήγηση του κατάλαβε τί είχε συμβεί.

     Ήταν στην Ελλάδα, αλλά όχι την δική της. Ήταν στη Γη, αλλά όχι σε αυτή που ήξερε. Ήταν όλα πραγματικά, αλλά δεν ήταν στην πραγματικότητα που ήξερε. Για κάποιο λόγο η εικόνα ενός σπηλαίου τυλιγμένου σε λευκό φως ήρθε στο μυαλό της. Άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει από τα κλειστά μάτια της.

ΤΕΛΟΣ;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Ορισμένες από τις ιστορίες μικρού μήκους ενδέχεται να έχουν περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους (σεξ, θάνατο κ.τ.λ.). Επιπλέον υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις ιστορίες να περιλαμβάνουν ευαίσθητο περιεχόμενο που μπορεί να επαναφέρει τραύματα ή δυσάρεστες αναμνήσεις σε ορισμένα άτομα (σωματεμπορία, σεξουαλική κακοποίηση κ.τ.λ.). Ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ούτε έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τα σοβαρά αυτά θέματα. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη! Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης: 116123
Προειδοποίηση